28.10.14

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ


Η μεγάλη εθνική παρακαταθήκη που αξίζει να μελετάτε στο σχολείο, στο σπίτι, στις εορτές!!!!


Μόλις λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό, από πανταχόθεν εκφραζόταν η αποδοκιμασία του κυβερνητικού συστήματος, και που όσο περνούσε ο χρόνος ο πόθος για κάτι νέο γινόταν ολοένα  και εντονότερος.

Τον Νοέμβριο του έτους 1838, ο  γέροντας τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ευρισκόμενος στο Γυμνάσιο και ακούγοντας την διδασκαλία του Γυμνασιάρχη Γεννάδιου που είχε ως θέμα τον Θουκυδίδη, ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ ώστε και αυτός εκδήλωσε αμέσως την επιθυμία να εκφωνήσει λόγο στην νεολαία.  Ο Γεννάδιος ως ένθερμος και ειλικρινής πατριώτης που ήταν εισάκουσε αμέσως την επιθυμία του ήρωα και -πλέον- σεβάσμιου γέροντα Κολοκοτρώνη. Έτσι την παραμονή των Ταξιαρχών συνάθροισε όλους τους μαθητές με σκοπό κατόπιν να κατευθυνθούν όλοι μαζί στη Πνύκα όπου και σχεδίαζε τελικά να εκφωνηθεί ο λόγος. Εν τω μεταξύ το μεγάλο συγκεντρωμένο πλήθος των διδασκάλων και των μαθητών κίνησε την περιέργεια  και άλλων πολλών που συνέρρευσαν και αυτοί στο Γυμνάσιο υπερπληρώνοντας εκτός του καταστήματος και τον περιβάλλοντα χώρο. Μετ΄ ολίγον, ιδού, προσέρχεται και ο Γέρων Κολοκοτρώνης ενδεδυμένος την ερυθρά του φορεσιά, ενώ το πλήθος διαχωρίζεται αυτόματα κάνοντας δρόμο για να περάσει.

Αφού πλέον είχε γίνει το αδιαχώρητο, ο Γεννάδιος απευθυνόμενος στο πλήθος, είπε:. «Ακολουθείτε, δείξομεν υμίν περίεργόν τι», και πράγματι εξήλθαν άπαντες του γυμνασίου και διερχόμενοι από τον ναό του Αιόλου, έφτασαν στη Πνύκα. Εκεί μετ΄όλιγον, ανεβαίνοντας ο Γέρων Κολοκοτρώνης στο βήμα άρχισε να εξιστορεί, τα της δουλείας χρόνια, αλλά και τα της επανάστασης κατορθώματα, και κατέληξε, λέγοντας..


Ο ΛΟΓΟΣ

«Παιδιά μου ! Εις τον τόπο τούτο όπου εγώ πατώ σήμερα επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.  Εγώ επιθυμούσα να σάς ιδώ παιδιά μου εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας και έρχομαι να σάς ειπώ όσα εις τον καιρό τού αγώνος μας και προ αυτού και ύστερα απ αυτόν ό ίδιος επαρατήρησα και απ αυτά να κάμομε συμπερασμούς και διά την μέλλουσαν ευτυχίαν σας μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τούς παλαιούς Έλληνας οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός Σάς λέγω μόνον πώς ήτον σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των. Θα σάς ειπώ μόνον ολίγα όσον ηξεύρω...  

Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες από τούς οποίους και ημείς καταγόμεθα καΙ ελάβαμε το όνομα τούτο. Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και έτρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τούς υπόταξαν Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ότι ημπορούσαν διά να αλλάξει ό λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους άλλ έστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ό άλλος το Σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ό Σουλτάνος, διόρισε έναν Βιτσερέ (αντιβασιλέα) έναν Πατριάρχη, και τού έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ότι τούς έλεγε ό Σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες προεστοί εις όλα τα μέρη, η τρίτη τάξις οι έμποροι, και οι προκομμένοι, το καλλίτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό έφευγαν και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την Ελλάδα την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός όστις στερημένος από τα μέσα τής προκοπής εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση και αύτη αύξανε κάθε ημέρα χειρότερα διότι αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση τον ελάμβανε ο κλήρος όστις έχαιρε προνόμια ή εσύρετο από τον έμπορο τής Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός τού προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν τού Τούρκου και βλέποντες τες δόξες και τες ηδονές όπου ανελάμβαναν αυτοί, άφιναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.

Εις αύτην την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη διότι ευθύς όπου κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανεν τα κοινά γράμματα εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ό Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μάς ήλθεν εις το νου να τούς μιμηθούμε και να γίνομε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινεν και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πώς δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μάς είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως, είχαμε μεγάλη ομόνοια, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ό αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον, και εάν αύτη η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, όπου άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιάν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταζεν. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις τού κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάνομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας τού έθνους, ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλε τον Γιάννη. Και μ΄ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε, ούτε να συνδράμει, ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό, και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξη μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έρριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ό ένας ήθελε τούτο και ό άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά τη γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται, ούτε τελειώνει. Ό ένας λέγει, ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρυνό, και ό άλλος εις τον βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει καθώς λέγει ό καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, όπου να προστάζει πώς θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ΄ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχονοίας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα...

Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τούς καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας, και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρείς χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο τής ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντότερων, και κατά την παροιμία, «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε».

Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλά της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό, ευρίσκεται και το δικό σας.

Εγώ,  παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ό ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια.

Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας, επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ΄ ολίγον περάσει.  Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, όπου ημείς ελευθερώσαμε. Και διά να γίνει τούτο πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια.. και την φρόνιμον ελευθερία..».

Επιμέλεια προλόγου: Αντώνης Περδικάρης 

1 σχόλιο:

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.