Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΙΣΤΙΑ
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…»(Ματθ. 17,17)
«Ω ΓΕΝΕΑ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Θὰ ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑρμηνεύοντας τὸ ἱερὸν καὶ ἅγιον Εὐαγγέλιο, ποιός εἶπε τὸν αὐστηρὸν αὐτὸν ἔλεγχο, σὲ ποιούς τὸν ἀπηύθυνε, καὶ τί μᾶς ὠφελεῖ ἐμᾶς.
Tα λόγια αὐτὰ τὰ σκληρά, ποὺ μοιάζουν σὰν ἀστροπελέκια καὶ τὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, τὰ εἶπε ὁ Χριστός.
Ἐδῶ στὴν ἐκκλησία εἴμεθα. Στὴν θεία λειτουργία γίνεται κάτι μεγαλοπρεπές, ἀσύλληπτο καὶ ἀφάνταστο. Γίνεται χορὸς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Δὲν βλέπω ὅμως νέους, καὶ ὅπως μοῦ λέει ὁ παπᾶς τακτικὴ εἶνε αὐτὴ ἡ ἀπουσία των ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Καὶ ἕχει τὸ χωριὸ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο τριάντα νέους. Ἐδῶ λοιπὸν χορὸς ἀγγέλων. Στὸ χορὸ τὸν ἄλλο ―νὰ μὴ τὸν χαρακτηρίσω― εἶνε παρόντες ὅλοι. Αὐτὸ μᾶς λυπεῖ. Διότι ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸ παντὸς οἱ νέοι τοῦ 20οῦ αἰώνα, οἱ ὁποῖοι παλεύουν μὲ πολλοὺς πειρασμούς. Παλαιότερα χίλια χέρια βοηθοῦσαν τὸ νέο γιὰ νὰ ζήσῃ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ζωή. Σήμερα χίλια χέρια δαιμόνων τὸν σπρώχνουν στὴν ἀκολασία καὶ διαφθορά.
Ἐπισημαίνω εἰς τὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου τὴν ἀπουσία τῶν νέων ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, διότι τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νέον μιλᾷ, ποὺ βρισκόταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του.
Tα λόγια αὐτὰ τὰ σκληρά, ποὺ μοιάζουν σὰν ἀστροπελέκια καὶ τὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, τὰ εἶπε ὁ Χριστός.
Ἐδῶ στὴν ἐκκλησία εἴμεθα. Στὴν θεία λειτουργία γίνεται κάτι μεγαλοπρεπές, ἀσύλληπτο καὶ ἀφάνταστο. Γίνεται χορὸς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Δὲν βλέπω ὅμως νέους, καὶ ὅπως μοῦ λέει ὁ παπᾶς τακτικὴ εἶνε αὐτὴ ἡ ἀπουσία των ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Καὶ ἕχει τὸ χωριὸ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο τριάντα νέους. Ἐδῶ λοιπὸν χορὸς ἀγγέλων. Στὸ χορὸ τὸν ἄλλο ―νὰ μὴ τὸν χαρακτηρίσω― εἶνε παρόντες ὅλοι. Αὐτὸ μᾶς λυπεῖ. Διότι ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸ παντὸς οἱ νέοι τοῦ 20οῦ αἰώνα, οἱ ὁποῖοι παλεύουν μὲ πολλοὺς πειρασμούς. Παλαιότερα χίλια χέρια βοηθοῦσαν τὸ νέο γιὰ νὰ ζήσῃ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ζωή. Σήμερα χίλια χέρια δαιμόνων τὸν σπρώχνουν στὴν ἀκολασία καὶ διαφθορά.
Ἐπισημαίνω εἰς τὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου τὴν ἀπουσία τῶν νέων ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, διότι τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νέον μιλᾷ, ποὺ βρισκόταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του.
* * *
Ἦταν ὑγιής, ἡ χαρὰ τῶν γονέων του. Αἴφνης ὅμως ἦρθε ἡ κακιὰ ἡ ὥρα, ὅπως λέει ὁ κόσμος. Ἔπεσε βαρειὰ στὸ κρεβάτι. Τὸν βρῆκε ἀσθένεια; Ἔπαθε πολὺ μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια· δαιμονίστηκε!
―Δέσποτα, στὸν 20ὸ αἰῶνα μᾶς μιλᾷς γιὰ διαόλους; Δὲν πιστεύουμε.
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι καὶ ἔρεβος στὸν κόσμο, ἔτσι εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχουν πονηρὰ πνεύματα. Στὴν Ἀμερικὴ δὲν λατρεύουν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τὸ σατανᾶ. Δροῦν τρομερὰ οἱ μάγισσες καὶ οἱ μάγοι. Μὲ διάφορα σατανικὰ καὶ ἀποτρόπαια μέσα κάνουν θραῦσι στὸν κόσμο.
Δὲν ἔχω καιρὸ γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω, ὅτι ὄντως ὑπάρχουν δαιμόνια. Μόνον ἕνα λέω· ὅτι ὁ νέος αὐτός, ποὺ ἦταν τὸ μονάκριβο παιδὶ τῆς οἰκογενείας του καὶ ἦταν ἡ χαρὰ τῶν γονέων του, μιὰ νύχτα ἔχασε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μέσα στὴν καρδιά του μπῆκε ὁ σατανᾶς. Ὅπως ὸ αὐτοκινητιστὴς χάνει τὸν ἔλεγχο τοῦ αὐτοκινήτου καὶ κινδυνεύει νὰ συγκρουσθῇ, ἔτσι κι αὐτὸς ἔχασε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ μυαλό του θόλωσε. Ἡ γλῶσσα του δέθηκε. Τ᾿ αὐτιά του κουφάθηκαν. Τὰ δόντια του ἔτριζαν. Κι ὅταν τοῦ ἐρχόταν ἡ κρίσι, ἄλλοτε ἔπεφτε στὴ φωτιὰ νὰ καῇ καὶ ἄλλοτε στὸ νερὸ νὰ πνιγῇ.
