Τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
Ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην,
διὰ νὰ εὐλογήσῃ τὸν γάμον, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἀρραβὼν εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ γάμου, διὰ νὰ δείξῃ καὶ ἐσένα
παράδειγμα, πὼς τὸ δακτυλίδι ὁποὺ πρῶτον δίδει ὁ ἄνδρας εἰς τὴν γυναῖκα πρέπει νὰ εἶναι
μαλαματένιο καὶ νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸ δάκτυλό της
ἡ γυναῖκα καθαρὴ ὡσὰν ἐτοῦτο τὸ μάλαμα.
Ἔ, τότε νὰ τὸ δεχτῇς καὶ νὰ τὸ βάλῃς εἰς τὸ δάκτυλό
σου, καὶ νὰ προτιμήσῃς νὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου
καὶ τὸ
κεφάλι σου παρὰ νὰ καταπατήσῃς τὴν τιμὴν τοῦ ἀνδρός σου.
Ὁμοίως
στέλνεις καὶ ἐσὺ ἡ γυναῖκα εἰς τὸν ἄνδρα ἕνα δακτυλίδι
ἀσημένιο, νὰ τὸν διδάξῃς καὶ αὐτόν.
Τοῦ φανερώνεις μὲ τὸ δακτυλίδι καὶ λέγεις πὼς ἀνίσως ἐσὺ ὁ ἄνδρας καὶ εἶσαι στέρεος ὡσὰν ἀσήμι, ἔ, τότε νὰ τὸ δεχτῇς καὶ νὰ τὸ βάλῃς εἰς τὸ δάκτυλό σου καὶ νὰ βάνῃς τὴν ζωήν
σου καὶ τὸ κεφάλι σου
διὰ τὴν γυναῖκα σου.
Αὐτὸ φανερώνει ὁ ἀρραβὼν τοῦ γάμου. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς οἱ παντρεμένες
τίμια διὰ τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισε ὁ πανάγαθος
Θεός· σᾶς ἐχάρισε καὶ εὐλογημένον
γάμον.
Νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους ἀνάμεσα εἰς τὰ πολλὰ κακὰ ὁποὺ ἔχουν, ἔχουν καὶ καταφρονεμένον γάμον.
Πῶς γίνεται ὁμοίως ὁ γάμος τῶν χριστιανῶν εὐλογημένος καὶ πῶς γίνεται καταφρονημένος, ἤγουν
κατηραμένος, δὲν εἶναι ἰδικόν μου ἔργον νὰ ἠξεύρω καὶ νὰ τὸν διδάσκω· πρέπει νὰ ἠξεύρω τὴν καλογερικήν μου νὰ σωθῶ.
Εἶναι ἄπρεπον ὁ καλόγηρος νὰ διδάσκῃ περὶ γάμων. Μὰ πάλιν ἀπὸ τὸ ἄπρεπον ἐβγαίνομεν κέρδος. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ, παιδί μου,
ἔπρεπεν ὁ πατέρας σου
καὶ ἡ μητέρα σου
νὰ σοῦ τὰ εἰπῇ.
Μὰ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠξεύρουν νὰ σοῦ τὰ εἰποῦν, σοῦ λέγω αὐτὸ τὸ μικρόν, ζήτησε καὶ ἀπὸ λόγου σου νὰμάθῃς τὰ πολλά.
Ἄκουσε, παιδί
μου· ὅταν θέλῃς νὰ νυμφευθῇς, νὰ ζητήσῃς, πρῶτον, γυναῖκα νὰ μὴν εἶναι ἀπὸ τὴν
συγγένειά σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας· δεύτερον, νὰ ἔχῃ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν της καὶ τρίτον, νὰ εἶναι στολισμένη μὲ τὴν ἐντροπήν.
Ἐπῆρες γυναῖκα πτωχή; ἐπῆρες σκλάβα· ἐπῆρες γυναῖκα πλούσια; ἔγινες ἐσὺ σκλάβος, ἐπῆρες ραβδὶ τῆς κεφαλῆς σου.
Πρῶτον νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ στεφανώνεστε εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.
Καὶ πῶς πρέπει νὰ στεφανώνεστε; Νὰ πάρῃ ὁ παπᾶς τὸν νουνό, τὸν γαμβρὸ καὶ τὴν νύμφη, ἕνα δυὸ ἀνθρώπους, νὰ πάρῃ μία λειτουργία, νὰ βάλῃ τὰ στέφανα, δυὸ δακτυλίδια καὶ δυὸ λαμπάδες.
Νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν. Νὰ βάνῃ τὸν ἄνδρα εἰς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν γυναῖκα εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ νὰ πηγαίνῃ μέσα εἰς τὸ ἅγιο Βῆμα ὁ παπᾶς νὰ ἀνάψῃ τὰς δυὸ λαμπάδας καὶ νὰ κρεμάσῃ τὰ στεφάνια ἐμπρὸς εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν καὶ νὰ βάνῃ τὰ δυὸ δακτυλίδια ἐπάνω, τὸ ἕνα νὰ κοιτάζῃ μέσα
καὶ τὸ ἄλλο ἔξω, διότι
φανερώνει πὼς ὅταν γυρίζῃ ὁ ἀρραβωνιαστικὸς καὶ κοιτάζῃ τὴν ἀρραβωνιαστικιάν, νὰ γυρίζῃ τὸ πρόσωπόν
της ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁμοίως καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικιὰ τὸν γαμβρόν.
Καὶ ὡσὰν τελειώσῃ τὴν Λειτουργίαν, νὰ πάρῃ ὁ παπᾶς δισκέλι, νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸ μέσον τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ καὶ νὰ βάλῃ ἐπάνω τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τὰ δακτυλίδια καὶ τὰ στέφανα, νὰ πάρῃ τὸν γαμβρὸ καὶ τὴν νύμφη νὰ τοὺς βάλῃ ἀντάμα. Καὶ νὰ πάρῃ τὸ θυμιατὸ καὶ τὶς δυὸ λαμπάδες ἀναμμένες, νὰ θυμιάσῃ τὸν γαμβρὸ σταυροειδῶς τρεῖς φορές.
Τὸ θυμιατὸ σημαίνει τὴν Δέσποινα, τὴν Θεοτόκον· τὰ κάρβουνα εἶναι μέσα στὸ θυμιατὸ καὶ δὲν καίεται·ἔτσι καὶ ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἐδέχθηκε τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἐκάηκε, ἀλλὰ μάλιστα ἐφωτίσθηκε.
Τὸ θυμίαμα σημαίνει τὸ πανάγιον
Πνεῦμα, τὸ κούπωμα τοῦ θυμιατοῦ σημαίνει τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, οἱ τρεῖς ἁλυσίδες
σημαίνουν τὴν Ἁγίαν Τριάδα,
τὰ κουδουνάκια
σημαίνουν τὴν
διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Καὶ ἔτσι θυμιάζει ὁ ἱερεὺς τὸν γαμβρόν, τὸν διδάσκει λέγοντάς του: Τοῦτο προσκυνῶ· καὶ ἂν θέλῃς καὶ ἐσὺ καὶ εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, τοῦτο προσκύνα.
Καὶ ἔτσι σκύφτει
καὶ προσκυνᾶ καὶ ὁ παπᾶς καὶ ὁ γαμβρός. Αὐτὸ σημαίνει
τὸ θυμιατό.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ παπᾶς τὸν γαμβρόν: Θέλεις, Ἰωάννη, τὴν Μαρίαν διὰ γυναῖκά σου; Ἀνίσως καὶ εἰπῇ: Τὴν θέλω, τοῦ δίδει τὴν λαμπάδα.
Ὁμοίως ἐρωτᾶ καὶ τὴν νύμφην:
Θέλεις ἐσύ,
Μαρία, τὸν Ἰωάννην διὰ ἄνδρα; Ἀνίσως καὶ τὸν θέλῃ, δὲν ὁμιλεῖ, μόνον
σκύπτει τὴν κεφαλήν της· εἰ δὲ καὶ δὲν τὸν
θέλει καὶ εἶναι χωρὶς τὸ θέλημά της,
φωνάζει: Δὲν τὸν θέλω.
Καὶ ὡσὰν εἰπῇ πὼς δὲν τὸν θέλει, ὁ παπᾶς νὰ μὴ βάλῃ χέρι νὰ τοὺς στεφανώσῃ, διότι κολάζονται. Ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα
καὶ τῶν δυό, τότε
νὰ τοὺς στεφανώσῃ.
Καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ στεφάνωμα νὰ τοὺς μεταλαμβάνῃ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἀνίσως ἔχουν κανένα ἐμπόδιον, ἂς τοὺς κοινωνήση
τὸ κοινὸν ποτήριον.
Ὕστερα τοὺς
παίρνουν ψάλλοντας, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι κάνει δέησιν ὁ παπᾶς, εὐλογεῖ τὴν τράπεζαν
καὶ φεύγει.
