13.5.17

Όσιοι Μετεωρίτες Πατέρες – Ιστορική αναδρομή στο Μετεωρίτικο Μοναχισμό




Ο Μοναχικός βίος, ώς θεσμός της Έκκλησίας καί θεοσύστατος πολιτεία, άποτελεΐ ιδεώδη τοΰ Χριστιανισμού μορφή. Κύρια χαρακτηριστικά του όρδόδοξου μοναχικού βίου είναι:
1. Ή τελεία των ύλικών καί έγκοσμίων άπολαύσεων άπάρνηση, με την ελπίδα των άΰλων καί ύπερκοσμίων άγαδών, κατά τό λόγο τού Κυρίου: Ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε πώλησόν σου τα ύπάρχοντα και δός πτωχοΐς «έξεις θησαυρόν εν ούρανφ, και δεύρο άκολούδει μοι».
2. Ή άσκηση τής παρθενίας καί τής αγνείας ώς καθαρής προσφοράς στό Χριστό.
3. Ή άπάρνηση τού ίδιου θελήματος καί τοΰ ίδιου φρονήματος με τήν ασκηση τής ύπακοής, ώστε ό άσκούμενος, με τή χάρη τού Αγίου Πνεύματος, να φτάσει στήν έλευθερία των τέκνων τού Θεού καί στόν άγιασμό.
4. Ή άπομάκρυνση σε ήσυχαστικό τόπο μονασμοϋ (άσκητήρια, ήσυχαστήρια, ιερές μονές) μέ σκοπό τήν άδιάλειπτη έπαφή τής ψυχής μέ τόν Ύψιστο Θεό.
Ό εύκλεέστερος καρπός τού μοναχισμού είναι οί πλεΐστοι άγιοι τής Εκκλησίας μας, οί οποίοι είναι τά θεωμένα μέλη αύτής καί ή διάσωση καί διαφύλαξη των ιερών Δογμάτων, χάρη των οποίων πάμπολλοι μοναχοί άναδείχθηκαν σοφότατοι δεολόγοι καί ομολογητές.
Ό μοναχικός βίος ξεκίνησε άπό την Αίγυπτο, όπου άναπτύχθηκαν σπουδαία μοναστικά κέντρα μέ χιλιάδες μοναχούς (Θηβαΐς, Νιτρία κ.λπ.). Έπεκτάθηκε κατόπιν στό Σινα, στην Παλαιστίνη καί στη Συρία. Άπό την Καππαδοκία καί τη Μικρά Ασία ό μοναχικός βίος μεταδόδηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε ιδιαίτερη τιμή καί αίγλη.
Άπό τόν δ’ αιώνα έχουμε οργανωμένο μοναχισμό στό ΆγιονΌρος, δεδο¬μένου ότι άγιορείτες μοναχοί έλαβαν μέρος στη Σύνοδο πού συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη τό 843 η αύτοκράτειρα Θεοδώρα.
Άπό τόν ια’ αιώνα ύπάρχει μνεία κάποιων μοναχών στη Σκήτη Σταγών, ένώ άπό τόν ιδ’ αιώνα άρχισε ή δημιουργία άξιόλογων μονών τοΰ μοναστι¬κού κέντρου τών Αγίων Μετεώρων, τό όποιο άνεδείχθη τό δεύτερο μετά τό Άγιον’Όρος μοναστικό κέντρο τής Ελλάδος καί κατά τη διάρκεια τής Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία (1393-1881) στήριξε τό ύπόδουλο γένος, διέ-σωσε τήν πίστη καί τή γλώσσα καί συντήρησε «Ιδίαις δαπάναις» σχολεία τών Ελληνικών γραμμάτων.
