Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Βίος καὶ Λόγοι» Ἁγίου Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια μὲ κάνανε καὶ πνευματικό. Σέ μία μεγάλη πανήγυρη, ποὺ ἦταν κόσμος, μὲ πήγανε στὸ δεσποτικὸ καὶ μοῦ διαβάσανε ἐπίσημα εὐχὴ πνευματικοῦ. Ἤμουνα σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ποῦ νὰ’ ξερα! Ἤμουνα καὶ κουτὸς ὁ μαῦρος… Δὲν ἤξερα γράμματα ἀκόμη, δὲν ἤξερα τοὺς κανόνες. Τί νὰ πῶ, πολὺ κουτός… Τί νὰ σοὺ κάνω; Ἔκλινα τὸ κεφάλι μου στὴν ὑπακοή. Τώρα τὸ καταλαβαίνω. Τότε δὲν τὸ καταλάβαινα καὶ τόσο.
Πόσο μ’ ἀγαποῦσαν κι οἱ μοναχοὶ κι ὁ κόσμος ποὺ ἐρχόταν γιὰ ἐξομολόγηση! Ἐκεῖ ἐξομολογοῦσα ἀσταμάτητα νύχτα-μέρα. Δηλαδή ἄρχιζα πρωὶ-πρωί, συνέχιζα ὅλη τὴ μέρα, στὴ συνέχεια ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα καὶ τὴν ἄλλη νύχτα χωρὶς διακοπῆ. Δηλαδή δύο εἰκοσιτετράωρα χωρὶς φαγητό. Εὐτυχώς, ὅμως, μὲ φρόντιζε ὁ Θεὸς καὶ φώτιζε τὴν ἀδελφή μου καὶ μοῦ ἔφερνε λίγο γάλα κι ἔπινα. Ὑπήρχε μία σκάλα μὲ πολλὰ σκαλιὰ πρὸς τὸ ἐξομολογητήριο καὶ τὴν ἀνέβαιναν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὃλη τὴ νύχτα περίμεναν νὰ πάρουν σειρά. Ὂταν ἔφευγαν, ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: «Πῶ πῶ, ἕνας παπὰς καρδιογνώστης!» Τὸ ἔλεγαν ἀρβανίτικα, δηλαδὴ ἕνας «πρίφτης» καρδιογνώστης. Ἔμεινα ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια.
Ὂταν ἐρχόντουσαν, εἶχα τὴ συνήθεια νὰ ρωτάω. Δηλαδή ρωτοῦσα: «Πόσο χρονῶν εἶσαι; Μέ ποιὸν μένεις;» Ἄλλος ἔλεγε: «Μὲ τὴν γυναίκα μου». Ἄλλος ἔλεγε: «Μὲ τοὺς γονεῖς μου». Ἄλλος ἔλεγε: «Μένω μόνος μου». Καί συνέχιζα: «Τί ἔχεις σπουδάσει; Τί ἐργασία κάνεις; Πόσο καιρὸ ἔχεις νὰ ἐξομολογηθεῖς; Πόσο καιρὸ ἔχεις νὰ μεταλάβεις;». Κάτι τέτοια. Καί μετά, ἀνάλογα μὲ τὸ τί θὰ μοῦ εἶχε πεῖ, τοῦ μιλοῦσα λίγο κι ἐπειδὴ ἔξω ἦταν οὐρὰ ποὺ περίμενε τοῦ ἔλεγα:
-Παιδί μου, τί ἐνθυμεῖσαι τώρα; Τί αἰσθάνεσαι νὰ…
βαρύνει τὴν ψυχή σου; Τὴ συνείδησή σου; Τί παραπτώματα ἔχεις κάνει, τί ἁμαρτίες; Κι ἄρχιζε αὐτὸς σιγὰ-σιγὰ νὰ ὁμολογεῖ τὰ λάθη του καὶ κάπως ἐγὼ τὸν βοηθοῦσα, ἐνῶ ἔλεγα πρωτύτερα ὅτι ὄντως πρέπει νὰ τὰ πεῖ, ὅπως τὰ αἰσθάνεται.
