28.1.14

Κούρεμα χρέους: «Αιτία πολέμου» για την Ελλάδα;

«Casus Belli» για την Ελλάδα και την κυβέρνηση Σαμαρά το «μάσημα» των Ευρωπαίων και του Όλι Ρεν αναφορικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους της χώρας μας. Με μία ασυνήθιστης σκληρότητας έκφραση, την οποία δεν έχουμε συνηθίσει από την κυβερνητική παράταξη, ο βουλευτής Α’ Αθηνών και πρώην υπουργός και δήμαρχος Αθηναίων, Νικήτας Κακλαμάνης, προσπάθησε να δώσει το κλίμα που υπάρχει στο στρατόπεδο της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με τις συνεχείς τρικλοποδιές που δέχεται η Ελλάδα από τους εταίρους της.
Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Είναι προφανές ότι ο έμπειρος πολιτικός, χαρακτηρίζοντας ως «αιτία πολέμου» την μη ανταπόκριση των εταίρων στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν μιλάει μόνο εξ’ ονόματός τουαλλά επισημαίνει κάτι το προφανές για κάθε Έλληνα. Από την στιγμή που υπάρχει επίσημη απόφαση του Eurogroup με την οποία η Αθήνα αναλαμβάνει να εξαλείψει το έλλειμμα – με κάθε κόστος για τον ελληνικό λαό – ενώ οι Βρυξέλλες δεσμεύονται για την τακτοποίηση του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση στην ουσία να πριονίσει το κλαδί στο οποίο κάθεται – μέσω των πολιτικών μείωσης τους ελλείμματος που υιοθετεί – και από την άλλη να «νίπτουν τας χείρας τους» όταν έρθει η στιγμή να στηρίξουν την Ελλάδα και τον λαό της εν’ όψη των εκλογικών αναμετρήσεων του Μαΐου.


Είναι προφανές ότι εάν η Ελλάδα αντιληφθεί ότι η Ευρώπη στην ουσία την αφήνει «ξεκρέμαστη», η λογική στάση που θα πρέπει να τηρηθεί είναι αυτή της σύγκρουσης, από την οποία είναι γνωστό σε όλους – και στους ιθύνοντες στις Βρυξέλλες και αλλού – ότι η Αθήνα δεν θα είναι η πραγματικά ηττημένη.
Η πολιτική λογική είναι αμείλικτη. Η Αθήνα, εάν την «πουλήσουν» την τελευταία στιγμή, αυτοί για τους οποίους μάτωσε έτσι ώστε να την «βγάλουν καθαρή» σε αυτή την κρίση που δημιούργησαν οι ίδιοι μέσω των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών τους ιδρυμάτων, δεν μπορεί να κάτσει «με σταυρωμένα χέρια». Η σύγκρουση μπορεί να είναι μεγάλη, όμως μετά από μια δύσκολη αρχή, ο αδύναμος κρίκος στο τέλος της ημέρας δεν θα είναι η Ελλάδα.
Σε πολιτικό επίπεδο το «πρωτόγεννες πλεόνασμα» είναι μεν σημαντικό, αλλά η «γεωπολιτική υπεραξία» είναι ακόμα σημαντικότερη, κατά συνέπεια η σημασία της χώρας που λέγεται Ελλάδα, ή μάλλον του χώρου που καταλαμβάνει, για ακόμα μία φορά θα οδηγήσει σε πολιτικές λύσεις – ευρύτερων ανακατατάξεων – τις οποίες οι λογιστές των Βρυξελλών θα δυσκολευτούν να (παρα)ακολουθήσουν, καθώς ουδέποτε διακρίθηκαν  για την ευρύνοιά τους.
Στην δήλωσή του ο βουλευτή της κυβερνητικής παράταξης αναφέρει, ότι η σκλήρυνση της στάσης της Αθήνας – εάν τα υπεσχημένα δεν υλοποιηθούν (στον σωστό χρόνο) – θα βρει αρωγό τον ελληνικό λαό και θα τύχει ευμενούς αντιμετώπισης από τους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων.