Πότε άκριβώς χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι μοναστικού άναχωρητισμοΰ οί δυσπρόσιτοι βράχοι τών Μετεώρων δέν μπορούμε μέ βεβαιότητα νά γνωρίζουμε. Τά πρώτα ’ίχνη τους χάνονται μέσα στήν άχλύ τής ιστορίας καί τού χρόνου, τών θρύλων καί τών παραδόσεων. Ή αφετηρία τής ασκη¬τικής πολιτείας τών Σταγών μπορεί νά άναχθει στόν ια’ αιώνα. Άπό τόν ια’ αιώνα μπορούμε νά ύποστηρίξουμε δτι στούς βράχους καί τά σπήλαια των Σταγών κατέφευγαν άσκητές, στυλίτες στην ουσία,7 καί ζοϋσαν σέ μικρά κελλιά, τίς «κέλλες», καί είχαν ύποτυπώδη παρεκ¬κλήσια, «τά προσευχάδια», γιά τήν καθημερινή τους προσευχή. Αύτοί οί άσκητές-άναχωρητές συνέστησαν στό δεύτερο μισό τοϋ 6′ αιώνα ναό, στόν όποιο συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή, γιά νά τελέσουν άπό κοινού την καθιερωμένη λατρεία στό Θεό καί ό όποιος άποτελοϋσε τό «Κυριά¬κό» η «πρωτάτο» τοϋ μοναστικού συγκροτήματος.
Σύμφωνα με τό «Σύγγραμμα ιστορικόν» ό ναός αύτός, πού άποτέλεσε τό «Κυριάκό» τής Σκήτης, ύπήρχε κάτω από τό Στύλο τής Δούπιανης καί ήταν ό ναός τής ύπεραγίας Θεοτόκου, τής έπονομαζομένης Δουπιάνου: «Ό δε ναός της ύπεραγίας Θεοτόκου της επονομασμένης Δουπιάνου εις κεφαλήν της Σκήτεως προετετίμητο ώς πρωτάτον, ανέχων και τα περί αύτην μονύδρια, α μεν εις καταφυγήν, ά δε εις συνασπισμόν, έπει αύτη εις την γην και προς ταις ρίζαις των Μετεώρων λίδων άνάκειται»}Ίο εκκλησάκι τής Παναγίας τής Δούπιανης, πού διασώζεται μέχρι σή¬μερα βρίσκεται κάτω άπό τό βράχο τής Δούπιανης, στά άριστερά τοϋ δρόμου πού οδηγεί στον Άγιο Νικόλαο τόν Άναπαυσά, βορειοδυτικά τοϋ Καστρακίου.
Έτσι μπορούμε νά ποϋμε δτι ή Σκήτη τής Δούπιανης ύπήρξε ή πρώιμη μορφή τοϋ μοναχισμοϋ στά Μετέωρα, τό πρώτο οργανωμένο μοναστικό κυτταρο τής μετεωρίτικης Θηβαΐδας πού άναπτύχθηκε άργότερα. Αναζη¬τώντας δέ τίς ρίζες τής οργανωμένης μοναχικής ζωής στά Άγια Μετέωρα, διαπιστώνουμε πώς ό μετεωρίτικος μοναχισμός είχε την ’ίδια εξέλιξη μέ τά άλλα παρόμοια μοναστικά κέντρα, δηλαδή πέρασε καί άπό τά τρία στάδια τοϋ άσκητικοϋ, τοϋ κοινοτικού καί τοϋ κοινοβιακοϋ βίου.
Σέ παλαιά αύτοκρατορικά χρυσόβουλλα, σιγίλλια καί άλλα επίσημα πρακτικά άπογραφής τοϋ ια’ καί ιβ’ αιώνα, σχετικά μέ τά δίκαια τής επισκοπής Σταγών, πού δέ σώζονται σήμερα, αλλά μνημονεύονται σέ με¬ταγενέστερα έγγραφα (ιβ’ καί ιδ’ αί.), άναφέρονται καί τά «μοναστήρια» τής επισκοπής Σταγών. Πιθανότατα, έδώ πρόκειται γιά μικρές μονές ή μάλλον άσκητήρια στή γύρω άπό τούς μετεωρίτικους βράχους περιοχή, πού ύπήρχαν ήδη συγκροτημένα τόν ια’ καί ιβ’ α’ιώνα.