Δυστυχισμένος ἦταν. Ἀλλὰ ἑκατὸ φορὲς πιὸ δυστυχισμένοι ἦταν οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βλέπανε καὶ καίγονταν.
―Δέσποτα, στὸν 20ὸ αἰῶνα μᾶς μιλᾷς γιὰ διαόλους; Δὲν πιστεύουμε.
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι καὶ ἔρεβος στὸν κόσμο, ἔτσι εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχουν πονηρὰ πνεύματα. Στὴν Ἀμερικὴ δὲν λατρεύουν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τὸ σατανᾶ. Δροῦν τρομερὰ οἱ μάγισσες καὶ οἱ μάγοι. Μὲ διάφορα σατανικὰ καὶ ἀποτρόπαια μέσα κάνουν θραῦσι στὸν κόσμο.
Δὲν ἔχω καιρὸ γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω, ὅτι ὄντως ὑπάρχουν δαιμόνια. Μόνον ἕνα λέω· ὅτι ὁ νέος αὐτός, ποὺ ἦταν τὸ μονάκριβο παιδὶ τῆς οἰκογενείας του καὶ ἦταν ἡ χαρὰ τῶν γονέων του, μιὰ νύχτα ἔχασε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μέσα στὴν καρδιά του μπῆκε ὁ σατανᾶς. Ὅπως ὸ αὐτοκινητιστὴς χάνει τὸν ἔλεγχο τοῦ αὐτοκινήτου καὶ κινδυνεύει νὰ συγκρουσθῇ, ἔτσι κι αὐτὸς ἔχασε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ μυαλό του θόλωσε. Ἡ γλῶσσα του δέθηκε. Τ᾿ αὐτιά του κουφάθηκαν. Τὰ δόντια του ἔτριζαν. Κι ὅταν τοῦ ἐρχόταν ἡ κρίσι, ἄλλοτε ἔπεφτε στὴ φωτιὰ νὰ καῇ καὶ ἄλλοτε στὸ νερὸ νὰ πνιγῇ.
Δυστυχισμένος ἦταν. Ἀλλὰ ἑκατὸ φορὲς πιὸ δυστυχισμένοι ἦταν οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βλέπανε καὶ καίγονταν.
Πήγανε σὲ γιατρούς, πήρανε φάρμακα,
τρέξανε στοὺς μάγους. Ἀλλὰ δὲν κάνανε τίποτε ἀπολύτως. Τὰ δαιμόνια εἶχαν ῥιζώσει βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά του ὅπως τὰ μεγάλα δέντρα ἁπλώνουν τὶς ῥίζες τους βαθειὰ μέσα στὴ γῆ. Ἔμεναν ἀνεκρίζωτα, κι αὐτοὶ ἦταν ἀπελπισμένοι.
Ξαφνικὰ ἀκοῦνε, ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συγκρινόμενοι μὲ αὐτὸν τὸν γίγαντα εἶνε νᾶνοι καὶ ἀσήμαντοι μπροστά του. Δὲν εἶχε δραχμὴ μέσα στὴν τσέπη του, ἤτανε πάμπτωχος. Δὲν εἶχε ποῦ νὰ στεγαστῇ. Ὅμως στὰ στήθη του ἔκλειε τεραστία δύναμι. Θεράπευε ὅλες τὶς ἀρρώστιες, ξερρίζωνε δαιμόνια ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πήγαινε στὰ μνήματα καὶ ἀνέστηνε τοὺς νεκρούς. Τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ γονεῖς καὶ ἀγαλλίασε ἡ καρδιά τους. Εἶπαν· Ὁ Χριστὸς θὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδί μας!
Καὶ νάτος ὁ πατέρας. Παίρνει τὸ παιδί του τὸ μονάκριβο καὶ πάει νὰ συναντήσῃ τὸ Χριστό. Μὰ δὲν τὸν βρῆκε. Ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν ἦταν μὲ τοὺς ἐννέα μαθητάς του. Εἶχε ἀνεβῆ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς του σὲ μιὰ ψηλὴ κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, κ᾿ ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα τὸ μεγάλο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε παραπάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τὰ ῥοῦχα του τὰ φτωχικά, ποὺ τὰ ὕφαναν στὸν ἀργαλειὸ τὰ χέρια τῆς Παναγίας Θεοτόκου, γίνανε λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Φάνηκε νεφέλη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ ἀκούστηκε φωνή· Αὐτὸς εἶνε «ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ͺᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5).
Ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπουσίαζε, πῆγε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς εἶπε· Ἐσεῖς ποὺ εἶστε κοντὰ στὸ Χριστό, κάντε καλὰ τὸ παιδί μου. Ἀλλὰ οἱ μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ θεραπεύσουν.
Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ Θαβὼρ ὁ Χριστός, τοὺς εἶδε νὰ σχολιάζουν τὸ γεγονός. Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ εἶπε στὸ Χριστό· Ἂν μπορῇς, θεράπευσε τὸ παιδί μου (βλ. Μᾶρκ. 9,22). Ἐκεῖνο τὸ «Ἂν μπορῇς» τὰ χαλοῦσε ὅλα.
