Η κλήση του προφήτη.
Στα χρόνια του βασιλιά Οζία ο Ησαΐας είδε όραμα. Είδε τον Κύριο να κάθεται σε θρόνο υψηλό μέσα σε θεϊκό μεγαλείο. Οι άγγελοι, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, περιτριγύριζαν πετώντας και σκεπάζοντας με τις δύο φτερούγες το πρόσωπό τους, διότι δεν άντεχαν να βλέπουν τη λάμψη του Θεού. Και έψαλλαν δυνατά ο ένας στον άλλον: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (Ησ. 6,3). Και σηκώθηκε για λίγο το παραπέτασμα του ουρανού και έμεινε εκστατικός ο Ησαΐας και τρομαγμένος φώναξε; «Ταλαίπωρος εγώ, ποιός είμαι να παρακολουθώ τέτοια σκηνή; Άνθρωπος είμαι, έχοντας ακάθαρτα χείλη, ανάμεσα σε λαό που έχει ακάθαρτα χείλη. Και όμως τον βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδα με τα μάτια μου» (Ησ. 6,5). Ενώ δε έλεγε αυτά, να ένα από τα Σεραφείμ, με κάποια λαβίδα πήρε, αναμμένο κάρβουνο από το ουράνιο θυσιαστήριο και ήλθε και το ακούμπησε στα χείλη του. Η φωτιά της Θεότητας καθαρίζει τα χείλη, που θα κηρύξουν το λόγο του Θεού, καθαρίζει τον προφήτη από τις αμαρτίες του, που εκστατικός ζει το θαύμα.
Οι προφητείες του για τον Μεσσία