20.5.17

Ευαγγελική Περικοπή Κυριακής του Τυφλού


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 - 38


1 Κα παργων εδεν νθρωπον τυφλν κ γενετς· 2 κα ρτησαν ατν ο μαθητα ατο λγοντες· Ραββ, τς μαρτεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεννηθ; 3πεκρθη ησος· Οτε οτος μαρτεν οτε ο γονες ατο, λλνα φανερωθ τ ργα το Θεο ν ατ. 4 μ δε ργζεσθαι τ ργα το πμψαντς με ως μρα στν· ρχεται νξ τε οδες δναται ργζεσθαι. 5 ταν ν τ κσμ , φς εμι το κσμου.6 τατα επν πτυσεν χαμα κα ποησε πηλν κ το πτσματος, κα πχρισε τν πηλν π τος φθαλμος το τυφλο 7 κα επεν ατ· παγε νψαι ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ, ρμηνεεται πεσταλμνος. πλθεν ον κα νψατο, κα λθε βλπων. 8 Ο ον γετονες κα ο θεωροντες ατν τ πρτερον τι τυφλς ν, λεγον· Οχ οτς στιν καθμενος κα προσαιτν; 9 λλοι λεγον τι οτς στιν· λλοι δ τι μοιος ατ στιν. κενος λεγεν τι γ εμι. 10 λεγον ον ατ· Πς νεχθησν σου ο φθαλμο; 11 πεκρθη κενος κα επεν· νθρωπος λεγμενος ησος πηλν ποησε κα πχρισ μου τος φθαλμος κα επ μοι· παγε ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ κα νψαι· πελθν δ κα νιψμενος νβλεψα. 12 επον ον ατ· Πο στιν κενος; λγει· Οκ οδα. 13 γουσιν ατν πρς τος Φαρισαους, τν ποτε τυφλν. 14 ν δ σββατον τε τν πηλν ποησεν ησος κα νέῳξεν ατο τος φθαλμος. 15 πλιν ον ρτων ατν κα ο Φαρισαοι πς νβλεψεν. δ επεν ατος· Πηλν πθηκ μου π τος φθαλμος, κα νιψμην, κα βλπω. 16 λεγον ον κ τν Φαρισαων τινς· Οτος νθρωπος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σββατον ο τηρε. λλοι λεγον· Πς δναται νθρωπος μαρτωλς τοιατα σημεα ποιεν; κα σχσμα ν ν ατος. 17 λγουσι τ τυφλ πλιν· Σ τ λγεις περ ατο, τι νοιξ σου τος φθαλμος; δ επεν τι προφτης στν. 18 οκ πστευον ον ο ουδαοι περ ατο τι τυφλς ν κα νβλεψεν, ως του φνησαν τος γονες ατο το ναβλψαντος 19 κα ρτησαν ατος λγοντες· Οτς στιν υἱὸς μν, ν μες λγετε τι τυφλς γεννθη; πς ον ρτι βλπει; 20 πεκρθησαν δ ατος ο γονες ατο κα επον· Οδαμεν τι οτς στιν υἱὸς μν κα τι τυφλς γεννθη· 21 πς δ νν βλπει οκ οδαμεν, τς νοιξεν ατο τος φθαλμος μες οκ οδαμεν· ατς λικαν χει, ατν ρωτσατε, ατς περ αυτο λαλσει. 22 τατα επον ο γονες ατο, τι φοβοντο τος ουδαους· δη γρ συνετθειντο ο ουδαοι να, ἐάν τις μολογσ Χριστν, ποσυνγωγος γνηται. 23 δι τοτο ο γονες ατο επον τι λικαν χει, ατν ρωτσατε. 24 φνησαν ον κ δευτρου τν νθρωπον ς ν τυφλς, κα επον ατ· Δς δξαν τ Θε· μες οδαμεν τι νθρωπος οτος μαρτωλς στιν. 25 πεκρθη ον κενος κα επεν· Ε μαρτωλς στιν οκ οδα· ν οδα, τι τυφλς ν ρτι βλπω. 26 επον δ ατ πλιν· Τ ποησ σοι; πς νοιξ σου τος φθαλμος; 27 πεκρθη ατος· Επον μν δη, κα οκ κοσατε· τ πλιν θλετε κοειν; μ κα μες θλετε ατο μαθητα γενσθαι; 28 λοιδρησαν ατν κα επον· Σ ε μαθητς κενου· μες δ το Μωϋσως σμν μαθητα. 29 μες οδαμεν τι Μωϋσε λελληκεν Θες· τοτον δ οκ οδαμεν πθεν στν. 30 πεκρθη νθρωπος κα επεν ατος· ν γρ τοτ θαυμαστν στιν, τι μες οκ οδατε πθεν στ, κα νέῳξ μου τος φθαλμος. 31 οδαμεν δ τι μαρτωλν Θες οκ κοει, λλἐάν τις θεοσεβς κα τ θλημα ατο ποι, τοτου κοει. 32 κ το αἰῶνος οκ κοσθη τι νοιξ τις φθαλμος τυφλο γεγεννημνου· 33 ε μ ν οτος παρ Θεο, οκ δνατο ποιεν οδν. 34 πεκρθησαν κα επον ατ· ν μαρταις σ γεννθης λος, κα σ διδσκεις μς; κα ξβαλον ατν ξω. 35 κουσεν ησος τι ξβαλον ατν ξω, κα ερν ατν επεν ατ· Σ πιστεεις ες τν υἱὸν το Θεο; 36 πεκρθη κενος κα επε· Κα τς στι, Κριε, να πιστεσω ες ατν; 37 επε δ ατ ησος· Κα ἑώρακας ατν κα λαλν μετ σο κενς στιν. 38 δ φη· Πιστεω, Κριε· κα προσεκνησεν ατ. 