Ἕνα «ἐὰν» νὰ βάλῃς, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις. Πρέπει νὰ πιστεύουμε ὄχι 90% ἀλλὰ 100% καὶ 101%. Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, ὅτι ὑπάρχουν ἄστρα ποὺ φωτίζουν τὸν οὐρανό, ὅτι ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποταμοί, ἄλλο τόσο νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ὡς Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ πάντα.
Ἐκεῖνο τὸ «ἐὰν» ἂν τὸ πῇς ἢ τὸ σκεφτῇς, τελείωσε, δὲν εἶσαι πλέον πιστός· εἶσαι ὀλιγόπιστος. Αὐτὴ τὴν ὀλιγοπιστία εἶδε ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν καὶ τὴν ἀπιστία στὴν καρδιὰ τοῦ πατρός, καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἀγρίεψε, ἔγινε θύελλα, ἄστραψε καὶ βρόντησε ὁ γλυκὺς Ναζωραῖος. Ὁ Χριστός, ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη του ἔβγαιναν πάντοτε λόγια γλυκὰ σὰν μέλι, ἔγινε ὠκεανὸς καὶ εἶπε· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17).
Ξαφνικὰ ἀκοῦνε, ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συγκρινόμενοι μὲ αὐτὸν τὸν γίγαντα εἶνε νᾶνοι καὶ ἀσήμαντοι μπροστά του. Δὲν εἶχε δραχμὴ μέσα στὴν τσέπη του, ἤτανε πάμπτωχος. Δὲν εἶχε ποῦ νὰ στεγαστῇ. Ὅμως στὰ στήθη του ἔκλειε τεραστία δύναμι. Θεράπευε ὅλες τὶς ἀρρώστιες, ξερρίζωνε δαιμόνια ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πήγαινε στὰ μνήματα καὶ ἀνέστηνε τοὺς νεκρούς. Τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ γονεῖς καὶ ἀγαλλίασε ἡ καρδιά τους. Εἶπαν· Ὁ Χριστὸς θὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδί μας!
Καὶ νάτος ὁ πατέρας. Παίρνει τὸ παιδί του τὸ μονάκριβο καὶ πάει νὰ συναντήσῃ τὸ Χριστό. Μὰ δὲν τὸν βρῆκε. Ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν ἦταν μὲ τοὺς ἐννέα μαθητάς του. Εἶχε ἀνεβῆ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς του σὲ μιὰ ψηλὴ κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, κ᾿ ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα τὸ μεγάλο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε παραπάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τὰ ῥοῦχα του τὰ φτωχικά, ποὺ τὰ ὕφαναν στὸν ἀργαλειὸ τὰ χέρια τῆς Παναγίας Θεοτόκου, γίνανε λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Φάνηκε νεφέλη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ ἀκούστηκε φωνή· Αὐτὸς εἶνε «ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ͺᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5).
Ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπουσίαζε, πῆγε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς εἶπε· Ἐσεῖς ποὺ εἶστε κοντὰ στὸ Χριστό, κάντε καλὰ τὸ παιδί μου. Ἀλλὰ οἱ μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ θεραπεύσουν.
Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ Θαβὼρ ὁ Χριστός, τοὺς εἶδε νὰ σχολιάζουν τὸ γεγονός. Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ εἶπε στὸ Χριστό· Ἂν μπορῇς, θεράπευσε τὸ παιδί μου (βλ. Μᾶρκ. 9,22). Ἐκεῖνο τὸ «Ἂν μπορῇς» τὰ χαλοῦσε ὅλα.
Ἕνα «ἐὰν» νὰ βάλῃς, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις. Πρέπει νὰ πιστεύουμε ὄχι 90% ἀλλὰ 100% καὶ 101%. Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, ὅτι ὑπάρχουν ἄστρα ποὺ φωτίζουν τὸν οὐρανό, ὅτι ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποταμοί, ἄλλο τόσο νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ὡς Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ πάντα.
Ἐκεῖνο τὸ «ἐὰν» ἂν τὸ πῇς ἢ τὸ σκεφτῇς, τελείωσε, δὲν εἶσαι πλέον πιστός· εἶσαι ὀλιγόπιστος. Αὐτὴ τὴν ὀλιγοπιστία εἶδε ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν καὶ τὴν ἀπιστία στὴν καρδιὰ τοῦ πατρός, καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἀγρίεψε, ἔγινε θύελλα, ἄστραψε καὶ βρόντησε ὁ γλυκὺς Ναζωραῖος. Ὁ Χριστός, ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη του ἔβγαιναν πάντοτε λόγια γλυκὰ σὰν μέλι, ἔγινε ὠκεανὸς καὶ εἶπε· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17).
* * *
Σκανδαλίζονται πολλοὶ θεολογοῦντες ἀκούοντες τὸν αὐστηρὸν αὐτὸ ἔλεγχο τοῦ Κυρίου.
Τὸν ἔλεγχο αὐτὸ τὸν ἀπηύθυνε ὸ Χριστὸς πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν. Ἂν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς στὸν κόσμο, ποὺ ἀγαπήθηκε καὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, εἶνε ὁ λαὸς αὐτός.