Καὶ ὡσὰν περάσουν τρεῖς ἡμέρες, τότε νὰ σμίγετε τὸ ἀνδρόγυνον καὶ νὰ φυλάγεστε τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτὲς μὲ εὐγένειαν, ὡσὰν χριστιανοί.
Δὲν ἔδωσεν ὁ Θεὸς τὴν γυναῖκα διὰ πορνείαν, ἀλλὰ διὰ παιδιά. Καὶ νὰ μὴν κοιμᾶστε εἰς ἕνα στρῶμα τὴν Κυριακήν, διότι σᾶς γκρεμνίζει ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα τὶς ἑορτές. Καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ φεύγῃς τὴν ξένην γυναῖκα καθὼς φεύγεις τὸ φίδι. Καὶ ὄχι μόνον τὴν ξένην γυναῖκα, ἀλλ’ εἶναι καιρὸς νὰ φεύγῃς καὶ τὴν δικήν σου.
Ἔτυχεν ἡ γυναῖκά σου καὶ ἔχει συνήθεια
ἢ εἶναι ἔγκυος,
πρέπει νὰ φυλάγεσαι, ἢ ἐγέννησε καὶ δὲν ἐσαράντισε, δὲν ἐκαθαρίσθηκε.
Καὶ ἐὰν θέλῃς νὰ σμίξῃς μὲ τὴν γυναῖκά σου, πάρε
παράδειγμα· ρώτησε τὸν γεωργὸν νὰ ἰδῇς πόσες φορὲς σπέρνει τὸ χωράφι τὸν χρόνον. Μίαν φορὰν καὶ τὸ ἀφήνει ὣς ὁποὺ γίνεται, καὶ τότε τὸ θερίζει· καὶ ὕστερα πάλιν,
ὡσὰν θέλῃ, τὸ ξανασπέρνει.
Ὁμοίως καὶ ἐσύ, ἀδελφέ μου. Ἔσμιξες μὲ τὴν γυναῖκα σου,
κυοφόρησε; Ἀναχώρησε ἕως ὁποὺ νὰ γεννήσῃ, νὰ σαραντήσῃ νὰ καθαρισθῇ, καὶ τότε
σμίγεις πάλι. Καὶ κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά.
Δὲν βλέπετε τὰ ζῶα ποὺ σμίγουν ἕως ποὺ νὰ ἐγγαστρωθῇ τὸ θηλυκὸν καὶ ὡσὰν γεννήσῃ, τότε ξανασμίγουν; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐντρεπόμαστε νὰ εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῶα. Μὰ πάλιν δὲν ἠμπορεῖς νὰ κάμνῃς αὐτό, σοῦ πέφτει βαρύ;
Κάνε ἄλλο· ταπεινώσου καὶ εἰπὲ πὼς εἶσαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλὸς καὶ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῶα· κατηγόρησε τοῦ λόγου σου, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖ νὰ σὲ σπλαγχνισθῇ ὁ Θεός, νὰ σὲ σώσῃ.
Ἀμὴ νὰ κάμῃς τὴν ἁμαρτίαν, νὰ καυχᾶσαι, νὰ λέγῃς πὼς εἶσαι ἅγιος,
γίνεται τοῦτο νὰ εἶναι; Ὡσὰν παιδιά μου
πνευματικὰ σᾶς
συμβουλεύω· σᾶς τὸ εἶπα πὼς εἰς σὲ λόγου μου εἶναι ἄπρεπον νὰ τὰ λέγω αὐτά, μὰ τί νὰ κάμω
πάλιν; Βλέποντας τὸ γένος μας εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται,
δυσκολεύθηκα καὶ σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε τίποτες.
Καὶ νὰ εἶναι ὁ ἄνδρας ὡσὰν βασιλεὺς καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν βεζίρης, ἤτοι ὁ ἄνδρας ὡσὰν κεφαλὴ καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν σῶμα, τότε εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σας καὶ δὲν σᾶς κολλᾶ κανέναν κακὸν πράγμα, μήτε ἀμποδέματα (μάγια), μήτε γητεύματα, μήτε κανένα.
Ἔτσι περνᾶτε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνετε
καὶ εἰς τὸν Παράδεισον
νὰ χαίρεστε
πάντοτε. Καὶ πλέον ἐξουσίαν δὲν ἔχετε νὰ χωρίζεστε
καὶ μόνον ὁ θάνατος καὶ ἡ πορνεία σᾶς χωρίζει.
