2.6.19

Τα Ρημοκκλήσια του Μαρουσιού


Ο Άγιος Ιωάννης ο Πέληκας στο Μαρούσι την δεκαετία του ’50. Φωτογραφία του Νικόλαου Τομπάζη ( αρχείο Μπενάκη).

Φώτης Κόντογλου Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα. Μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα, και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα. Τότε του αρέσουνε πάλι τα ταπεινά και τ’ απονήρευτα πράγματα, και νοιώθει μέσα του την γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο. Γιατί χωρίς απλή καρδιά, αληθινός χριστιανός δεν γίνεται κανένας. Αυτό θα το νοιώσεις από κάποια λόγια των αγίων που λένε: «Όποιος δεν γνώρισε την ειρήνη, δεν γνώρισε τη χαρά. Αν αγαπάς την πραότητα, ζήσε με ειρήνη· κι αν αξιωθείς την ειρήνη, θα χαίρεσαι σε κάθε καιρό. ‘Ανθρωπος με πολλές έγνοιες, δεν ειμπορεί να γίνει πράος και ησύχιος.

Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά, κι όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, ευθύς τον σκεπάζει το έλεος. Η προσευχή είναι χαρά. Η βασιλεία των ουρανών, μέσα μας βρίσκεται. Η χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος για το Θεό, είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή.

Όποιος φτωχεύει από τα πλούτη του κόσμου, πλουτίζεται με τα πλούτη του Θεού. Όποιος αγαπά τα φανταχτερά πράγματα, δεν μπορεί να έχει ταπεινά αισθήματα, γιατί η καρδιά από μέσα τυπώνεται με τα ίδια σχήματα που είναι απ’ έξω».

Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω, μη με βαρεθείς και πεις πως ολοένα σου λέγω τα ίδια, για το Χριστό, για την απλότητα, για την ταπείνωση. Άμα μπορέσει να καταλάβει η καρδιά σου την γέψη τους, θα δεις πως θα μου δώσεις δίκιο.

Σου τα λέω και τα ξαναλέω από τον πόθο που έχω να σου μεταδώσω την μια και μόνη αληθινή χαρά, που κ’ εγώ άργησα να τη βρω, μα που τη βρήκα με τη βοήθεια του Θεού· κι η αγάπη σε σένα με κάνει να μην σου κρύψω αυτό το μονοπάτι που μ’ έβγαλε σ’ ένα έμορφο περιβόλι που δεν το υποπτευόμουνα.

Αυτή την ήμερη και κρυφή χαρά του Χριστού (τη λέγω χαρά του Χριστού γιατί Εκείνος μας την έδωσε, και γιατί άλλος κανένας δεν μπορεί να τη δώσει), την έχουνε τα ρημοκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, προπάντων όσα είναι κτισμένα προ τρακόσια χρόνια ίσαμε την Επανάσταση του Εικοσιένα.

Αυτόν τον καιρό οι Έλληνες ήτανε βουνίσιοι, δεν γνωρίζανε γράμματα, μα μέσα τους είχανε την κρυφή σοφία της θρησκείας. Είτανε βασανισμένοι, φτωχοί, ταπεινοί, ντροπαλοί, μ’ όλο που είτανε καρτερικοί και πολεμούσανε απάνω στα βουνά με παλληκαριά μεγάλη.

Από τον καιρό που πάρθηκε η Πόλη, το έθνος μας είτανε πικραμένο, κι’ αυτή η πίκρα έκανε την καρδιά μας να πάγει πιο βαθειά. Γιατί η θλίψη φέρνει την υπομονή, κ’ υπομονή την ταπείνωση. Για τούτο, αν διαβάσεις τα λόγια που είπε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στους στρατιώτες μια μέρα πριν σκοτωθεί, θα κλάψεις· θαρρείς πως είναι τροπάρι της Μεγάλης βδομάδας.

Να, αυτό θέλω να πω πως είχανε οι Έλληνες σε κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, και πως η ταπείνωση δεν μπόδιζε την παλληκαριά, ίσια ίσια την έκανε πιο τιμημένη και πιο αληθινή. Για τούτο κύτταξε τι σεμνότητα είχε ο Μπότσαρης, ο Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Ανδρούτσος, ο Βλαχάβας, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Κουντουριώτης, ο Τσαμαδός, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρογών Ιωσήφ, ο Ησαΐας Σαλώνων κ’ οι άλλοι καπεταναίοι, κοσμικοί και κληρικοί.