Ἦταν σκλαβωμένος 400 χρόνια στὴν σκληρὰ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ὁ Κύριος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο τὸν ἐλευθέρωσε. Ἦταν πεινασμένος στὴν ἔρημο, καὶ τὸν ἔθρεψε μὲ τὸ γλυκύτατο φαγητὸ ποὺ ἔστελνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, τὸ μάνα. Ὅταν δίψασε, χτύπησε ὁ Μωϋσῆς τὸ ῥαβδί του καὶ βγήκανε ἀπὸ τὰ βράχια ποταμοὶ ὕδατος καὶ πότισαν τὸν διψασμένο αὐτὸ λαό. Παρουσιάστηκαν φίδια φαρμακερὰ στὴν ἔρημο ποὺ τὸν ἐδάγκωναν καὶ τὸν ἐξωλόθρευαν, καὶ ὁ Κύριος τὰ ἐξώντωσε. Ὅταν φυλὲς καὶ λαοὶ τὸν πολεμοῦσαν, ὁ Κύριος τὸν προστάτευε καὶ τοῦ χάριζε τὴ νίκη. Ἔτσι εἰσῆλθε στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ῥέουσα μέλι καὶ γάλα.
Αὐτὲς καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες εὐεργεσίες ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Καὶ αὐτὸς ἔδειξε τὴ μεγάλη του ἀχαριστία καὶ ἀπιστία. Καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἀμετανόητος.
Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, αὐτοὶ τὸν κατηγόρησαν, τὸν διέβαλαν, τὸν συκοφάντησαν, τὸν δίκασαν καὶ τὸν κατεδίκασαν σὲ σταυρικὸ θάνατο. Τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν σταύρωσαν ζήτησαν, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ νὰ πέσῃ τιμωρητικὰ σ᾿ αὐτοὺς καὶ στὰ παιδιά τους· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25).
Καὶ μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι εἶνε σκορπισμένοι στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν ἕνα σατανικὸ παιχνίδι.
Οἱ αἱρέσεις (ὁ χιλιασμός), ὁ μασονισμός, ὁ ἄθεος κουμμουνισμὸς ἔχουν τὶς ῥίζες τους μέσα στὸ ἰουδαϊκὸ σύστημα. Καὶ μέχρι σήμερα (στὸ Ἰσραὴλ) μισοῦν τοὺς Χριστιανούς, μισοῦν τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο. Κ᾿ ἐφέτος πῆγαν νὰ τὸ ῥημάξουν τελείως μὲ τὶς καταστροφὲς ποὺ ἔκαναν.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος στὸν λαὸ αὐτὸ ἀπευθύνει κυρίως τὸν ἔλεγχο, τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ὕστερα ἀπὸ τὸν λαὸ αὐτό, ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐεργέτησε ἕναν ἄλλο λαό, τὸν Ἑλληνικό.
Δὲν εἶνε μικρὸ καὶ ἀσήμαντο τὸ ὅτι τὸ ἱστορικό μας ἔθνος, ποὺ βυθίζει τὶς ῥίζες του σὲ τρεῖς καὶ τέσσερις χιλιάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ἔμεινε καὶ αὐτὸ σκλαβωμένο 400 χρόνια, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἐξηγέρθη καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του.
Τὸ ἔθνος αὐτὸ τὸ εὐλογημένο, ποὺ ἐγέννησε μεγάλους διδασκάλους καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐγέννησε ῥήτορας ζωγράφους γλύπτας καὶ ἄλλα μεγάλα πνεύματα· ποὺ ὅταν αὐτὸ τὸ ἔθνος ἔχτιζε Παρθενῶνες καὶ Ἁγια – Σοφιές, ἄλλοι λαοὶ στὰ δάση ἔτρωγαν βαλανίδια· αὐτὸ τὸ ἔθνος τὸ εὐλογημένο, ποὺ πέρασε διὰ πυρὸς καὶ αἵματος, τώρα ξέφυγε ἀπὸ τὴν τροχιά του.
Δὲν εἴμεθα ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δὲν εἴμεθα ὅπως οἱ ἥρωες τοῦ ᾿21, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Μιαούλης, ὁ Κολοκοτρώνης. Δὲν εἴμεθα σὰν τὸν Πλαστήρα, τὸν Κοντύλη, σὰν αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἄνδρες ποὺ γέννησε αὐτὸ τὸ ἔθνος. Ξεκίνησε τὸ ᾿12 ἀπὸ μιὰ μικρὰ γωνία καὶ ἔφτασε μέχρι Ἄγκυρα καὶ Σόφια. Τὸ ἔτρεμαν ὅλοι. Λίγο ἀκόμη καὶ ἡ ἑλληνικὴ σημαία θὰ ἐκυμάτιζε στὴν Ἄγκυρα καὶ θὰ λειτουργούσαμε στὴν Ἁγιὰ – Σοφιά. Μᾶς ἔφαγε ὅμως ἡ διχόνοια. Ὦ διχόνοια, κατάρα τοῦ γένους μας, ὄλεθρος καὶ καταστροφή!
Σ᾿ ἐμᾶς τώρα ἁρμόζουν αὐτὰ τὰ λόγια· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».
Θέλετε ἀποδείξεις; Θ᾿ ἀναφέρω μερικές, καὶ θὰ τελειώσω τὸν λόγο.
Τὸν ἔλεγχο αὐτὸ τὸν ἀπηύθυνε ὸ Χριστὸς πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν. Ἂν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς στὸν κόσμο, ποὺ ἀγαπήθηκε καὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, εἶνε ὁ λαὸς αὐτός.