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα 

1 Και καθώς επερνούσεν ο Κυριος κάποιον δρόμον της πόλεως, είδε ένα τυφλόν εκ γενετής. 2 Και τον ηρώτησαν οι μαθηταί του, λέγοντες· “Διδάσκαλε, ποιός ημάρτησε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεννηθή τυφλός; (Το πρώτο είναι αδύνατον, το δεύτερον είναι άδικον. Τοτε διατί εγεννήθη τυφλός;)” 3 Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν, με την θαυματουργικήν θεραπείαν, τα έργα του Θεού. 4 Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέρα. Ερχεται η νύκτα δηλαδή η εκδημία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποίαν κανείς πλέον από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να πραγματοποιή έργα. 5 Εγώ, εφ' όσον ευρίσκομαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδασκαλίαν μου, με τα θαύματά μου, με την ζωήν μου”. 6 Αφού δε είπε αυτά έπτυσε κάτω, έκαμε πηλόν και έβαλε τον πηλόν στους οφθαλμούς του τυφλού 7 και του είπε· “πήγαινε και νίψου εις την δεξαμενήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνομα μεταφράζεται εις την ελληνικήν απεσταλμένος. Επήγε τότε εκείνος και ενίφθη και ήλθε στο σπίτι του βλέπων. 8 Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήτο τυφλός, έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που εκάθητο και εζητούσε ελεημοσύνην;” 9 Αλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκείνος όμως έλεγεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”. 10 Τοτε τον ερωτούσαν εκείνοι “πως ανοίχθησαν και εθεραπεύθηκαν τα μάτια σου;” 11Απεκρίθη εκείνος και είπεν· “ένας άνθρωπος, λεγόμενος Ιησούς, έκαμε πηλόν, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε· Πηγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Επήγα, ενίφθηκα και απέκτησα το φως μου”. 12 Του είπαν· “που είναι εκείνος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”. 13 Οδηγούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρισαίους. 14Ητο δε Σαββατον, όταν ο Ιησούς έκαμε τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. 15Οι Φαρισαίοι τον ηρώτησαν και αυτοί πάλιν, πως απέκτησεν το φως του. Εκείνος δε τους είπεν· “ένας άνθρωπος έβαλε πηλόν επάνω εις τα μάτια μου και εγώ ενίφθηκα και τώρα βλέπω”. 16 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους· “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργίαν του Σαββάτου”. Αλλοι έλεγαν· “πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνη τέτοια καταπληκτικά θαύματα;” Διχογνωμία και διαίρεσις έγινε μεταξύ των. 17 Λεγουν πάλιν στον τυφλόν· “συ τι λέγεις δια τον άνθρωπον αυτόν; Ζητούμεν την γνώμην σου, διότι τους ιδικούς σου οφθαλμούς άνοιξε”. Εκείνος απήντησεν· “λέγω, ότι είναι προφήτης”. 18 Δεν επίστευσαν οι Ιουδαίοι δι' αυτόν ότι ήτο τυφλός και εθεραπεύθη, έως ότου εκάλεσαν τους γονείς του 19 και τους ηρώτησαν, λέγοντες· “αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; Πως λοιπόν τώρα βλέπει;” 20 Απήντησαν δε οι γονείς αυτού και τους είπαν· “ξέρομεν καλά ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι εγεννήθη τυφλός. 