20.1.18

Έχουμε ευθύνη - Αγίου Παϊσίου (Λόγοι Β΄ - Πνευματική Αφύπνιση)

χουμε εθνη[1]


Εχε ρθει στ Καλβι νας θεος μχρι τ κκκαλο.   φο επε διφορα, μετ μο λει: «γ εμαι εκονομχος». π κε πο δν πστευε τποτε, στερα λεγε τι εναι εκονομχος. «Βρ θεφοβε, το λω, σ φο δν πιστεεις σ τποτε, τ μο λς τι εσαι εκονομχος;
Ττε, τν καιρ τς Εκονομαχας[2], μερικο Χριστιανο π περβολικ ζλο πεσαν σ πλνη, φθασαν στν λλη κρη, κα μετ κκλησα τοποθτησε τ θμα· δν εναι τι δν πστευαν».ποστριζε ν τ μεταξ λη τν σημεριν κατσταση. Μαλσαμε κε πρα. «Καλ, το λω, κατσταση εναι ατ; Δικαστικο ν φοβονται ν δικσουν, ν κνουν μηνσεις γι γκληματες κα ν τος πειλον νας κα λλος κα ν ναγκζωνται ν τς ποσρουν; Κα τελικ ποιο κυβερνον; Σ ναπαει ατ κατσταση; ποστηρζεις ατος; σ εσαι γκληματας. Γι᾿ ατ ρθες; ντε, φγε π δ!». Τν διωξα.
 – Γροντα, δν φοβστε τσι πο μιλτε;
 – Τ ν φοβηθ; Τν τφο μου τν χω νοξει. ν δν τν εχα νοξει, θ μ πασχολοσε πο θ κουραζταν λλος ν σκψη. Τρα θ χρειασθ ν ρξη μνο λγους τενεκδες χμα...
χω π᾿ ψιν μου ναν λλον θεο, ναν βλσφημο, πο τν φνουν στν τηλεραση κα μιλει, ν χει πε τ πι βλσφημα λγια γι τν Χριστ κα τν Παναγα. Δν παρνει κα κκλησα μι θση ν φορση μερικος. Ατος πρεπε ν τος φορζη κκλησα. Λυπονται τν φορισμ!
 – Γροντα, τ θ καταλβουν μ τν φορισμ, φο τποτε δν παραδχονται;
 – Τολχιστον ν φαν τι κκλησα παρνει μι θση.
 – σιωπ της, Γροντα, εναι σν ν τ ναγνωρζη;
 – Να. γραψε νας κτι βλσφημα γι τν Παναγα κα κανες δν μλησε. Λω σ κποιον: «Δν εδες τ γρφει κενος;». «, τ ν τος κνης, μο λει. Θ λερωθς, ν σχοληθς μαζ τους». Φοβονται ν μιλσουν.
 – Τ εχε ν φοβηθ, Γροντα;
 – Ν μ γρψουν τποτε γι᾿ ατν κα κτεθ, κα νχεται ν βλασφημται Παναγα! Ν μ θλουμε ν βγλη λλος τ φδι π τν τρπα, γι ν χουμε μες τν συχα μας. Ατ εναι λλειψη γπης. στερα ρχζει νθρωπος ν κινται π συμφρον. Γι' ατ βλπεις να πνεμα σμερα: «Μ τν τδε ν χουμε σχσεις, γι ν μς λη καλ λγια. Μ τν λλο ν τ χουμε καλ, γι ν μ μς διασρη κ.λπ. Ν μ μς προυν γι κοριδα, ν μ γνουμε θματα». λλος διαφορε κα δν μιλει. «Ν μ μιλσω, λει, γι ν μ μ γρψουν ο φημερδες». Ο περισστεροι δηλαδ εναι τελεως διφοροι. Τρα ρχισε λγο κτι ν γνεται. Τσον καιρ δν γραφε καννας τποτα. Εχα βλει τς φωνς πρν π χρνια σ κποιον στ γιον ρος. «Πολ πατριωτισμ χεις», μο λει. Πρν π λγο καιρ ρθε κα μ βρκε: «λα τ διλυσαν, μο λει, οκογνεια, παιδεα...». Το λω κα γ μ τν σειρ μου: «Πολ πατριωτισμ χεις!».
λη ατ κατσταση χει κνει να κακ κα να καλ. Τ κακ εναι τι κα κενοι πο εχαν κτι μσα τους, ρχισαν ν διαφορον, γιατ λνε: «γ θ σιξω τν κατσταση;». Τ καλ εναι τι πολλο ρχισαν ν προβληματζωνται κα ν λλζουν. Μερικο ρχονται κα μ βρσκουν κα προσπαθον ν δικαιολογσουν να κακ πο καναν προηγουμνως, γιατ χουν προβληματισθ.
 – Δηλαδ, Γροντα, πρπει πντα ν μολογομε τ «πιστεω» μας;
