18.4.18

Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ

Τς Γκάϊλα Νόμπλ (Gaila Noble)
Μετάφραση πό κάποιο φόρουμ πρώην Μαρτύρων το εχωβ)
Φίλοι μου γειά σας,
σες μπορε νά μή μέ θυμάστε, λλά γώ σς γνωρίζω πολύ καλά.

Σς συνάντησα πολύ καιρό πρίν ταν ρθατε στό σπίτι μου μέ τά χαμογελαστά σας πρόσωπα, τά ετακτα ροχα σας, τήν ρεμη φωνή καί τήν περιποιημένη γία Γραφή κάτω πό τό μπράτσο σας.
Μο φηγηθήκατε πολλές μορφες στορίες γιά να «πίγειο παράδεισο» καί να «δίκαιο σύστημα» πού θά γκαθιδρυόταν σύντομα. Μέ σαγηνεύσατε. Σς κουσα καί σς φησα νά μο διδάξετε τό δικό σας εδος Χριστιανικς ξιοπρέπειας.

Σς γάπησα. Σς φιέρωσα τό μεγαλύτερο μέρος τς ζως μου. μουν σια καί πάκουη, χωρίς νά συνειδητοποι τι κάποια μέρα θά διαφωνοσα μέ τιδήποτε μο εχατε πε.
ταν σς πρωτοσυνάντησα καί μαθα γιά τόν «παράδεισο», δέν γνώριζα τι γιά νά τόν ποκτήσω θά πρεπε νά πατήσω πάνω στά νεκρά σώματα τς γαπημένης μου οκογένειας, τν λατρευτν φίλων, καί τν γνωστν μου, πειδή πλά ατοί δέν πιθυμοσαν νά γίνουν Μάρτυρες το εχωβ.
Μέ τήν ρεμη γλυκειά φωνή σας καί τόν εγενικό σας τρόπο, μέ πείσατε πώς τιδήποτε καί ποιοσδήποτε δέν συμφωνε μαζί σας ταν “κακό”.
φτασα νά πιστεύω τι λες ο λλες κκλησίες ταν “κακές” καί προέρχονταν πό τό Διάβολο, πως καί τά μέλη τους. Εχα πειστε τι λες ο κυβερνήσεις ταν κακές καί πονηρές, περιλαμβανομένης τς δικς μου καί τι δέν πρεπε νά ποστηρίζω τή χώρα στήν ποία ζοσα.
Σς πίστεψα, σς γάπησα, σς μπιστεύτηκα καί σς πηρέτησα, καί ποτέ δέν μο πέρασε π’ τό νο τι σασταν κανοί νά μέ ξαπατήσετε.
Σς γάπησα τόσο στε νάθρεψα τά μυριάκριβα παιδιά μου σάν Μάρτυρες το εχωβ. Τά δίδαξα τι εστε ξιόπιστοι καί ληθινοί κόλουθοι το Χριστο. Τά κπαίδευσα νά πιστεύουν κάθε σας λέξη.
Πς μποροσα νά φανταστ τι στό μέλλον θά μο καταληστεύατε τή σάρκα καί τό αμα μου μέσα πό τά χέρια μου καί θά τά μποδίζατε νά μέ δον πειδή θά διαφωνοσα μαζί σας;
Ποτέ δέν πρόσεξα τά φαρμακερά δόντια τς καταπίεσης καί τς τυραννίας πού κρύβονταν πίσω π’ τά εγενικά σας χαμόγελα.
Ποτέ δέν γνώριζα τι θά ζητούσατε νά παραδώσω τή διάνοιά μου, τήν ψυχή καί τό πνεμα μου σέ σς καί τι, ν θελα νά τά πάρω πίσω, θά κρατούσατε μήρους τά παιδιά μου καί καμιά κεσία  δάκρυ δέν θά τά λευθέρωνε πό τή θανάσιμη λαβή σας, πειδή εχαν κπαιδευτε νά ποβλέπουν σέ σς ς Θεό, μλλον, παρά πλούς νθρώπους.
ταν προσλθα σέ σς μουν νέα, μορφη καί ντυπωσιακή, πού πέβλεπε σέ μιά σχέση μέ τό Θεό, τό Δημιουργό μου.
λλά μέ καπατσοσύνη καί κενά λόγια μέ πείσατε τι στήν πραγματικότητα δέν μουν ληθινό τέκνο το Θεο, τι τό“καθκον μου” φοροσε μιά ργάνωση καί τι ΑΥΤΗ θά μο λεγε τί νά κάνω καί πς νά σκέφτομαι.
Μετά πό χρόνια κυριαρχίας πάνω μου καί χειραγώγησης, ρχισα νά ποδέχομαι τήν πενιχρή τροφή πού προσφέρατε, καί γινα πρόθυμη νά τήν ποδέχομαι σάν τήν ληθινή “πνευματική τροφή” πό τόν Κύριο, ν πάντοτε ασθανόμουν τι μο ροκάνιζε τό σμα.
Τελικά, νακάλυψα τι μο εχατε κλέψει τή χαρά μου, τήν γάπη μου, τή στοργή μου καί τό λεός μου, πού εχαν ντικατασταθε πό μιά νομικίστικη δογματική φόρμουλα πού μο προκαλοσε φόβο, νοχή καί νησυχία νά κανοποιήσω τήν πείνα μου.
ταν επα, “Θέλω κάτι περισσότερο πό ατό”, μέ χαστουκίσατε μέ κενο τό μικρό μαλακό σας χέρι πού τώρα εχε μετατραπε σέ σιδερένια γροθιά καταστολς καί καταπίεσης.
Ναί, μέ μπαίζατε πάντοτε, διότι λλοι εχαν μπαίξει καί ξαπατήσει πρίν πό πολύ καιρό σς καί σς φέρανε αχμάλωτους στό δικτατορικό βασίλειο το τρόμου πού εχαν στήσει.
Μέ εχατε πείσει τι τά λόγια τν νθρώπων ταν λόγια Θεο, πειδή καί σες πραγματικά πιστεύατε τι ατό ταν λήθεια. Σς πίστεψα πειδή σασταν εγενικοί, γλυκομίλητοι, καί κουβαλούσατε τήν γία Γραφή κάτω π’ τό μπράτσο σας.
Μο επατε τι πολαμβάνατε λευθερία”, καί μόνο ργότερα, ταν προσπάθησα νά ξεφύγω πό ατό τό εδος τς λευθερίας”, νακάλυψα τι ο τσαλένιες μπάρες τς πύλης εχαν κλείσει καί βρισκόμουν στό λεός σας διότι, τότε, εχατε δη ποκτήσει τόν λεγχο το νο μου καί τν
συναισθημάτων μου.

