2.7.17

Λόγοι περί ακηδίας και ραθυμίας



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα για την ακηδία, και ο γέροντας του αποκρίθηκε: 
-Κάθε φορά που ο άνθρωπος αρχίζει κάτι καλό, τον πολεμάει η ακηδία. Δεν υπάρχει, πραγματικά, χειρότερο πάθος απ’ αυτήν. Αν όμως τη συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος και ενεργοποιήσει μέσα του την υπομονή και τη φιλοπονία, τότε βρίσκει ανάπαυση.

Ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο πειρασμός έρχεται από οκτώ σημεία εναντίον μας. Από επάνω και από κάτω, από δεξιά και αριστερά, από εμπρός και πίσω και από μέσα και έξω. 


Ο γ. Κλεόπας Ήλιε συσχετίζει την ακηδία και ραθυμία με τον ‘‘από κάτω πειρασμό’’ και εξηγεί:

«Από κάτω έρχεται ο πειρασμός και μας πειράζει με την ακηδία και οκνηρία για την επιτέλεση των έργων της αρετής και των εντολών του Θεού. Ένα παράδειγμα:

Όταν κάποιος είναι δυνατός και υγιής στο σώμα και εκ προθέσεως αποφεύγει τις δουλειές ή τα διακονήματα της Μονής, τα οποία είναι ανάλογα των δυνάμεών του.

Ή ένας λαϊκός, ο οποίος δεν θέλει να κοπιάσει για τα έργα των αρετών, την νηστεία, την αγρυπνία, την υπηρεσία και βοήθεια του πλησίον, την προσευχή κ.λ.π.

Με την αδιαφορία ή οκνηρία αυτή στερεί από την ψυχή τον μισθό των πνευματικών έργων, επειδή δεν κοπιάζει στην εφαρμογή των θείων εντολών. Καθένας από εμάς λοιπόν, έχει καθήκον να ανεβαίνει τις πνευματικές βαθμίδες των αρετών, γνωρίζοντας ότι η μέση και διακριτική οδός είναι η βασιλική, διότι τα άκρα είναι του διαβόλου.»[1]

Η μακαρία Συγκλητική έλεγε: 
 «Υπάρχει όμως και η λύπη που υποβάλλει ο εχθρός, κι αυτή είναι εντελώς παράλογη. Από μερικούς ονομάζεται και ακηδία. Τη λύπη αυτή πρέπει να την αποδιώχνουμε με την προσευχή κυρίως και την ψαλμωδία, κάνοντας τη σκέψη ότι στην παρούσα ζωή κανένας δεν είναι χωρίς λύπες.»

Ο Ιερομόναχος Βενέδικτος ο Αγιορείτης αναφέρει σχετικά ότι: 
 «Ο μικρόψυχος και δειλός άνθρωπος πάσχει από δύο πάθη, την φιλοσωματία και την ολιγοψυχία. Ή φιλοσωματία είναι σημείο της απιστίας, και η ολιγοπιστία μητέρα της κολάσεως που γεννά την ακηδία.» 

Κάποτε ρώτησε κάποιος τον γ. Παΐσιο
- «Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπουσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί, πόσα πνευματικά έκανες; 

- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές; 

- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό. Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης· να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ, που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια, που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο. Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προυποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πως αγωνίζονται, πως παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πως άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια. Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.» [2] 

Ο Αγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος αναφέρει τους λογισμούς με τους οποίους πολεμά το δαιμόνιο της ακηδίας τους μοναχούς: 
 «Δεινός και βαρύς δαίμονας αυτός -της ακηδίας-, πολεμά πάντοτε τους μοναχούς. Αυτός επιτίθεται εναντίον του μοναχού κατά το μεσημέρι, προκαλώντας του ατονία και φόβο και μίσος εναντίον του τόπου όπου ασκείται και εναντίον των αδελφών που είναι μαζί του και εναντίον κάθε εργασίας, ακόμη και της αναγνώσεως των θείων Γραφών. Σου υποβάλλει ακόμη και λογισμούς μεταβάσεως σε άλλο τόπο, και ότι αν δεν πάει άλλου, μάταια κοπιάζει εδώ και χάνει τον καιρό του. Επίσης του φέρνει κατά το μεσημέρι και πείνα τόση, όση δεν θα προξενούσε σ' αυτόν τριήμερη νηστεία ή μακρά οδοιπορία ή βαρύτατος κόπος. Έπειτα του υποβάλλει λογισμούς ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ασθένεια αυτή και το βάρος της, παρά με το να βγαίνει έξω συνεχώς και να επισκέπτεται τους αδελφούς, τάχα για ωφέλεια ή επίσκεψη των ασθενών. Κι όταν δεν μπορέσει να τον εξαπατήσει με αυτά, τότε αφού του φέρει πολύ βαρύ ύπνο, επιτίθεται εναντίον του σφοδρότερος και δυνατότερος, και δεν μπορεί διαφορετικά να νικηθεί, παρά με την προσευχή και την αποχή από την αργολογία και με τη μελέτη των θείων λόγων και την υπομονή στους πειρασμούς. Γιατί αν δεν τον βρει ασφαλισμένο με αυτά τα όπλα, τότε αφού τον κατατρυπήσει με τα βέλη του, τον κάνει άστατο, ονειροπόλο, ράθυμο, άεργο και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και να μη φροντίζει για τίποτε άλλο, παρά που γίνονται τραπέζια και συμπόσια. Γιατί η διάνοια αυτού που έπεσε σε ακηδία τίποτε άλλο δεν φαντάζεται παρά τις μάταιες σκέψεις όσων αναφέραμε.»[3] 