Αὐτούς ποὺ ἐρχόντουσαν νὰ ἐξομολογηθοῦν τοὺς «ἐζεματοῦσα» στὴν ἀρχή, τὸν πρῶτο καιρό. Ὂποιος ἐρχόταν νὰ ἐξομολογηθεῖ, εἶχα δίπλα μου τὸ Ἐξομολογητάριον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Ἔλεγε, γιὰ παράδειγμα, μία ἁμαρτία βαριά, κοίταζα ἐκεῖ, στὸ βιβλίο, ἔγραφε «Δεκαοχτὼ χρόνια νὰ μὴ μεταλάβεις». Δέν ἤξερα, δὲν εἶχα πείρα. Τούς ἔβαζα ἀνάλογα τὸν κανόνα. Ὂ,τι ἔγραφε μὲς στὸ βιβλίο ἦταν νόμος. Σιγά-σιγὰ ἐρχόντουσαν καὶ τὸν ἄλλο χρόνο, κι ἐρχόντουσαν ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀπὸ διάφορα χωριά, ἀπὸ μακρινά, ἀπὸ κοντινά. Ὂταν, ὅμως, τοὺς ρωτοῦσα:
-Πόσο καιρὸ ἔχεις νὰ ἐξομολογηθεῖς; Καὶ μοῦ ἔλεγαν:
-Νά, πέρυσι τέτοιο καιρὸ ἐξομολογήθηκα σ’ ἐσένα, τοὺς ρωτοῦσα:
-Τί σού εἶχα πεῖ;
-Ε, μοῦ εἶχες πεῖ νὰ κάνω ἑκατὸ μετάνοιες κάθε βράδυ.
-Τὶς ἔκανες;
-Ὄχι.
-Γιατί;
-Ε, μοῦ εἶπες, «δεκαοχτὼ χρόνια νὰ μεταλάβω». Ἐγώ σκέφτηκα, «κολασμένος καὶ κολασμένος εἶμαι», κι ἔτσι τὰ παράτησα ὅλα.
Καταλάβατε; Μετά ἐρχότανε ἄλλος. Τά ἴδια. Λέω, τί κάνω ἐδῶ πέρα; Τότε σωφρονίστηκα. Ὁ πνευματικὸς ἔχει τὴν ἐξουσία ποὺ δένει καὶ λύνει. Καί θυμᾶμαι ἕναν κανόνα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀπ’ ἔξω. Ἐκεί πάνω βασίστηκα καὶ ἄλλαξα τακτικὴ στὴν ἐξομολόγηση. Λέει ἐκεῖ:
«Ὁ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ἐξουσίαν λαβῶν, οὗτινος οὖν τῶν ἠμαρτηκότων ὁ μεγάλην ὁρῶν συντριβὴν ἐλαττῶσαι τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων. Μή χρόνω κρίναι, ἀλλὰ τρόπω τὰ ἐπιτίμια». (Πρβλ. Κανόνα ΠΔ΄ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸ Ἱεροὶ Κανόνες, ἔκδ. Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, ἐν Ἀθήναις 1949, σ. 384).
Ἔτσι ἄρχισα νὰ παροτρύνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαβάζουν κανόνες ἁγίων, προσευχοῦλες, νὰ κάνουν μετάνοιες, νὰ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφή. Κι ἔτσι ἄρχισαν νὰ δίνουν σημασία στὰ τῆς θρησκείας μας. Μαλάκωσαν οἱ καρδιές τους καὶ μόνοι τους ζητοῦσαν νὰ νηστεύουν, ν’ ἀγωνίζονται κι ἤθελαν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό. Κι ἕνα ἔχω καταλάβει, ὅτι, ὅταν κανεὶς γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀγαπήσει καὶ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅλα μετὰ εἶναι καλὰ καὶ ἅγια καὶ χαρούμενα κι ὅλα εὔκολα.
Ψηφιοποίηση κατάνυξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.