Διηγεῖται ὁ Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης: «Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι μᾶς ἕνας Προτεστάντης πάστορας. Ὅταν μὲ ἐνημέρωσαν ὅτι αὐτὸς ὁ κύριος εἶναι ἱερέας τῶν Προτεσταντῶν, τὸν πλησιάσαμε καὶ τὸν ξεναγήσαμε στὸ Μοναστήρι μας. Μετά, εἶπα νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαγητό. Ἐγὼ δὲν κάθησα μαζί του στὸ τραπέζι, ἀλλὰ ἀποσύρθηκα στὸ κελί μου. Διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ τάξις. Οἱ Πατέρες ἀπαγορεύουν τὴ συμπροσευχὴ ποὺ προηγεῖται τῆς κοινῆς τραπέζης».
Σὲ ἄλλη περίπτωση