Ο Αγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος περιγράφει τα συμπτώματα της ακηδίας και τις μεθόδους αντιμετώπισης: 
«Πολύ βαριά, πολύ κουραστική για τη ψυχή είναι η αναισθησία τούτη, που συνεπάγεται πνευματική ψυχρότητα, ξηρότητα και αθυμία. Όσο βαριά κι αν είναι, πάντως, οφείλουμε να τη σηκώσουμε με καρτερία, πιστεύοντας αφενός ότι είμαστε άξιοι της εγκαταλείψεως του Θεού και περιμένοντας αφετέρου την επίσκεψη του ελέους Του. Γιατί η αναζωογόνηση της ψυχής και η αναθέρμανση του πνευματικού ζήλου εξαρτώνται από τη θεία βούληση, από κανέναν κι από τίποτε άλλο. Ας κραυγάζουμε, λοιπόν, στον Κύριο: “Ελέησέ με! Λύτρωσε με!”. Παράλληλα, ας μην υποχωρούμε σε καμιάν αδυναμία, γιατί αλλιώς δεν θα πε­τύχουμε τίποτα.»[4] 

Σύμφωνα με τον Αγ. Θεοφάνη για να αντιμετωπίσουμε την ακηδία: «Όταν μας κυριεύει πνευματική ψυχρότητα, δεν πρέπει να παραμελούμε τον συνηθισμένο προσευχητικό κανόνα μας. Να τον εκτελούμε με συνέπεια, αναγκάζοντας, όσο είναι δυνατόν, το νου μας ν’ ακολουθήσει τα λόγια της προσευχής και την καρδιά μας να κινηθεί, να θερμανθεί, να κατανυχθεί. Έστω και με μισό νου, έστω και με μισή καρδιά, ας προσευχόμαστε. Και η μισή προσευχή, προσευχή είναι. Είναι, βέβαια, πολύ δύσκολο, όσο διαρκεί αυτή η κατάσταση της ψυχικής παραλυσίας, να συγκεντρώσει κανείς την προσοχή του στην καρδιά και να προσευχηθεί· δύσκολο, μα όχι αδύνατο. Σε πείσμα του εαυτού μας, πρέπει να προσπαθήσουμε, ν’ ασκήσουμε βία στη ψυχή μας. Αυτή η βία είναι που θα ελκύσει το έλεος του Κυρίου και θα μας φέρει πάλι στην ευλογημένη κατάσταση της χάριτος, θα δει ο Θεός, λέει ο άγιος Μακάριος, πόσο σφοδρά ποθούμε τη χάρη Του, και θα μας τη στείλει.»[4]

Σύμφωνα με τον Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ:
«Συμβαίνει μερικές φορές κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση του πνεύματος -της μελαγχολίας λόγω ακηδίας- να σκέφτεται ότι θα ήταν πιο εύκολο για αυτόν να καταστραφεί ή να στερηθεί από κάθε αίσθημα και συνείδηση, παρά να παραμείνει περισσότερο σε αυτήν την ανεξήγητα βασανιστική κατάσταση του πνεύματος. Πρέπει να προσπαθήσει κανείς να βγει από αυτήν όσο το δυνατόν συντομότερα.» Άλλοτε έλεγε: «Φυλάξου από το πνεύμα της ακηδίας, γιατί αυτό γεννά κάθε κακό. Χιλιάδες πειρασμοί πηγάζουν από αυτό: ταραχή, θυμός, μομφή, γογγυσμός του ανθρώπου για την μοίρα του, ρυπαροί λογισμοί, συνεχής αλλαγή τόπου… Η ψυχή, γεμάτη από την λύπη και γινόμενη ως παράφρων και έξω από τα λογικά της, είναι ανίκανη να δεχθεί με ηρεμία μία καλή συμβουλή ή να απαντήσει ταπεινά σε ερωτήσεις που της γίνονται».[5]

Επίσης έλεγε: «Αυτή η αρρώστια θεραπεύεται με προσευχή, αποχή από την αργολογία, με εργόχειρο, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, με την ανάγνωση του Λόγου του Θεού και με την υπομονή· γιατί γεννιέται από την δειλία, την ραθυμία και την αργολογία».[5]