Κύτταξε και θα βρεις αυτό που λέγω, στα γραψίματα του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Φωτάκου, του Σκουζέ, στα τραγούδια των τσοπαναρέων. Τυραννισμένος κόσμος, υπομονετικός, Χριστιανός.

Ε, απ’ αυτή τη συμπαθητική μοσκοβολιά, που θαρρείς πως βγαίνει από τα αγριολούλουδα των βουνών μας, απ’ αυτή την ευωδία μοσκοβολάνε τα φτωχά τα ρημοκκλήσια μας, που είναι κτισμένα σε κάθε μέρος, απάνω σε βουνά και σε διάσελα, σε βράχια έρημα και σε κλεισούρες, σε νησιά και σε ακροθαλασσιές, κ’ ημερεύουνε την πλάση αυτά τα αγιασμένα σπιτάκια του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.

Σ’ όποιο μέρος πας, θα σε καλωσορίσουνε και θα σε προσκαλέσουνε να μπεις μέσα, από την χαμηλή την πόρτα τους, για να σε ειρηνέψουνε και να σε παρηγορήσουνε. Τα βουνά γύρω στην Αθήνα είναι καταστολισμένα απ’ αυτά τα ταπεινά προσκυνήματα.

Γυρω στο Μαρούσι βρίσκονται κάμποσα τέτοια ρημοκκλήσια, πολύ συμπαθητικά. Ένα είναι οι Άγιοι Ασώματοι, και βρίσκεται μπαίνοντας στο χωριό από το δρόμο της Κηφισιάς. Το χτίσιμό του είναι απλό, το λεγόμενο βαρέλι, μονόκλιτος βασιλική, δηλαδή με μια καμάρα για σκεπή, όπως είναι όλα αυτά τα εκκλησάκια.

Απ’ έξω κείτουνται κάποια λιθάρια αρχαία, όπως κείτουνται στα πιο πολλά ρημοκκλήσια. Από μέσα είτανε όλο ζωγραφισμένο, πλην η αγιογραφία χάλασε χαμηλά από την υγρασία κι’ απομείνανε μονάχα κάτι λίγες στην καμάρα, η Μεταμόρφωσις, η Σταύρωσις, η Ανάστασις, και κάποια στηθάρια (1) αγίων.

Σ’ ένα μέρος ξεχωρίζει κι’ ο φιλόσοφος Πλάτων, γιατί συνηθίζανε πολλές φορές να τον ζωγραφίζουνε στις εκκλησίες εκείνον τον καιρό, μαζί με άλλους σοφούς Έλληνες. Άλλο εξωκκλήσι είναι η Αγία Σωτήρα, κ’ έχει μέσα λίγες τοιχογραφίες, τον Χριστό, τον Πρόδρομο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και κάποιους άλλους αγίους.

Από την άλλη μεριά του Μαρουσιού, κατά το βασίλεμα του ήλιου, βρίσκουνται πιο πολλά εξωκκλήσια και μια πιο μεγάλη εκκλησιά,που την λένε Παναγία Νεραντζιώτισσα. Είναι κι’ αυτή σκεπασμένη με μια καμάρα, χωρίς κουμπέ, κ’ είναι στεργιωμένη με δυναμάρια. Απ’ έξω από την εκκλησιά κείτουνται πολλά σκαλιστά μάρμαρα από παλαιά χτίρια χριστιανικά.

Από μέσα βρίσκουνται ακόμα εδώ κ’ εκεί κάποιες αγιογραφίες, πλην είναι χαλασμένες και ξαναζωγραφισμένες από τωρινό άτεχνο χέρι. Αντίκρυ στη Νεραντζιώτισσα είναι ένα μικρό γυμνοβούνι, και λένε πως εκεί απάνω είτανε χτισμένος προ χιλιάδες χρόνια ο ναός της Αμαρυσίας Αρτέμιδος.

Χαμηλά βρίσκεται ένα ρημοκκλήσι γκρεμισμένο, ο άγιος Νικόλαος. Στέκεται όρθιο το μισό κτίριο μαζί με τη χυβάδα του ιερού, και ξεχωρίζει ακόμα η Πλατυτέρα, φαγωμένη από τις βροχές. Πολλές φορές κάθισα κ’ έκανα την προσευχή μου με μεγάλη κατάνυξη σ’ αυτό το χάλασμα. Η ρεπιασμένη όψη του το κάνει πιο σεβάσμιο και πιο ταπεινό.