21 Πως όμως τώρα βλέπει δεν ξέρομεν, η ποιός του άνοιξε τα μάτια ημείς δεν γνωρίζομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον, και αυτός δια τον ευατόν του θα σας ομιλήση”. (Δεν υπερασπίζονται οι γονείς τον Χριστόν, τον οποίον άλωστε και δεν είχαν ιδεί, αλλ' ούτε και τον κατηγορούν. Αφίνουν τον υιόν των, καθό ενήλικον και αρκετά ικανόν να υπερασπισθή τον ευεργέτην του). 22 Ωμίλησαν δε έτσι οι γονείς του, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· επειδή από καιρόν είχαν συμφωνήσει και αποφασίσει οι άρχοντες των Εβραίων να διωχθή και να μη γίνη δεκτός εις την συναγωγήν, όποιος θα ωμολογούσε ότι αυτός που κάνει τα θαύματα είναι ο Χριστός. 23Δια τούτο και οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο υιός μας ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον”.24 Εκάλεσαν τότε δευτέραν φοράν τον άνθρωπον, που ήτο τυφλός και του είπαν· “δόξασε τον Θεόν, ο οποίος σε εθεράπευσε, αλλά φυλάξου από τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον προηγουμένως ωνόμασες προφήτην. Ημείς που μελετώμεν το θέλημα του Θεού, γνωρίζομεν καλά και διαβεβαιώνομεν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός”.25 Απήντησε τότε εκείνος και τους είπε· “εάν είναι αμαρτωλός, δεν ηξεύρω, ένα μόνον ηξεύρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω”. 26 Είπαν δε πάλιν εις αυτόν· “τι σου έκαμε; Πως σου εθεράπευσε τα μάτια;” 27 Απήντησεν εις αυτούς· “προ ολίγου σας είπα και δεν το επροσέξατε· διατί θέλετε πάλιν να ακούσετε τα ίδια; Μηπως και σεις θέλετε να γίνετε μαθηταί του;” 28 Τον ύβρισαν τότε και με περιφρόνησιν του είπαν· “συ είσαι μαθητής εκείνου. Ημείς όμως είμεθα μαθηταί του Μωϋσέως. 29 Ημείς οι μορφωμένοι και άρχοντες του λαού, ξέρομεν ότι στον Μωϋσέα ωμίλησεν ο Θεός. Αυτός δε μας είναι άγνωστος και δεν γνωρίζομεν από που είνα και από που έρχεται”.30 Απήντησεν ο άνθρωπος και τους είπεν· “εδώ είναι το παράδοξον· ότι σεις δεν ξέρετε από που είναι, εάν είναι από τον Θεόν η όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω.31 Ξερομε δε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημα του Θεού πράττη αυτόν ο Θεός ακούει. 32 Από τότε δε που υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει ακουσθή ποτέ ότι εθεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής. 33 Εάν αυτός δεν ήτο σταλμένος από τον Θεόν, δεν θα ημπορούσε να κάνη ούτε το παραμικρόν θαύμα”. 34 Γεμάτοι αγανάκτησιν εκείνοι του απήντησαν· “εκ γενετής συ είσαι ζυμωμένος ολόκληρος με τας αμαρτίας και συ τολμάς να διδάσκης ημάς;” Και τον έβγαλαν έξω από τον τόπον της συνεδριάσεώς των. 35 Ηκουσεν ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε, του είπε· “συ παρ' όλα όσα λέγουν οι άρχοντες των Εβραίων, πιστεύεις στον Υιόν του Θεού;” 36 Απήντησεν εκείνος και είπεν· “και ποιός είναι, Κυριε, δια πιστεύσω εις αυτόν;” 37 Του είπε δε ο Ιησούς· “και τον είδες και αυτός που ομιλεί μαζή σου εκείνος είναι”. 38 Αυτός δε, φωτισθείς από χάριν Θεού, είπε· “πιστεύω με όλην μου την ψυχήν, Κυριε”· και επροσκύνησε αυτόν ως απεσταλμένος πράγματι από τον Θεόν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.