Ο Αγ. Νείλος του Σόρσκυ έλεγε σχετικά: 
«Εάν μας αιχμαλωτίσει περισσότερο από τα άλλα πά­θη η ακηδία, τότε η ψυχή μας ευρίσκεται σε μεγάλο αγώνα. Είναι πολύ φοβερό αυτό το πονηρό πνεύμα. Συγγε­νεύει πολύ με το πνεύμα της λύπης και νικά ιδιαίτερα αυ­τούς που ευρίσκονται στη μοναξιά. Όταν εγερθούν πε­λώρια τα κύματα λογισμών και παθών εναντίον της ψυ­χής, εκείνη την ώρα ο άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα λυτρωθεί ουδέποτε απ’ αυτά. Ο νοητός εχθρός του επιφέρει παντός είδους λογισμούς και σκέψεις ότι, εάν σήμερα εί­ναι τόσο άσχημα, αύριο θα είναι χειρότερα και μεθαύριο ακόμη χειρότερα. Έτσι του σφυρίζει στο νου ότι εγκαταλείφθηκε από τον Θεό, ότι του συμβαίνουν αυτά επειδή δεν τον φροντίζει ο Θεός, ότι αυτά συμβαίνουν μόνον σ’ αυτόν και σε κανέναν άλλον. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν είναι!» [6]

«Κατά την περίοδο του αδυσώπητου πολέμου, πρέπει να εξοπλιστούμε εναντίον του πνεύματος της αχαριστίας και βλασφημίας, διότι με αυτά τα όπλα μας πολεμά ο ε­χθρός την ώρα εκείνη. Ο σατανάς κυριεύει τότε τον άν­θρωπο με την αμφιβολία και το φόβο και του ρίχνει σαν βέλη τους λογισμούς, ότι δεν είναι δυνατόν να ελεηθεί από τον Θεό, να αποκτήσει τη συγχώρηση, να λυτρωθεί και σωθεί από τα βάσανα της αιωνίου κολάσεως.» [6] 

Ο Αγ. Νείλος προτείνει: «Να πίπτουμε για προσευχή με το πρόσωπό μας στη γη, διότι πολύ ωφελεί αυτή η στάση του σώματός μας και να προσευχόμαστε, όπως λέγει ο Μέγας Βαρσανούφιος: ‘‘Κύριε, βοήθη­σέ με τον αμαρτωλό· Θεέ μου, βλέπε την λύπη μου και ελέησόν με!’’».[6] Ενώ το πνεύμα αχαριστίας και βλασφημίας να τα εκδιώκουμε λέγοντας: «Φύγε από κοντά μου, σατανά! Τον Κύριο και Θεό μου προσκυνώ και μόνο Αυτόν υπηρετώ και όλους τους πόνους και τις θλίψεις τα δέχομαι με ευχαριστία, διότι στέλνονται απ’ Αυτόν, για τη λύση των αμαρτημάτων μου. Απομακρύνσου λοιπόν, από μένα· να σε καταστρέψει ο Θεός, ο οποίος με δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Εάν και μετά απ’ αυτά τα λόγια σε ενοχλήσει πάλι, ασχολήσου με κάποιο εξωτερικό – υλικό ή πνευματικό έργο, το οποίο θα σε ενισχύσει στην υπομονή και την ελπίδα.»[6] 

 Ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακας έλεγε: 
«Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί. Και τίποτε άλλο δεν προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε καλά και θα την αντιληφθείς να μην αφήνει τα πόδια σε όρθια στάση, και να μας σπρώχνει, όταν καθόμαστε, να γέρνουμε στον τοίχο. Μας προτρέπει επίσης να κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά κτυπήματα και βήματα ποδιών. Εκείνος που πενθεί τον εαυτό του δεν γνωρίζει τι θα πει ακηδία.»[7]

Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος έλεγε:
«Ένα μικρό σύννεφο σκεπάζει το δίσκο του ήλιου· όταν όμως περάσει το σύννεφο, ο ήλιος γίνεται πάλι πολύ θερμός. Έτσι και η ακηδία, καλύπτει για λίγο την ψυχή, στερώντας της το θείο φως· όταν όμως περάσει, η χαρά είναι μεγάλη.» 

«Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Tό μέν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής.» (Μαρκ. ιδ' 38) 

Βιβλιογραφία:
  1. Πνευματικοί Λόγοι Ιερομ. Κλεόπα Ήλιε. Εκδ.: Ορθόδοξος Κυψέλη.
  2. Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης. Περί Προσευχής - Λόγοι Στ’. Εκδ.: Ι. Γ. ΗΣ. Ευαγγελιστή Ιωάννη Θεολόγου, Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
  3. Φιλοκαλία Τόμος Α'. Αγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος - Περί των οχτώ λογισμών της κακίας.
  4. Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου. Ο δρόμος της ζωής. Εκδ.: Ι. Μ. Παρακλήτου
  5. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ - Πνευματική Βιογραφία. Αρχιμανδρίτου π. Λάζαρου Μούρ. Εκδ.: Άθως.
  6. Οσίου Νείλου Σόρσκυ - Περί νοεράς εργασίας. Εκδ.: Ορθόδοξος Κυψέλη.
  7. Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - Κλίμαξ. Εκδ.: Ι. Μ. Παρακλήτου

Πηγή: http://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.