Τά παλαιά αυτά έγγραφα μνημονεύονται στό γνωστό χρυσόβουλλο τοϋ αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ’ Παλαιολόγου ύπέρ τής επισκοπής Σταγών, το όποιο συντάχτηκε τό Μάρτιο τοϋ έτους 1336 καί κατοχυρώνει τά δίκαια τής επισκοπής αυτής. Συνεπώς τεκμηριώνεται καί ιστορικά ή ύπαρξη καί ή συγκρότηση τής Σκήτης των Σταγών κατά τό ιβ’αιώνα, άφοϋ καθαρά μνη¬μονεύεται τότε ή μονή τής Θεοτόκου τής Δούπιανης. Στήν πραγματικότη¬τα, οί μοναχοί της συνειδητά άκολούθησαν τό δρόμο τοΰ Αγίου Αντωνίου, σχημάτισαν μεταξύ τους αυτό πού οί άναχωρητές τής Αίγύπτου ονόμαζαν Σκήτη. Τή Σκήτη αυτή ό Heuzey άπεκάλεσε «Θηβαΐδα» των Σταγών.Ή σκήτη τής Δούπιανης ύπήρξε ό ιδανικός χώρος γιά μεμονωμένους άσκητές εϊτε επιχώριους, είτε άλλους, πού έφυγαν λόγω επιδρομών άπό τά μονα¬στήρια τοΰ Άθωνα σε άναζήτηση τής τέλειας ησυχίας.
Στό σύνολό της ή μοναχική αύτή κοινότητα τής Δούπιανης, κατά τά άγιορείτικα πρότυπα, ζοϋσε κάτω άπό τήν επίβλεψη τοΰ «Πρώτου της Σκήτεως Σταγών».’ Μόνος αυτός σ’ ολόκληρη τή μοναστική κοινότητα ως «πρώτος της σκήτεως, είχε καί τό της ηγουμενίας όνομα». Τό «Σύγγραμμα ιστορικόν» ή «Χρονικόν τών Μετεώρων» γιά τήν ίδρυση καί ιστορία τής Σκήτης τών Σταγών καί τών μοναστηριών πού ύπάγονταν σ’ αύτήν άναφέρει τά εξής: «Ή άγιωτάτη ημών αυτή επισκοπή κατείχε μεν άνέκαθεν και εξαρχής τά προνόμια τής Σκήτεως. καθώς καί τά συγγράμματα αύτής διαλαμ¬βάνουν. Ό δέ ναός τής ύπεραγίας Θεοτόκου τής επονομαζόμενης Δουπιάνου εις κεφαλήν τής Σκήτεως προετετίμητο ώς πρωτάτον, άνέχων και τά περι αύτήν μονύδρια. ά μεν εις καταφυγήν, ά δέ εις συνασπισμόν, έπει αύτή εις την γήν και προς ταις ρίζαις των Μετεώρων λίθων άνάκειται.. Αξιόν δε ιδέϊν πώς έν τοΐς μ ‘ χρόνοις ηγούμενοι ε’ έγένοντο καί, ρ ‘ χρόνων παρωχηκότων πρότερον, ούδείς όνομα ηγουμένου έκέκτητο ούδέ εις το Μετέωρον ούδέ εις αλλην μονήν, ότι δηλονότι παρεκτός τού Πρώτου τής Σκήτεως τού έν Δούπιανη ούδεις άλλος ηγούμενος ώνομάζετο έν ταΐς Μετεώροις μοναΐς άπάσαις. Ούτω γάρ ή συνήθεια έπεκράτει ότι ό Πρώτος τής Σκήτεως έχει και τής ηγουμενίας όνομα».
Ο Πρώτος της Σκήτεως είχε ώς έδρα τη μικρή άσκητική μονή τής Δούπιανης καί άσκοϋσε γενική έποπτεία στήν όλη κοινότητα. Ή μονή έξαρτιόταν από τήν έπισκοπή Σταγών, γι’ αυτό μνημόνευε τά όνομα τοϋ έκάστοτε επι¬σκόπου Σταγών, ενώ κατέβαλλε στήν έπισκοπή Σταγών ετήσιο φόρο μία λίτρα καθαρό κερί. Τό 1362 ή Σκήτη τής Δούπιανης μέ προνόμια πού παραχωρήθηκαν σ’ αύτήν άπό τόνΈλληνοσέρβο βασιλιά Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο, άνακηρύχθηκε άνεξάρτητος άπό την έπισκοπή Σταγών ύπαγομένη στον Πρώτο της Σκήτης.
