25.3.17

Σπλάχνο μου


Παναγία ἡ Καρδιώτισσα, Ἀγγέλου Ἀκοτάντου, Χάνδακας, 1440, Κρητικὴ σχολὴ Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο


Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
φιλολόγου-θεολόγου
Μελετῶντας τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στάθηκα στὸ χωρίο 1, 8 «μάρτυς γὰρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ»· μάρτυς μου ὁ Θεός – γράφει ὁ Παῦλος στοὺς Φιλιππησίους πόσο πολὺ σᾶς ποθῶ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πρωτοκορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, μάστορας τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ἐπιλέγει τὴ λέξη «σπλάγχνα» γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης του. Ὡς στοργικὸς πατέρας, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων, τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῆς Εὐρώπης, διακατέχεται ἀπὸ βαθύτατα αἰσθήματα στοργῆς, τρυφερότητας καὶ ἀγάπης (1) γιὰ τὰ παιδιά του, τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων. Τὸ «σπλάγχνον» στὴν ἀρχαιότητα δήλωνε διάφορα ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τοὺς πνεύμονες, τοὺς νεφροὺς καὶ τὸ ἧπαρ. Ὁ πυρῆνας τῆς ζωῆς βρίσκεται στὰ σπλάχνα· ὅταν τὸ σπλάχνο εἶναι ψυχρὸ δὲν ὐπάρχει ζωή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι νεκρός. Εὔστοχα λοιπὸν ὁ θεῖος Παῦλος δηλώνει τὸ ἐνδότερο ἑαυτὸ μὲ μιὰ λέξη μὲ ἀνατομικὴ σημασία. Μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ζεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει τὸ ἐσώτερο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του «σπλάγχνα Χριστοῦ». Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του, προτρέπει τὸν Φιλήμονα νὰ δεχθῇ τὸν Ὀνήσιμο ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιά του, ὁ ἑαυτός του, τὰ ἴδια του τὰ σπλάχνα «σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ’ ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα προσλαβοῦ (2)». Ἀπὸ τὴ χρήση κυρίως αὐτὴ τὸ σπλάχνο ἀπέκτησε τὴ σημασία «συμπόνια, ἔλεος, οἶκτος». Ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαχνος, ἡ εἰκόνα του, ὁ ἄνθρωπος, ὀφείλει νὰ γίνῃ (3), καὶ ἡ Μήτηρ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἱκετεύεται ἀπὸ τὸν πιστὸ νὰ τὸν σπλαχνισθῇ φιλανθρώπως προκειμένου νὰ παρακαλέσῃ τὸν Υἱό Της νὰ ἀνοίξῃ τὰ φιλάνθρωπα σπλάχνα τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος (4). Ἐξ οὗ καὶ οἱ φράσεις «σπλάχνο μου», «καίγονται τὰ σπλάχνα μου». Στὴν ἀντίπερα ὄχθη βρίσκεται ὁ ἄσπλαχνος, ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη, δὲν νιώθει οἶκτο γιὰ τὸν ἄλλον, ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ καὶ συνεπῶς χωρὶς εὐσπλαχνία «τὰ δὲ σπλάχνα τῶν ἀσεβῶν ἀνελεήμονα (5)». Ψάχνοντας στὴν Ἁγία Γραφὴ διαπίστωσα ὅτι πολλὲς λέξεις ποὺ δηλώνουν μέρη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνατομική τους σημασία, δηλώνουν καὶ ψυχικὲς καταστάσεις. Μέσῳ λειτουργικῶν