Ἦταν σκλαβωμένος 400 χρόνια στὴν σκληρὰ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ὁ Κύριος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο τὸν ἐλευθέρωσε. Ἦταν πεινασμένος στὴν ἔρημο, καὶ τὸν ἔθρεψε μὲ τὸ γλυκύτατο φαγητὸ ποὺ ἔστελνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, τὸ μάνα. Ὅταν δίψασε, χτύπησε ὁ Μωϋσῆς τὸ ῥαβδί του καὶ βγήκανε ἀπὸ τὰ βράχια ποταμοὶ ὕδατος καὶ πότισαν τὸν διψασμένο αὐτὸ λαό. Παρουσιάστηκαν φίδια φαρμακερὰ στὴν ἔρημο ποὺ τὸν ἐδάγκωναν καὶ τὸν ἐξωλόθρευαν, καὶ ὁ Κύριος τὰ ἐξώντωσε. Ὅταν φυλὲς καὶ λαοὶ τὸν πολεμοῦσαν, ὁ Κύριος τὸν προστάτευε καὶ τοῦ χάριζε τὴ νίκη. Ἔτσι εἰσῆλθε στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ῥέουσα μέλι καὶ γάλα.
Αὐτὲς καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες εὐεργεσίες ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Καὶ αὐτὸς ἔδειξε τὴ μεγάλη του ἀχαριστία καὶ ἀπιστία. Καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἀμετανόητος.
Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, αὐτοὶ τὸν κατηγόρησαν, τὸν διέβαλαν, τὸν συκοφάντησαν, τὸν δίκασαν καὶ τὸν κατεδίκασαν σὲ σταυρικὸ θάνατο. Τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν σταύρωσαν ζήτησαν, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ νὰ πέσῃ τιμωρητικὰ σ᾿ αὐτοὺς καὶ στὰ παιδιά τους· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25).
Καὶ μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι εἶνε σκορπισμένοι στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν ἕνα σατανικὸ παιχνίδι.
Οἱ αἱρέσεις (ὁ χιλιασμός), ὁ μασονισμός, ὁ ἄθεος κουμμουνισμὸς ἔχουν τὶς ῥίζες τους μέσα στὸ ἰουδαϊκὸ σύστημα. Καὶ μέχρι σήμερα (στὸ Ἰσραὴλ) μισοῦν τοὺς Χριστιανούς, μισοῦν τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο. Κ᾿ ἐφέτος πῆγαν νὰ τὸ ῥημάξουν τελείως μὲ τὶς καταστροφὲς ποὺ ἔκαναν.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος στὸν λαὸ αὐτὸ ἀπευθύνει κυρίως τὸν ἔλεγχο, τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ὕστερα ἀπὸ τὸν λαὸ αὐτό, ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐεργέτησε ἕναν ἄλλο λαό, τὸν Ἑλληνικό.
Δὲν εἶνε μικρὸ καὶ ἀσήμαντο τὸ ὅτι τὸ ἱστορικό μας ἔθνος, ποὺ βυθίζει τὶς ῥίζες του σὲ τρεῖς καὶ τέσσερις χιλιάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ἔμεινε καὶ αὐτὸ σκλαβωμένο 400 χρόνια, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἐξηγέρθη καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του.
Τὸ ἔθνος αὐτὸ τὸ εὐλογημένο, ποὺ ἐγέννησε μεγάλους διδασκάλους καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐγέννησε ῥήτορας ζωγράφους γλύπτας καὶ ἄλλα μεγάλα πνεύματα· ποὺ ὅταν αὐτὸ τὸ ἔθνος ἔχτιζε Παρθενῶνες καὶ Ἁγια – Σοφιές, ἄλλοι λαοὶ στὰ δάση ἔτρωγαν βαλανίδια· αὐτὸ τὸ ἔθνος τὸ εὐλογημένο, ποὺ πέρασε διὰ πυρὸς καὶ αἵματος, τώρα ξέφυγε ἀπὸ τὴν τροχιά του.
Δὲν εἴμεθα ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δὲν εἴμεθα ὅπως οἱ ἥρωες τοῦ ᾿21, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Μιαούλης, ὁ Κολοκοτρώνης. Δὲν εἴμεθα σὰν τὸν Πλαστήρα, τὸν Κοντύλη, σὰν αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἄνδρες ποὺ γέννησε αὐτὸ τὸ ἔθνος. Ξεκίνησε τὸ ᾿12 ἀπὸ μιὰ μικρὰ γωνία καὶ ἔφτασε μέχρι Ἄγκυρα καὶ Σόφια. Τὸ ἔτρεμαν ὅλοι. Λίγο ἀκόμη καὶ ἡ ἑλληνικὴ σημαία θὰ ἐκυμάτιζε στὴν Ἄγκυρα καὶ θὰ λειτουργούσαμε στὴν Ἁγιὰ – Σοφιά. Μᾶς ἔφαγε ὅμως ἡ διχόνοια. Ὦ διχόνοια, κατάρα τοῦ γένους μας, ὄλεθρος καὶ καταστροφή!
Σ᾿ ἐμᾶς τώρα ἁρμόζουν αὐτὰ τὰ λόγια· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».
Θέλετε ἀποδείξεις; Θ᾿ ἀναφέρω μερικές, καὶ θὰ τελειώσω τὸν λόγο.