Επιβλητική καί ήγετική μορφή μέ μεγάλη δράση καί αγιότητα βίου ύπήρξε ό «Πρώτος» τής Σκήτης Σταγών καί καθηγούμενος τής μονής τής Θεοτόκου τής Δούπιανης, ό ιερομόναχος Νείλος ό θεοφιλής, ό όποιος διακρίθηκε γιά τήν κτιτορική του δραστηριότητα, ιδρύοντας στά μέσα τοϋ ιδ’ αιώνα τέσσερις ναούς ή μονές: «τοϋ καιρού διαδεοντος, εύρέθη τις άνήρ θεοφιλής και άνήγειρεν εν τοΐς περι αύτην σπηλαίοις ναούς τέσσαρας προς συνασπισμόν και βοήθειαν εαυτού καί πάσης της Σκήτεως».
Κατά τό έτος 1366-67 σύμφωνα μέ τίς επιγραφικές μαρτυρίες, ύπήρξε κτίτορας τής μονής τήςΎπαπαντης, αρχικά Άναλήψεως τοϋ Κυρίου, πού σήμερα λειτουργεί ώς ήσυχαστήριο-μετόχι, καί ύπάγεται στή μονή τοϋ Μεγάλου Μετεώρου. Ό ίδιος επίσης ίδρυσε καί δύο άλλα μονύδρια στό βράχο τής Δούπιανης, τη Μονή τοϋ Αγίου Λημητρίου τοϋ Μυροβλήτου καί τη Μονή Παντοκράτορος, πού μέ διαθήκη του αφιέρωσε καί δώρησε στη μονή τοϋ Μεγάλου Μετεώρου.
Ό ιερομόναχος Νείλος είχε στήν ιδιοκτησία του, άπό οικογενειακή κλη¬ρονομιά, «έκ γονικότητος», καί τό σπήλαιο-μονύδριο τό επονομαζόμενο τοϋ Κυρίλλου, στήν τοποθεσία τής Μήκανης.
Τό άξίωμα τοϋ «Πρώτου» τής Σκήτης Σταγών μετά τό θάνατο τοϋ Νεί¬λου περιήλθε στόν ιερομόναχο Νεόφυτο γύρω στά 1380. Ό Νεόφυτος, σέ άχρονολόγητη διαθήκη του, φαίνεται δτι άποπεράτωσε ή καί επαύξησε τά μονύδρια τοϋ Αγίου Δημητρίου καί Παντοκράτορος καί τά κληροδότη¬σε κι αύτός στή μονή τοϋ Μεγάλου Μετεώρου. Δυστυχώς, καί τά δύο αύτά μονύδρια δέ σώζονται σήμερα.
Κατόπιν τής Κοιμήσεως τοϋ Νεοφύτου διάδοχος στό άξίωμα τοϋ «Πρώτου» υπήρξε ό Νήφων.
Συνεπώς, ή μονή τής Παναγίας τής Δούπιανης ύπήρξε γιά δύο πιθα¬νότατα αιώνες (ιβ’-ιδ) τό Κυριάκό τής όνομαστής Σκήτης των Σταγών, ή όποια άπετέλεσε τήν κεντρομόλο δύναμη καί τήν αφετηρία τού μετεωρίτικου άσκητισμοϋ μέχρι τά μέσα τοϋ ιδ’ αί. περίπου.
Σημαντικός σταθμός καί πολύ περισσότερο άφετηρία γιά τήν οργάνωση τοϋ πρώτου ίεροΰ Κοινοβίου πάνω στούς μετεωρίτικους βράχους στάθηκε ή παρουσία τοϋ οσίου Αθανασίου τοϋ Μετεωρίτη στά μέσα τοϋ ιδ’ αιώνα. Ή εμφάνιση καί ή παρουσία τής μεγάλης αυτής ασκητικής μορφής σήμανε τήν άπαρχή τοϋ Κοινοβιακοϋ μοναχισμού γιά τά Μετέωρα μέ τήν ίδρυση άπ’ αύτόν τής μονής τοϋ Μεγάλου Μετεώρου.