 – Χρειζεται δικριση. Εναι φορς πο δν πρπει ν μιλσουμε κα λλες φορς πο πρπει ν μολογομε μ παρρησα τ «πιστεω» μας, γιατ φρουμε εθνη, ν δν μιλσουμε. Σ' ατ τ δσκολα χρνια καθνας μας πρπει ν κνη ,τι γνεται νθρωπνως κα ,τι δν γνεται νθρωπνως ν τ φνη στν Θε. τσι θ χουμε συχη τν συνεδησ μας τι κναμε κενο πο μποροσαμε. ν δν ντιδρσουμε, θ σηκωθον ο πργονο μας π τος τφους. κενοι πφεραν τσα γι τν πατρδα κα μες τ κνουμε γι᾿ ατν; λλδα, ρθοδοξα, μ τν παρδοσ της, τος γους κα τος ρως της, ν πολεμται π τος διους τος λληνες κα μες ν μ μιλμε! Εναι φοβερ! Επα σ κποιον: «Γιατ δν μιλτε; Τ εναι ατ πο κνει τδε;». «Τ ν πς, μο λει, ατς λος βρωμει». «ν βρωμη λος, γιατ δν μιλτε; Χτυπστε τον». Τποτε, τν φνουν. ναν πολιτικ τν φτυσα. «Πς, το λω, "δν συμφων μ᾿ ατ". Τμια πργματα. Θλεις ν ξυπηρετηθς σ κα ν ρημξουν λα;».
ν ο Χριστιανο δν μολογσουν, δν ντιδρσουν, ατο θ κνουν χειρτερα. ν, ν ντιδρσουν, θ τ σκεφθον. λλ κα ο σημερινο Χριστιανο δν εναι γι μχες. Ο πρτοι Χριστιανο ταν γερ καρδια· λλαξαν λο τν κσμο. Κα στν βυζαντιν ποχ μι εκνα βγαζαν π τν κκλησα κα ντιδροσε κσμος. δ Χριστς σταυρθηκε, γι ν ναστηθομε μες, κα μες ν διαφορομε! ν κκλησα δν μιλη, γι ν μν ρθη σ ρξη μ τ κρτος, ν ο μητροπολτες δν μιλον, γι ν τ χουν καλ μ λους, γιατ τος βοηθνε στ δρματα κ.λπ., ο γιορετες πλι ν δν μιλον, γι ν μν τος κψουν τ πιδματα[3], ττε ποις θ μιλση; Επα σ κποιον γομενο: «ν σς πον τι θ σς κψουν τ πιδματα, ν πτε: "Θ κψουμε κα μες τν φιλοξενα", γι ν προβληματισθον». Ο καθηγητς τς Θεολογας κ.λπ. δν φωνζουν, γιατ λνε: «Εμαστε πλληλοι· θ χσουμε τν μισθ μας, κα μετ πς θ ζσουμε;». Τ μοναστρια ν τ μεταξ τ πιασαν μ τς συντξεις. Γιατ γ δν θλω ν πρω οτε ατν τν ταπειν σνταξη το Ο.Γ.Α.; κμη κα σφαλισμνο σ μι σφλεια το Ο.Γ.Α. ν τν χουν τν μοναχ, κα ατ δν εναι τμιο. Ν τν χουν σφαλισμνο ς πορο, να· ατ τν τιμ. λλ ν τν χουν σφαλισμνο στν Ο.Γ.Α., γιατ; μοναχς φησε μεγλες συντξεις, φυγε π τν κσμο κα ρθε στ μοναστρι, κα ν πρη πλι σνταξη! Κα ν φθνουμε γι τν σνταξη ν προδσουμε τν Χριστ!
 – Δν ννοετε, Γροντα, ν λ.χ. μι μοναχ δολεψε ς δασκλα μερικ χρνια κα δικαιοται κποια σνταξη;
 – Καλ, ατ τλος πντων. Τρα μως ν σο π, ν κα ατν τν σνταξη τν διαθση κπου, θ πρη μι γερ σνταξη π τν Χριστ.




[1] Επθηκαν το 1992.

[2] Εκονομχοι νομζονταν ο Χριστιανο ο ποοι ρνονταν τν πδοση τιμς στς εκνες. εκονομαχα συνετραξε π να αἰώνα κα πλον τν Βυζαντιν Ατοκρατορα (726–843) κα ληξε ρχικ μ τν Ζ Οκουμενικ Σνοδο τ 787, ποα τν καταδκασε ς αρεση. Τν ναζωπρωση τς εκονομαχας π τν Λοντα Ε τν ρμνιο κατπαυσε Πατριρχης Μεθδιος τ 843.

[3]  Γροντας ννοε τν οκονομικ χορηγα ( τ μετοχιακ μισθματα), δηλαδ να ποσ χρημτων τ ποο τ λληνικ κρτος νλαβε τν ποχρωση π τ 1924 ν δνη κθε χρνο στς ερς Μονς το γου ρους, πειδ ο Μονς δωσαν στος πρσφυγες τ μετχια τους, π τ ποα εχαν τ λδι, τ σιτρι, τ κρασ κ.λπ. τς χρονις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.