* * *
Πῶς φαίνεται ἡ πίστι; Τί λέγει ὁ Κύριος; Δεῖξε τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου (βλ. Ἰακ. 2,18). Καὶ ποῖα εἶνε τὰ ἔργα; Δὲν σᾶς λέω τὶς μεγάλες καὶ δύσκολες ἐντολές, ποὺ ὁ πιστὸς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατορθώνει, ἀλλὰ τὰ μικρὰ καὶ εὔκολα ποὺ μᾶς συνιστᾷ ὁ Κύριος.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς λ.χ.. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα; Φτερά στὰ πόδια! Ὅλοι οἰκογενειακῶς νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνετε. Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα καὶ βρόντα. Τὸ ποσοστὸ τῶν ἐκκλησιαζομένων στὴν Ἑλλάδα ἔπεσε πάρα πολὺ χαμηλά. Μέσα στοὺς 100 οὔτε οἱ 10 δὲν ἐκκλησιάζονται. Ἀλλοίμονο στὸ ἀνδρόγυνο ποὺ κοιμᾶται τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα. Ἀλλοίμονο στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς νέους, ποὺ δὲν ξυπνοῦν γιὰ νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησία, καὶ φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν ζητᾷ πολλὰ πράγματα ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός. Ἑκατὸν ἑξηνταοκτὼ ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· μία ὥρα ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν διαθέτεις λοιπὸν οὔτε μιὰ ὥρα γιὰ νὰ συνομιλήσῃς μὲ τὸ Θεό; Ἔλα λοιπόν, ἁμαρτωλὲ ἄνθρωπε, ἐδῶ στὸ ναό, νὰ πῇς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ἔτσι ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς Θεό. Καὶ βλέπουμε τὰ ἀποτελέσματα καθημερινῶς.
Δεύτερη εὔκολη ἐντολὴ ποὺ πρέπει νὰ ἐφαρμόσετε εἶνε· Παντρεύεστε, καὶ καλὰ κάνετε· εὐλογημένος εἶνε ὁ γάμος ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν θὰ ζήσετε στὰ βουνά. Δὲν προπαγανδίζουμε ὑπὲρ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Θέλουμε ὁ κόσμος μέσα στὴν κοινωνία νὰ ἁγιάσῃ καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἅγιες οἰκογένειες. Παντρέψου λοιπόν, ἀφοῦ τὸ θέλεις. Ἀλλὰ ἕνας ἄνδρας καὶ μιὰ γυναίκα εἶνε τὸ ἰδεῶδες τοῦ γάμου, ἑνωμένοι πάντοτε μέσα στὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀνδρόγυνο. Καὶ ὅμως τώρα στὴν Ἑλλάδα μας τὴν εὐλογημένη, ποὺ ἄλλοτε ἑκατὸ χρόνια νὰ περνοῦσαν δὲν ἔβγαινε διαζύγιο, Σικάγο γίναμε. Ἀπὸ τὰ διαζύγια ζοῦν οἱ δικηγόροι. Φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργοῦνται τὰ οἰκογενειακὰ δράματα.
Τὴν πρώτη ἐντολή, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, δὲν τὴν ἐφαρμόζετε. Τὴν δεύτερη, μιὰ κατάρα φοβερὴ καὶ ἀπαίσια αὔξησε στὴν πατρίδα μας τὰ διαζύγια. Τὴν τρίτη; Ποιά εἶνε ἡ τρίτη; Καλά, παντρεύτηκες, γιὰ νὰ κάνῃς παιδιά. Κάνεις λοιπὸν τὰ παιδιὰ ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεός; Εἶνε πλέον συχνὸ κήρυγμά μου. Τὸ θεωρῶ τὸ φοβερώτερο ἔγκλημα, ποὺ διαπράσσεται ἐπάνω στὴν Ἑλληνικὴ γῆ. Ἀφοῦ παντρεύτηκες, θὰ γεννήσῃς ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑπτά, ὀκτώ, ἐννέα, δέκα παιδιά. Οἱ πολύτεκνες οἰκογένειες εἶνε μιὰ ἱστορία εὐλογημένη τοῦ γένους. Τώρα ἔμειναν στὰ δύο παιδιά. Σβήνει τὸ ἱστορικό μας ἔθνος. Τὸ 1912 στὴν μικρή μας πατρίδα ἕνας Ἕλληνας πέθαινε, καὶ ὥσπου νὰ βασιλεύσῃ ὁ ἥλιος ὀκτὼ ἀγοράκια καὶ κοριτσάκια γεννιόνταν. Τώρα, τὸ 1990, ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει, μισὸς γεννιέται! Ὦ βουνά, κάμπη καὶ πεδιάδες, κλαύσατε καὶ πενθήσατε γι᾿ αὐτὴ τὴν ὑπογεννητικότητα καὶ γι᾿ αὐτὲς τὶς δολοφονίες, ποὺ γίνονται στὸν εὐλογημένο μας τοῦτο τόπο. Ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ στὰ Βαλκάνια. Οἱ Τοῦρκοι πέρα στὸν Ἕβρο εἶνε γεμᾶτοι παιδιά. Στὴν συνθήκη τῆς Λωζάνης ἦταν 50.000, καὶ τώρα ἔγιναν 200.000. Δὲν χρειάζετε νὰ κάνουν πόλεμο γιὰ νὰ μᾶς τὴν πάρῃ. Στὴν Τουρκία ἕνας Τοῦρκος πεθαίνει τὸ πρωΐ, ὀκτὼ – ἐννιὰ – δέκα γεννιῶνται μέχρι τὸ βράδι.