Ό όσιος Αθανάσιος, έγκαταλείποντας τό Αγιον ’Όρος, άναζήτησε τό άσκητικό έρημητήριό του στήν άγια λιθόπολη των Σταγών. Περί τό έτος 1343/44 εγκαταστάθηκε οριστικά στόν ονομαζόμενο «Πλατύ Λίθο ή Πλατύλιθο», «τόπον άναχωρητικόν, πέτραν εις αΐθέριον ύψος ήρμένην» την οποία ό ίδιος ποιητικά άπεκάλεσε Μετέωρο, γιά νά γίνει με τό πέρασμα τοϋ χρόνου καθολική ονομασία των βράχων.
Άμεσος διάδοχός του καί δεύτερος κτίτορας τής μονής ύπήρξε ό «ύπέρτιμος έν μοναχοίς Βασιλεύς Ιωάννης Ούρεσης ό Παλαιολόγος, ό διά τοϋ θείου και άγγελικού σχήματος μετονομασθεις Ίωάσαφ μοναχός» Ό βασιλεύς-μοναχός, Ίωάσαφ, σύμφωνα μέ τίς έπί τόπου επιγραφικές μαρτυρί¬ες, άνακαίνισε καί έπέκτεινε τό 1387-88 τόν άρχικό ναό πού είχε άνεγεί- ρει ό όσιος Αθανάσιος πρός τιμήν τής Μεταμορφώσεως τοϋ Χριστοϋ.
Ή παρουσία λοιπόν τοϋ άγιου Αθανασίου τοΰ Μετεωρίτου καί τοϋ δι¬αδόχου του Ίωάσαφ σήμανε γιά τά Μετέωρα τήν ούσιαστική μεταλλαγή τής μοναχικής ζωής. Σ’ αύτή τή μεταλλαγή άναμφίλεκτα ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισαν οί δύο αύτάδελφοι τής μεγάλης Γιαννιώτικης οικογένειας των Άψαράδων, οί όσιοι Θεοφάνης καί Νεκτάριος. Τό 1518 οί δύο όσιοι ανέβηκαν στό βράχο, όπου πρίν άπό διακόσια χρόνια είχε κατοικήσει ό ασκητής Βαρλαάμ, καί έγιναν κτίτορες τής περίφημης μέχρι σήμερα μο¬νής Βαρλαάμ.


Μεταξύ των φωτεινών άστέρων τής μετεωρίτικης πολιτείας ξεχωρίζουν καί οί κτίτορες τής ίερας κοινοβιακής μονής Αγίου Στεφάνου όσιος Άντωνιος Καντακουζηνός κατά τά τέλη τοϋ ιδ’ αιώνα καί ό όσιος Φιλόθεος49 κατά τά μέσα τοϋ ιδ’ αιώνα, καθώς καί οί κτίτορες της ίεράς μονής Ρουσάνου Μάξιμος και Ίωάσαφ κατά τόν ιστ’ αιώνα. Στά τέλη τοϋ ιε’ αιώνα καί στίς αρχές τοϋ ιστ’, ό μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ό Έλεήμων καί ό έξαρχος Σταγών Νικάνωρ έπανακτίζουν έκ βάθρων τη μονή τοϋ Αγίου Νικολάου τοϋ Άναπαυσα Ό ‘Άγιος Διονύσιος ό Έλεήμων, ώς μητροπολίτης, ήταν εκείνος πού πρώτος παραχώρησε την έπίσημη χρήση τοϋ τίτλου «ηγούμενος» στον πρώτο κατά τήν τάξη τών μοναχών τοϋ Μεγάλου Μετεώρου. Καί αύτό είναι σημαντικό έξαιτίας τοϋ γεγονότος ότι επίσημα πλέον αναγνωρίζεται, μέ τή χρήση τοϋ τίτλου αυτοϋ, ό κοινοβιακός βίος στά Μετέωρα. Ή εξουσία τοϋ πρωτάτου τής Σκήτης πάνω στά ύπόλοιπα μοναστηριακά καθιδρύματα έφτασε στό τέλος της.Ό σκητιώτικος καί άναχωρητικός βίος τών Μετεώρων μπήκε πιά στό χώρο τοϋ «κοινού βίου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.