Είναι προφανές ότι εάν κάποιος θα ρωτούσε, για το κατά πόσον είναι εφικτή μία τέτοια πολιτική η απάντηση είναι ότι μία διαπραγμάτευση με πολιτικούς και όχι με λογιστές, θα μπορούσε να επιτύχει τους στόχους της χώρας. Η Αθήνα έχει στην διάθεσή της όλο εκείνο το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το οποίο θα μπορούσε να εκμαιεύσει πολιτικές λύσεις οι οποίες θα έδιναν στον ελληνικό λαό την αναγκαία ανάσα και προοπτική.
Για παράδειγμα ένα «πακέτο» στο οποίο θα αποφασιζόταν:
Πρώτον, ένα γενναίο αλλά αναγκαίο κούρεμα έτσι ώστε το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ να έρθει στο 90 με 100% αντί στο 165 με 170% που είναι σήμερα, θα το μετέτρεπε σε ΒΙΩΣΙΜΟ με αποτέλεσμα το κράτος να μπορεί να τιμήσει τις υποχρεώσεις του.
Υπενθυμίζεται, ότι η Ελλάδα μπήκε στο τρελοκομείο των μνημονίων με ένα χρέος της τάξης του 116% ενώ όπως έχει αποφασιστεί από την συμφωνία «ΕΥΡΟ +» χρέος της τάξεως του 120% ΔΕΝ είναι βιώσιμό. Πολύ απλά, για όλους εκείνους που διαθέτουν ασθενή μνήμη, τα κουρέματα (PSI κ.λπ.) που έλαβαν χώρα, σκοπό είχαν να μετατρέψουν ένα τεράστιο χρέος σε ένα ΒΙΩΣΙΜΟ χρέος – αυτή ήταν και η «σημαία» και η δικαιολογία για ό,τι συνέβαινε, εκ μέρους του τότε υπουργού Οικονομικών, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Να προσθέσουμε ακόμα, ότι και το 120% δεν είναι ένα χρέος το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο, απλά αυτό το όριο είναι «πολιτικό» και τέθηκε το 2011 κατά τη διάρκεια του χάους που ακολούθησε της εκδήλωσης της κρίσης χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα πραγματικά βιώσιμο χρέος δεν μπορεί να ξεπερνάει το όριο που τίθεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ για την συμμετοχή των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρώ το οποίο μιλάει για ένα ποσοστό χρέους της τάξης του 60% του ΑΕΠ κάθε χώρας.
Συνεπώς ένα κούρεμα το οποίο θα μας αφήσει ένα χρέος κοντά στο 80 με 90% είναι κοντά στα όρια της βιωσιμότητας και σίγουρα η χώρα μας θα μπορέσει να το ξεπληρώσει.
Δεύτερον, η μείωση του επιτοκίου δανεισμού είναι θεμιτή αλλά θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας είναι ήδη χαμηλά, άρα το κέρδος που μπορεί να έχουμε δεν θα είναι μεγάλο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις – όπως σε αυτή του ΔΝΤ – δεν υπάρχει δυνατότητα εκ του καταστατικού να υπάρξει κάτι καλύτερο. Άρα, η μείωση του επιτοκίου είναι κάτι το οποίο ακούγεται ως πολιτικά ορθό αλλά στην ουσία δεν πρόκειται να προσδώσει κάτι το ουσιαστικό ενώ η τριβή που θα υπάρξει με τις διάφορες χώρες θα είναι τεράστια.
Τρίτον, κάθε επιμήκυνση ενός μεγάλου χρέους μπορεί φυσικά να αποδώσει εάν γίνει σε βάθος δεκαετιών, με μία όμως επισήμανση: Το ποσό που θα πρέπει να κατανεμηθεί σε αυτό το βάθος χρόνου (30, 40, 50 έτη) θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε η Αθήνα να μπορεί να το ξεπληρώνει, χωρίς κάθε φορά να πιέζει αφόρητα την κοινωνία για την συλλογή των αναγκαίων εσόδων.