Πιστεύεις; Δεῖξε τὴν πίστι σου μὲ τὰ ἔργα σου. Δεῖξ᾿ την στὸν ἐκκλησιασμό σου κάθε Κυριακή. Κάνε γάμο ἐκκλησιαστικό, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, εὐλογημένο γάμο. Φέρε παιδιὰ στὸν κόσμο καὶ λάτρευε μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ Θεό. Δυστυχῶς φύγαμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς λ.χ.. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα; Φτερά στὰ πόδια! Ὅλοι οἰκογενειακῶς νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνετε. Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα καὶ βρόντα. Τὸ ποσοστὸ τῶν ἐκκλησιαζομένων στὴν Ἑλλάδα ἔπεσε πάρα πολὺ χαμηλά. Μέσα στοὺς 100 οὔτε οἱ 10 δὲν ἐκκλησιάζονται. Ἀλλοίμονο στὸ ἀνδρόγυνο ποὺ κοιμᾶται τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα. Ἀλλοίμονο στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς νέους, ποὺ δὲν ξυπνοῦν γιὰ νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησία, καὶ φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν ζητᾷ πολλὰ πράγματα ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός. Ἑκατὸν ἑξηνταοκτὼ ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· μία ὥρα ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν διαθέτεις λοιπὸν οὔτε μιὰ ὥρα γιὰ νὰ συνομιλήσῃς μὲ τὸ Θεό; Ἔλα λοιπόν, ἁμαρτωλὲ ἄνθρωπε, ἐδῶ στὸ ναό, νὰ πῇς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ἔτσι ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς Θεό. Καὶ βλέπουμε τὰ ἀποτελέσματα καθημερινῶς.
Δεύτερη εὔκολη ἐντολὴ ποὺ πρέπει νὰ ἐφαρμόσετε εἶνε· Παντρεύεστε, καὶ καλὰ κάνετε· εὐλογημένος εἶνε ὁ γάμος ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν θὰ ζήσετε στὰ βουνά. Δὲν προπαγανδίζουμε ὑπὲρ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Θέλουμε ὁ κόσμος μέσα στὴν κοινωνία νὰ ἁγιάσῃ καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἅγιες οἰκογένειες. Παντρέψου λοιπόν, ἀφοῦ τὸ θέλεις. Ἀλλὰ ἕνας ἄνδρας καὶ μιὰ γυναίκα εἶνε τὸ ἰδεῶδες τοῦ γάμου, ἑνωμένοι πάντοτε μέσα στὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀνδρόγυνο. Καὶ ὅμως τώρα στὴν Ἑλλάδα μας τὴν εὐλογημένη, ποὺ ἄλλοτε ἑκατὸ χρόνια νὰ περνοῦσαν δὲν ἔβγαινε διαζύγιο, Σικάγο γίναμε. Ἀπὸ τὰ διαζύγια ζοῦν οἱ δικηγόροι. Φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργοῦνται τὰ οἰκογενειακὰ δράματα.
Τὴν πρώτη ἐντολή, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, δὲν τὴν ἐφαρμόζετε. Τὴν δεύτερη, μιὰ κατάρα φοβερὴ καὶ ἀπαίσια αὔξησε στὴν πατρίδα μας τὰ διαζύγια. Τὴν τρίτη; Ποιά εἶνε ἡ τρίτη; Καλά, παντρεύτηκες, γιὰ νὰ κάνῃς παιδιά. Κάνεις λοιπὸν τὰ παιδιὰ ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεός; Εἶνε πλέον συχνὸ κήρυγμά μου. Τὸ θεωρῶ τὸ φοβερώτερο ἔγκλημα, ποὺ διαπράσσεται ἐπάνω στὴν Ἑλληνικὴ γῆ. Ἀφοῦ παντρεύτηκες, θὰ γεννήσῃς ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑπτά, ὀκτώ, ἐννέα, δέκα παιδιά. Οἱ πολύτεκνες οἰκογένειες εἶνε μιὰ ἱστορία εὐλογημένη τοῦ γένους. Τώρα ἔμειναν στὰ δύο παιδιά. Σβήνει τὸ ἱστορικό μας ἔθνος. Τὸ 1912 στὴν μικρή μας πατρίδα ἕνας Ἕλληνας πέθαινε, καὶ ὥσπου νὰ βασιλεύσῃ ὁ ἥλιος ὀκτὼ ἀγοράκια καὶ κοριτσάκια γεννιόνταν. Τώρα, τὸ 1990, ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει, μισὸς γεννιέται! Ὦ βουνά, κάμπη καὶ πεδιάδες, κλαύσατε καὶ πενθήσατε γι᾿ αὐτὴ τὴν ὑπογεννητικότητα καὶ γι᾿ αὐτὲς τὶς δολοφονίες, ποὺ γίνονται στὸν εὐλογημένο μας τοῦτο τόπο. Ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ στὰ Βαλκάνια. Οἱ Τοῦρκοι πέρα στὸν Ἕβρο εἶνε γεμᾶτοι παιδιά. Στὴν συνθήκη τῆς Λωζάνης ἦταν 50.000, καὶ τώρα ἔγιναν 200.000. Δὲν χρειάζετε νὰ κάνουν πόλεμο γιὰ νὰ μᾶς τὴν πάρῃ. Στὴν Τουρκία ἕνας Τοῦρκος πεθαίνει τὸ πρωΐ, ὀκτὼ – ἐννιὰ – δέκα γεννιῶνται μέχρι τὸ βράδι.
Πιστεύεις; Δεῖξε τὴν πίστι σου μὲ τὰ ἔργα σου. Δεῖξ᾿ την στὸν ἐκκλησιασμό σου κάθε Κυριακή. Κάνε γάμο ἐκκλησιαστικό, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, εὐλογημένο γάμο. Φέρε παιδιὰ στὸν κόσμο καὶ λάτρευε μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ Θεό. Δυστυχῶς φύγαμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα.