κειμένων, ποὺ βρίθουν ἀπὸ τέτοιες μεταφορικὲς χρήσεις τῶν «ἀνατομικῶν» αὐτῶν λέξεων, οἱ λέξεις αὐτὲς ἔφτασαν στὸ στόμα μας, ἔγιναν κτῆμα μας, σμιλεύτηκαν ἀπὸ τὴν πένα τῶν μεγάλων μας ποιητῶν. Γιατί ὅμως οἱ βιβλικοὶ συγγραφεῖς ἐπέλεξαν νὰ μετασημασιολογήσουν λέξεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα προκειμένου νὰ δηλώσουν ψυχικὲς καταστάσεις; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὴν ἴδια τὴ Βίβλο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικὸ ὄν, τὸ «συναμφότερον (6)» ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος συντεθειμένος· ψυχὴ καὶ σῶμα συνυπάρχουν καὶ συνεργάζονται. Tὸ σῶμα ἀκολουθεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα. Στὴ γλῶσσα μας ἐναργέστατα ἀποτυπώνεται αὐτὴ ἡ ἄρρηκτη σχέση ψυχῆς καὶ σώματος στὸ ρῆμα συγκινῶ. Συγκινῶ, σύν + κινῶ, κινῶ μαζὶ μὲ κάτι ἄλλο· δηλώνεται ἡ ταυτόχρονη κίνηση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. Ἡ πρόκληση ἔντονης συναισθηματικῆς φόρτισης δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀνάλογες ἐκδηλώσεις τοῦ σώματος (δάκρυα, θερμότητα); Ἡ σημερινὴ σημασία τοῦ συγκινῶ ἀπαντᾶ στὴν Καινὴ Διαθήκη (7). Τὸ κυριότερο ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καρδιά, παλλόμενη 24 ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο ἐπιτελεῖ τὸ ἔργο τῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος. Ἂν σταματήσῃ νὰ πάλλεται ἔστω γιὰ τέσσερα μόνο λεπτὰ ἐπέρχεται ὁ βιολογικὸς θάνατος.
Ταυτόχρονα εἶναι ὁ μετρητὴς τῆς ψυχικῆς μας κατάστασης· ἀγαπᾶμε βαθιὰ μὲ τὸ στῆθος, ἀνεβάζουμε παλμοὺς ὅταν φοβόμαστε. Ἠ ζωὴ εἶναι θερμὴ μέσα στὸ σῶμα! Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ μέρος ὅπου βρίσκονται ψυχή, νοῦς καὶ λογισμοί. Εἶναι ἡ καρδιὰ τὸ ἡγεμονικὸ ὄργανο, ὁ τόπος μέσα στὸν ὁποῖο ἑδράζεται ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι (8)». Ὁ καρδιογνώστης (9) Θεός, ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας (10) ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον (11). Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος· ὁ γενναιόδωρος ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιά, ὁ καλόψυχος χρυσή, ὁ πονόψυχος πονετική, ὁ ἄδολος καθαρή, ὁ καλοσυνᾶτος μάλαμα, ὁ ἀπρόθυμος μισή, ὁ σκληρὸς μαύρη, ἀπὸ πέτρα. Τοῦ τρομαγμένου ἡ καρδιὰ πάει στὴν Κούλουρη. Ἡ παροιμιώδης φράση «Πῆγε ἡ καρδιά μου στὴν Κούλουρη» ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Περσικῶν Πολέμων. Ὅταν οἱ Πέρσες πλησίαζαν τὰ σύνορα τῶν Ἀθηνῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἔστελναν τὰ γυναικόπαιδα στὴ γειτονικὴ Σαλαμῖνα, παγκοσμίως γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἔνδοξη ναυμαχία τοῦ 480 π.Χ., καὶ συγκεκριμένα στὴν Κούλουρη, περιοχὴ κοντὰ στὰ σημερινὰ Ἀμπελάκια. Ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι κινδύνευαν, ἡ καρδιά τους πήγαινε στὴν Κούλουρη, ὅπου βρίσκονταν τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα.
Στὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνονται μεταξὺ ἄλλων οἱ νεφροὶ καὶ τὸ ἧπαρ. Ὁ Θεὸς κατὰ τον Ἱερεμία (17,10) εἶναι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφρούς», ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται στὰ μύχια τῶν καρδιῶν μας. Ὅταν κουραζόμαστε ὑπερβολικά, σωματικὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ ψυχικὰ μᾶς πέφτουν τὰ νεφρά, ὅταν φοβόμαστε πολύ, μᾶς κόβονται τὰ ἥπατα, ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν σφόδρα, μᾶς πρήζεται τὸ συκώτι. Ἡ λέξη συκώτι, ποὺ σήμερα  ποὺ ἔχει ἀντικαταστήσει στὸν καθημερινὸ λόγο τὸ ἧπαρ, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο συκωτός. Συκωτὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τραφῇ μὲ σῦκα. Συκωτὸν ἧπαρ ἦταν τὸ ἧπαρ ζώου θρεμμένου μὲ σῦκα, δηλαδὴ ὑγιὲς ἧπαρ, διότι τὰ σῦκα θεωροῦνται ἰδιαιτέρως θρεπτικὰ γιὰ τὸ συκώτι. Ἀπὸ τὴ συνεκφορὰ συκωτὸν ἧπαρ κληρονομήσαμε τὸ συκώτι. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκει καὶ τὸ ρῆμα στενάζω ποὺ ἀποτελεῖ ἐκφραστικὸ τύπο τοῦ ρήματος στένω. Ἡ λέξη συνδέεται ἐτυμολογικὰ μὲ τὸν Στέντορα, τὸν ὁμηρικὸ ἥρωα ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴ φωνή του, ποὺ ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὶς φωνὲς 50 ἀνδρῶν. Ὁ θάνατός του ὀφείλεται σὲ ἕνα διαγωνισμὸ φωνῆς μὲ τὸν Ἑρμῆ. Ἡττήθηκε καὶ πέθανε. Ἔκτοτε ἡ ἔκφραση στεντόρειος φωνὴ ἔγινε συνώνυμη τῆς βροντερῆς φωνῆς.
Στενάζω λοιπὸν σημαίνει βγάζω βαθειὰ καὶ ἠχηρὴ ἐκπνοὴ καὶ συνεκδοχικὰ θρηνῶ: οἱ Ἕλληνες στέναζαν ἐπὶ τετρακόσια χρόνια ὑπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ τώρα στενάζουν κάτω ἀπὸ τὴ γερμανικὴ μπότα. Ψυχοσωματικὲς λέξεις εἶναι καὶ ἄχολος (χωρὶς χολή, πρᾶος), χολώνομαι, συνοφρυώνομαι, ἀνατριχιάζω, θωπεύω καὶ ἄλλες πολλές. Ἐπιφυλασσόμαι.
1. Köster, Theologisches Wörterbuch zum N.T, 7,556.
2. Πρὸς Φιλήμονα, 12.
3. «Γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ὑμῖν», Πρὸς Ἐφεσίους 4, 32.
4. «Ἀλλ’ ὡς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ Μήτηρ, φιλανθρώπως σπλαγχνίσθητι ἐπ’ ἐμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἀσώτῳ καὶ δέξαι μου τὴν ἐκ ῥυπαρῶν χειλέων προσφερομένην Σοι δέησιν. Καὶ τὸν Σὸν Υἱόν, καὶ ἡμῶν Δεσπότην καὶ Κύριον, τῇ μητρικῇ Σου παρρησίᾳ χρωμένη δυσώπησον, ἵνα ἀνοίξῃ κἀμοὶ τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα τῆς Αὐτοῦ ἀγαθότητος» (Εὐχὴ εἰς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκον, ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο).
5. Παροιμίαι 12,10.
6. Προσωποποιΐαι, PG 150,1361BC.
7. «Συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον», Πράξεις 6,12.
8. Κατὰ Ματθαῖον 15,19.
9. Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 15,8.
10. Ἀποκάλυψις Ἰωάννου 2,23.
11. Α΄Πέτρου 3,4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.