Με άλλα λόγια, οι δόσεις δεν θα πρέπει να καταστήσουν την χώρα μας μία αέναη «αποικία χρέους» διότι πολύ απλά η επιμήκυνση το μόνο που θα αποφέρει θα είναι οι δάνειες δυνάμεις (οι οποίες είναι πλέον ΧΩΡΕΣ και κυβερνήσεις) να ελέγξουν το κράτος μας, ενώ ακόμα και για ζητήματα εθνικής άμυνας θα πρέπει να ζητάμε την άδεια των… Βρυξελλών και του Ελσίνκι, καθιστώντας του Φιλανδούς τους Δανούς, τους Ολλανδούς και τον οποιοδήποτε άλλο, επιτηρητή και κηδεμόνα των εθνικών στρατηγικών σχεδιασμών και επιδιώξεων.
Τέταρτον, η συζήτηση για την επιμήκυνση του χρέους θα πρέπει να συνδυαστεί με την επονομαζόμενη «ρήτρα ανάπτυξης» όπως αυτή έχει τεθεί και λειτουργήσει για την περίπτωση τηςΟμοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με την συνθήκη του Λονδίνου. Η Ελλάδα δεν θα ξεπληρώσει τίποτα εάν πρώτα δεν εξασφαλίσει το μεγάλωμα της πίτας έτσι ώστε να είναι σε θέση να θρέψει τα παιδιά της, να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και εργασιακή ασφάλεια και να αναπτύξει την οικονομία της, έτσι ώστε τα ποσά που θα δίνονται να αποτελούν όλο και μικρότερο ποσοστό της ετήσιου ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια, ο συνδυασμός ενός αναγκαίου και μεγάλου κουρέματος, μίας επιμήκυνσης του χρέους σε βάθος τέτοιο ώστε η δόση να μην καθιστά την χώρα έρμαιο των δανειστών της και μίας «ρήτρας ανάπτυξης» με την οποία η αποπληρωμή θα ξεκινάει μόλις γίνει σαφές ότι η χώρα έχει αρχίσει να ανακάμπτει σε ικανοποιητικό επίπεδο, μπορεί να βοηθήσει την χώρα, αλλά και την Ευρώπη, να βγει από έναν κυκεώνα στον οποίο έχει εισέλθει και κινδυνεύει, μην υιοθετώντας πολιτικές για τις κοινωνίες, αλλά στρατηγικές για τους λίγους, να καταστρέψει ό,τι έχει οικοδομηθεί με κόπο και ιδρώτα στην Ευρώπη από το 1950 και εντεύθεν.
Το «casus belli» λοιπόν της Αθήνα είναι σαφέστατα λογικό και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το παραπάνω «πακέτο» μέτρων δεν είναι ανέφικτο, ενώ όπως γίνεται αντιληπτό το ποσοστό του κουρέματος, ο χρόνος της επιμήκυνσης, αλλά και το τι εννοούμε «ανάπτυξη», αποτελούν έναν πολύπλοκο συνδυασμό αριθμών, υπολογισμών και καταστάσεων στον οποίο με διαπραγμάτευση μπορούν ΟΛΕΣ οι πλευρές να κάνουν παραχωρήσεις έτσι ώστε να καταλήξουμε στο κατάλληλο μείγμα το οποίο θα είναι πρώτον,ΒΙΩΣΙΜΟ και δεύτερον, ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΠΟΔΕΚΤΟ από τις κοινωνίες με αποτέλεσμα η κρίση να λήξει το ίδιο απότομα όπως άρχισε.
Φυσικά αυτό εμπεριέχει την προϋπόθεση ότι όλοι οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις προσέρχονταιμε ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ και όχι με την αντιμετώπιση των πραγμάτων από μία «γερμανική», μία «γαλλική» ή μία «ελληνική» πλευρά. Η λύση θα έρθει μόνο όταν ΟΛΟΙ φερθούν πρώτα ως «Ευρωπαίοι» και μετά ως οτιδήποτε άλλο.