* * *
Ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε.
Ἔχω τὴν τίμη νὰ μιλῶ στὸ Φλάμπουρο, σ᾿ ἕνα ἱστορικὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἔχει ἱστορία αἵματος καὶ δακρύων πολλῶν. Καὶ θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ ῥίζες τῆς πίστεως, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πότισμα.
Τί νὰ τὰ κάνῃς τώρα τὰ μέγαρα, μὲ τὴν πολυτέλεια, μὲ τὰ ἔπιπλα, μὲ τὶς τηλεοράσεις, μὲ τὰ ῥαδιόφωνα καὶ μὲ ὅλα τὰ κομφόρ, ὅταν διάβολοι καὶ ὄχι ἄνθρωποι κατοικοῦν σ᾿ αὐτά; Προτιμότερες εἶνε οἱ καλύβες, ὅταν σ᾿ αὐτὲς κατοικοῦν ἅγιοι ἄνθρωποι. Ἁγιασμένα εἶνε τὰ καλύβια τους, ἁγιασμένοι οἱ δρόμοι τους, ἁγιασμένα τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα…
Τώρα φύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦμε μακριά Του. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος, παρὰ νὰ σβήσῃ μέσ᾿ στὴν καρδιά μας ἡ πίστι στὸ Χριστό.
Σᾶς παρακαλῶ ὅλους, ἰδιαίτερα ἐσᾶς τὶς γυναῖκες, ποὺ κρατᾶτε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, σ᾿ αὐτὰ τὰ σατανικὰ καὶ κατηραμένα χρόνια ποὺ βρισκόμαστε, κάθε βράδι στὰ φτωχικά σας σπίτια νὰ γονατίζετε μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα. Νὰ παίρνετε τὸ θυμιατὸ μόλις βασιλεύσῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ ψάλλετε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ὅπου θυμιατό, ὅπου Εὐαγγέλιο, ὅπου λατρεία στὸ Θεό, διάβολος δὲν πατάει.
Προσευχηθῆτε στὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Νὰ μὴ ζητοῦμε πλούτη καὶ θησαυρούς, οὔτε ἄλλα ἐπίγεια ἀγαθά, οὔτε ἐπιστήμη καὶ γνῶσι, ἀλλὰ τὴν πίστι τῶν προγόνων μας. Κι ὅταν ἔχουμε βαθειὰ πίστι στὸ Θεό, θὰ λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ τ᾿ ἄστρα θὰ πέφτουν. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά. Εἶνε πίστις ἀκράδαντος. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ ἤμουν λοῦστρος. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, πιστεύω στὴν πατρίδα, καὶ εὐλογῶ τὸ χωριό σας. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντοτε μαζί σας.
Ἔχω τὴν τίμη νὰ μιλῶ στὸ Φλάμπουρο, σ᾿ ἕνα ἱστορικὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἔχει ἱστορία αἵματος καὶ δακρύων πολλῶν. Καὶ θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ ῥίζες τῆς πίστεως, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πότισμα.
Τί νὰ τὰ κάνῃς τώρα τὰ μέγαρα, μὲ τὴν πολυτέλεια, μὲ τὰ ἔπιπλα, μὲ τὶς τηλεοράσεις, μὲ τὰ ῥαδιόφωνα καὶ μὲ ὅλα τὰ κομφόρ, ὅταν διάβολοι καὶ ὄχι ἄνθρωποι κατοικοῦν σ᾿ αὐτά; Προτιμότερες εἶνε οἱ καλύβες, ὅταν σ᾿ αὐτὲς κατοικοῦν ἅγιοι ἄνθρωποι. Ἁγιασμένα εἶνε τὰ καλύβια τους, ἁγιασμένοι οἱ δρόμοι τους, ἁγιασμένα τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα…
Τώρα φύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦμε μακριά Του. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος, παρὰ νὰ σβήσῃ μέσ᾿ στὴν καρδιά μας ἡ πίστι στὸ Χριστό.
Σᾶς παρακαλῶ ὅλους, ἰδιαίτερα ἐσᾶς τὶς γυναῖκες, ποὺ κρατᾶτε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, σ᾿ αὐτὰ τὰ σατανικὰ καὶ κατηραμένα χρόνια ποὺ βρισκόμαστε, κάθε βράδι στὰ φτωχικά σας σπίτια νὰ γονατίζετε μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα. Νὰ παίρνετε τὸ θυμιατὸ μόλις βασιλεύσῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ ψάλλετε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ὅπου θυμιατό, ὅπου Εὐαγγέλιο, ὅπου λατρεία στὸ Θεό, διάβολος δὲν πατάει.
Προσευχηθῆτε στὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Νὰ μὴ ζητοῦμε πλούτη καὶ θησαυρούς, οὔτε ἄλλα ἐπίγεια ἀγαθά, οὔτε ἐπιστήμη καὶ γνῶσι, ἀλλὰ τὴν πίστι τῶν προγόνων μας. Κι ὅταν ἔχουμε βαθειὰ πίστι στὸ Θεό, θὰ λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ τ᾿ ἄστρα θὰ πέφτουν. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά. Εἶνε πίστις ἀκράδαντος. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ ἤμουν λοῦστρος. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, πιστεύω στὴν πατρίδα, καὶ εὐλογῶ τὸ χωριό σας. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντοτε μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 12-8-1990)
Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.