κλαψα καί κέτευσα νά μέ φήσετε νά φύγω, καί επατε μέ τήν αστηρή βρυχώμενη φωνή σας, “ χι μέχρι νά σέ πογυμνώσουμε”,καί τό κάνατε.
Μέ πογυμνώσατε πό τήν ξιοπρέπειά μου, π’ τόν ατοσεβασμό μου, τήν τιμή μου καί τήν  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ μου!
Επατε στήν οκογένειά μου καί στούς φίλους μου τι μουν Δαιμονική, κακή, μιά ποστάτις, μιά πνευματική πόρνη, ξια λικς καταστροφς π’ τόν ργισμένο Θεό σας, τόν ποον, μάλιστα, προσπαθήσατε νά παρουσιάσετε σάν Θεό γάπης”.
Σς πίστεψαν, καί κόμη σς πιστεύουν, πειδή ο φθαλμοί τους εναι τυφλωμένοι πό τήν πόσχεση το “παραδείσου”, καί δέν μπορον νά “δον” τήν Κόλαση πού τούς περιβάλλει.
κάθε πατηλός “παράδεισος” προσφέρεται στούς επιστους σάν τό καρότο στή μύτη το κουνελιο καί γίνεται ατία νά θυσιάζουν οκογένειες, φίλους, σταδιοδρομίες, κπαίδευση, λπίδες καί νειρα στό βωμό τς Βιβλικς καί Φυλλαδικς  ταιρίας Σκοπιά.
Τώρα εμαι μεγαλύτερη, τώρα εμαι σοφότερη, λλά τώρα εναι πολύ ργά καί  ζωή φεύγει.
Μέ δάκρυα κραυγάζω γιά τήν μορφη κόρη μου καί τά γγόνια μου, λλά σες τά δένετε λο καί πιό σφιχτά καί τούς λέτε τι ΕΣΕΙΣ εστε τώρα  “Μητέρα τους”. Καί ατό εστε!
κέτευσα νά πάρω πίσω τήν τιμή μου καί τήν ξιοπρέπειά μου, λλά γελάσατε μέ τά στραφτερά σας δόντια καί επατε, ποκλείεται, εσαι μόνη σου”.
Τά κάποτε μορφα καί γλυκά λόγια, τώρα δέν ταν οτε μορφα οτε γλυκά, λλά λόγια συκοφαντικά, βριστικά, γεμάτα μίσος καί χθρότητα – καί τά επατε μέ τέτοιο τρόπο πού ο λλοι νόμιζαν τι σες σασταν δίκαιοι καί γώ πονηρή καί κακή.
Επατε ψέματα γιά μένα, λλά κανένας δέν πίστεψε τι ΨΕΥΣΘΗΚΑΤΕ, διότι σς μπιστεύονται, γιατί εστε γλυκομίλητοι, εγενικοί, καί κουβαλτε μιά περιποιημένη γία Γραφή κάτω π’ τό μπράτσο σας.
ντιγραφ γι τ «σπιτκι τς Μλιας»
γία ννα
Τριµηνια
ο περιοδικό ερο Ναο γίας ννης Κατερίνης
† B΄ – Γ΄ Τρίμηνο 2011 – Τε
χος 105ο – τος 14ο 
Εκόνα: «Λευκά περιστέρια δραπετεύουν πό τό κλουβί » ργο τς Melani Pyke 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.