Στην περίπτωση δε που οι «εταίροι» μας αποφασίσουν για ακόμα μία φορά να «λειτουργήσουν» ως «Άγγλοι-Γάλλοι-Πορτογάλοι» και μετά ως «Ευρωπαίοι», η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να λειτουργήσει στο ίδιο μήκος κύματος, δηλαδή να προτάξει το «στενό» συμφέρον του κράτους και ύστερα το «συλλογικό», της Ευρώπης. Σε αυτή την περίπτωση η «φαρέτρα» έχειμία σειρά από όπλα τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, αφού αυτά προβλέπονται από το λεγόμενο «κοινοτικό κεκτημένο», αλλά και την ιερή για κάθε κράτος-μέλος της Ένωσης έννοια του «εθνικού συμφέροντος».
Για την ώρα θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε δύο μόνο θέματα με την μορφή προτάσεων και τίποτα παραπάνω:
Πρώτον, η Ελλάδα έχει πάντοτε το δικαίωμα να ακολουθήσει αυτό που στην Ευρώπη ονομάστηκε ως «Πολιτική της Άδειας Καρέκλας» (με την Γαλλία του Σαρλ Ντε Γκώλ να αποτελεί την πρώτη διδάξασα την δεκαετία του 60). Μία πολιτική εμπλουτισμένη από «απουσία» σε θέματα που χρειάζεται ομοφωνία, ή με «veto» και «καθυστερήσεις», δεν βγάζει την χώρα ούτε από την Ευρωζώνη ούτε από την Ένωση, αλλά την κάνει πλέον σεβαστή, όχι ως επαίτη αλλά ως ένα κράτος-μέλος το οποίο έχει τηρήσει τις υποσχέσεις του και αγωνίζεται για την επίλυση των δίκαιων αιτημάτων του με έναν αμοιβαία επωφελή τρόπο.
Ας μην ξεχνάμε ότι η κονίστρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο διαπραγμάτευσης και δημοκρατικού διαλόγου, και για τον λόγο αυτό έκανε τόσο δρόμο από το 1950 έως σήμερα. Σε έναν τέτοιο αγώνα είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να είμαστε μόνοι μας, αφούοι «φεντεραλιστές» δεν είναι η μόνη ισχυρή ομάδα στην Ένωση, ενώ και άλλα κράτη δεν θα μείνουν αδιάφορα στις προσπάθειές μας.
Δεύτερον, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ και όχι με λόγια ή δημόσιες τοποθετήσεις, ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ για ένα ΣΧΕΔΙΟ Β’ στην περίπτωση που δεν βρεθεί μία λύση στο ζήτημα. Δεν είναι δυνατόν να ακούμε από τον καθένα στην Ευρώπη να κομπορρημονεί ότι «δεν τρέχει τίποτα να χρεοκοπήσει η Ελλάδα, έχουμε κάνει το κουμάντο μας» και εμείς να καθόμαστε και να τον κοιτάμε άπρακτοι. Στο συγκεκριμένο σημείο είναι προφανές, ότι μία τέτοια στρατηγική ΔΕΝ ΕΞΑΓΓΕΛΛΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ αλλά υλοποιείται από τις αρχές «για την κακιά την ώρα» (που λένε και οι σοφές γιαγιάδες στα υπέροχα χωριά της ελληνικής υπαίθρου).
Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχίσει με μία σειρά (αντι)μέτρων της Ελλάδας σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό επίπεδο τα οποία θα «έπειθαν» ακόμα και τον όποιον κύριο Ντάισελμπλουμ, ότι η χώρα δεν σκοπεύει να «αστειευθεί», η ουσία όμως δεν είναι αυτή. Η ουσία είναι ότι πραγματικά η ελληνική κυβέρνηση έχει το δίκαιο με το μέρος της, έχει μία σειρά θεμάτων τα οποία μπορεί να διαπραγματευτεί και το κυριότερο έχει στην φαρέτρα της «όπλα» τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν την απειλή περί «αιτίας πολέμου» με τους θερμοκέφαλους των Βρυξελλών και αλλού αξιόπιστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.