Καὶ ἂν τύχῃ καὶ ξεπέσῃ ἡ γυναῖκα μὲ ἄλλον ἄνδρα ἢ ὁ ἄνδρας μὲ ἄλλην γυναῖκα, ἔχουν χρέος νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν ἀρχιερέα νὰ τοὺς χωρίζῃ. Μὰ πάλιν ἐκεῖνος ὁποὺ ἀδικηθῇ ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, καὶ δὲν χωρίσῃ, ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του. Ἀμὴ εἶναι τρόπος ἡ γυναῖκά σου νὰ πορνεύσῃ μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὴν συγχώρησῃς;
Εἶναι. Καὶ τί τρόπος εἶναι; Ἐσύ, παιδί μου, πηγαίνεις εἰς τὴν ξενιτειά, εἰς τὸ χωράφιον, ἡ γυναῖκα σου ἐξέπεσε μὲ ἄλλο πρόσωπο. Ἦλθες εἰς τὸ σπίτι σου. Τί πρέπει νὰ κάμη ἡ γυναῖκα σου;
Πρέπει νὰ πάρῃ ἕνα τσεκούρι καὶ ἕνα ξύλο καὶ νὰ σοῦ βάλῃ μίαν μετάνοια καὶ νὰ σοῦ φιλήσῃ τὸ χέρι καὶ νὰ σοῦ εἰπῇ: Πάρε τοῦτο τὸ τσεκούρι καὶ τὸ ξύλο καὶ νὰ μὲ κάμῃς μίαν χάριν· βάλε με ἐπάνω νὰ μὲ κάμης λιανά
– λιανὰ κομμάτια,
ρίξε με νὰ μὲ φᾶνε οἱ σκύλοι,
διατὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω
τὸ πρόσωπόν
σου, ἐπειδὴ καὶ ἐκαταπάτησα τὴν τιμήν σου
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν θυγατέρα
τοῦ Χριστοῦ, ἔγινα
θυγατέρα τοῦ διαβόλου.
Τί λέγεις, παιδί μου, σὲ βαστᾶ ἡ καρδιά σου νὰ τὴν σκοτώσῃς ἢ νὰ τὴν συγχωρέσῃς;
Μοῦ φαίνεται πὼς θὰ πῇς: Ἂς εἶσαι συγχωρημένη, μὰ ἄλλην φορὰν νὰ μὴ τὸ ξανακάμῃς. Ἀμὴ πότε τὴν χωρίζεις; Ὅταν ἔλθῃς ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ καὶ τὸ μάθῃς ἀπὸ τὸν γείτονά σου, τότε βιάζεσαι ἐξ ἀνάγκης νὰ τὴν χωρίσῃς.
Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος αὔριον εἰς τὴν Δευτέραν
Παρουσίαν, ἀνίσως
καὶ μᾶς εὕρῃ ἀνεξομολογήτους, ἀμετανοήτους, ἀδιορθώτους, βιάζεται νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν· εἰ δὲ ὅταν μᾶς εὕρῃ μετανοημένους, μᾶς σπλαγχνίζεται καὶ μᾶς βάνει εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμαστε πάντοτε.
καὶ μᾶς εὕρῃ ἀνεξομολογήτους, ἀμετανοήτους, ἀδιορθώτους, βιάζεται νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν· εἰ δὲ ὅταν μᾶς εὕρῃ μετανοημένους, μᾶς σπλαγχνίζεται καὶ μᾶς βάνει εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμαστε πάντοτε.
Γίνεται πάλιν κατηραμένος ὁ γάμος νὰ πάρῃς γυναῖκα ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, καὶ νὰ βάνῃς τύμπανα καὶ βιολιά, χοροὺς καὶ τραγούδια, τουφέκια, στολίδια καὶ ἄλλα διαβο-
λικὰ καμώματα.
λικὰ καμώματα.
Τότε γίνεται κατηραμένος ὁ γάμος, γεννῶνται τὰ παιδιά σας τυφλά, βουβά, κωφά, κουτσά,
κακορρίζικα, σεληνιάζονται καὶ τὰ βλέπετε ἐσεῖς οἱ γονεῖς καὶ καίεται ἡ καρδιά σας καὶ σᾶς θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν.
Καὶ νὰ μὴν τὸν κάμνετε τὸν γάμον τὴν Κυριακή, μόνον ὅποια ἡμέρα θέλετε τῆς ἑβδομάδος. Ὄχι πὼς τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀταξίας ὁποὺ γίνονται καὶ μάλιστα λείπετε καὶ ἀπὸ τὴν θείαν Λειτουργίαν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐκδ. Μικρὰ Ζύμη.
ΠΕΙΡΑΙΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
Ἔτος 24ο – Τεῦχος 256 – Φεβρουάριος 2014
Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
Ἔτος 24ο – Τεῦχος 256 – Φεβρουάριος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.