5.11.17

Έχω γνωρίσει λαϊκούς που αγίασαν με την άσκηση που έκαναν...

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου,


Έχω γνωρίσει λαϊκούς που αγίασαν με την άσκηση που έκαναν. Να, δεν έχει πολλά χρόνια που στο Άγιον Όρος εργαζόταν για αρκετό καιρό ένας λαϊκός με το παιδί του. 

Έπειτα βρέθηκε μια καλή δουλειά στην πατρίδα τους και ο πατέρας αποφάσισε να φύγει και να πάρει και το παιδί, για να είναι όλη η οικογένεια κοντά. Το παιδί του όμως είχε συγκινηθεί από την ασκητική ζωή των μοναχών και έχοντας υπ᾿ όψιν του και την κοσμική ζωή με το άγχος δεν θέλησε να τον ακολουθήσει και να γυρίσει στον κόσμο. «Αφού, πατέρα, έχεις και άλλα παιδιά, του είπε, άφησε και ένα στο Περιβόλι της Παναγίας». Επειδή επέμενε, αναγκάστηκε ο πατέρας του να τον αφήσει. 

Το παλληκάρι αυτό ήταν αγράμματο, αλλά ήταν πολύ ευαίσθητο και είχε πολύ φιλότιμο και απλότητα. Αισθανόταν τον εαυτό του πολύ ανάξιο, για να γίνει μοναχός, επειδή νόμιζε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα μοναχικά του καθήκοντα. Βρήκε λοιπόν μια μικρή καλύβα, που την χρησιμοποιούσαν παλιά για τα ζώα, έκλεισε με πέτρες και φτέρες την πόρτα και το παράθυρο και άφησε μια μικρή στρογγυλή τρύπα, για να μπαινοβγαίνει στριμωχτά, την οποία έκλεινε από μέσα με ένα κουρελιασμένο παλτό, που είχε βρει εκεί πεταγμένο. Ούτε φωτιά δεν άναβε. Οι φωλιές των πουλιών φυσικά ήταν καλύτερες από τη φωλιά του, όπως και τα γιατάκια των ζώων πάλι ήταν καλύτερα από το δικό του. Τη χαρά όμως που είχε αυτή η ψυχή δεν την έχουν όσοι ζουν σε πλούσια παλάτια, γιατί αυτός αγωνιζόταν για τον Χριστό, και ο Χριστός ήταν κοντά του, όχι μόνο στην καλύβα του, αλλά και μέσα στο πνευματικό του σπίτι, στο σώμα του, στην καρδιά του. Γι’ αυτό ζούσε μέσα στον Παράδεισο. Από τη φωλιά του έβγαινε κατά καιρούς και περνούσε από κανένα Κελλί, στο οποίο οι Πατέρες είχαν εξωτερικές εργασίες στους κήπους. Βοηθούσε στις δουλειές και του έδιναν λίγο παξιμάδι και λίγες ελιές. Εάν δεν τον άφηναν να εργαστεί, δεν δεχόταν ευλογίες. Τις ευλογίες που έπαιρνε, έπρεπε να τις πληρώσει με την εργασία του διπλά. 

Φυσικά την πνευματική του ζωή μόνον ο Θεός την γνώριζε, γιατί ζούσε στην αφάνεια, απλά και αθόρυβα. Από ένα όμως περιστατικό που έγινε γνωστό μπορεί κανείς πολλά να καταλάβει. Μια φορά πέρασε από ένα μοναστήρι και ρώτησε πότε αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή– αν και γι’ αυτόν όλος ο χρόνος σχεδόν ήταν Μεγάλη Σαρακοστή–, και ύστερα πήγε και κλείστηκε στη φωλιά του. Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες, χωρίς να καταλάβει πότε πέρασαν. Κάποια μέρα βγήκε και πήγε σε ένα μοναστήρι να ρωτήσει πότε είναι το Πάσχα. Παρακολούθησε την ακολουθία, κοινώνησε στην Θεία Λειτουργία και εν συνεχεία πήγε με τους Πατέρες στην τράπεζα. Βλέπει στην τράπεζα κόκκινα αυγά– ήταν απόδοση του Πάσχα. Παραξενεύτηκε και ρώτησε έναν αδελφό: «Καλά, ήρθε το Πάσχα;». «Τι Πάσχα; του απαντά ο αδελφός. Αύριο είναι της Αναλήψεως!». Δηλαδή είχε νηστέψει όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή και άλλες σαράντα μέρες μέχρι της Αναλήψεως! 

Με τέτοιον τρόπο αγωνιζόταν μέχρι την ώρα του θανάτου του. Τον βρήκε νεκρό ένας κυνηγός δύο μήνες μετά τον θάνατό του και ειδοποίησε την αστυνομία και τον γιατρό. Ο γιατρός μου είπε: «Όχι μόνο δεν μύριζε, αλλά αντιθέτως είχε μια ευωδία».

Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, Λόγοι Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, σελ. 179-181
Ιερόν Ησυχαστήριον "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", Βασιλικά Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.