Οι πέτρες από τον καιρό χωρίσανε η μια από την άλλη, κ’ είναι σκεπασμένες από μούσκλια κι’ αγριόχορτα, οι σουβάδες είναι μαυροκιτρινισμένοι από τη μούχλα, και τα ερημικά αγριολούλουδα ανεμίζονται ντροπαλά στους χαλασμένους τοίχους, σαν να προσκυνάνε την Παναγία που κάθεται μέσα στη χυβάδα.

Το άγιο πρόσωπό της είναι σκεπασμένο από χορταράκια, τα χέρια της μαυρίσανε, ο Χριστός που κρατά στα γόνατά της είναι μισοσβυσμένος, ο θρόνος της είναι καταφαγωμένος από τα νερά κι’ από τον αγέρα. Απάνω στο ρούχο της μολυντήρια και γουστέρες περπατάνε, μελίσσια και χρυσόμυγες της ψέλνουνε το «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», σφαλάγκια (2) της υφαίνουνε «σκηνήν περισκέπουσαν».

Από τους ανθρώπους τη θυμούνται μονάχα κάποιες γυναίκες φτωχές χωριάτισες, «τα ταπεινά και τα εξουθενωμένα», και πάνε κι’ ανάβουνε ένα καντήλι πούναι σφαλισμένο μέσα σ’ ένα φανάρι οπού κρέμεται απόνα καρφί. Καμμιά φορά βρίσκεται κ’ ένα λιβανιστήρι απάνω στην αγία τράπεζα.

Ω πόσο γλυκό μπάλσαμο στάζει στην ψυχή του Χριστιανού από τούτη την απλότατη και βουνήσια λατρεία, μέσα σε πέτρες και σε χώματα και σε ξεράγκαθα αγιασμένα! Σε ποιο άλλο μέρος μπορεί να βρει κανένας τέτοια κρυφή και ταπεινή προσευχή, μέσα σε χαλάσματα, κι’ απάνω σε βράχια και σε έρημους τόπους;

Και πού αλλού θαρρεί πως ακούγει με τ’ αφτιά του να μιλά ο Χριστός κ’ οι άγιοι, και τον Δαυΐδ να λέγει «Πόσο αγαπημένα είναι τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων, η ψυχή μου ποθεί κ’ αγάλλεται μέσα στην αυλή σου. Από τη νύχτα ξαγρυπνά το πνεύμα μου για σένα, Θεέ μου, και περιμένω την αυγή νάρθω στην εκκλησιά σου, γιατί είναι φως τα προστάγματά σου απάνω στη γη».

Αγιασμένη Ελλάδα! Βασανισμένα κορμιά, πικραμένες ψυχές! Βάσανα που δεν γράφουνται στο χαρτί κάνουνε τις ψυχές να κρυφοκλαίνε και να γίνουνται άξιες να πάνε κοντά στο βασανισμένο τον Χριστό και στην πικραμένη την Παναγιά, και στους μάρτυρες που θανατωθήκανε για την πίστη μας.

Κι’ από τούτη τη συντριβή, κι’ από τη βουβή θλίψη, έρχεται στην καρδιά η αληθινή ελπίδα κ’ η παρηγοριά του Χριστού. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδοξίας. Από το σπόρο της πίκρας βγαίνει το λουλούδι της αληθινής χαράς, της χαράς του Χριστού.

Για τούτο έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρης: «Αν δεν έχομεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν, χάριτι Χριστού, σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξον πίστιν, και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους άλλους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνομεν τον σταυρόν μας και να χύνομεν το αίμα μας διά την πίστιν και την αγάπην την προς τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διά να στέκουν εις την πίστιν τους, και λάμπει η πίστις του Χριστού και τα μυστήρια της ευσεβείας, και σεις μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν;»

Απάνω σ’ αυτό το χαμοβούνι, στην κορφή του, είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι, ο άγιος Γιάννης ο Πέλικας. Απ’ όλα τούτα τα εξωκκλήσια ο άγιος Γιάννης είναι για μένα το πιο αγαπημένο. Στη χαμηλή την πόρτα από πάνω βρίσκεται μια μικρή θυρίδα, και μέσα είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος.

Τον κυττάζεις μονάχα και ησυχάζουνε τα φυλοκάρδια σου, φεύγουνε από μέσα σου οι στενοχώριες, καθαρίζει κι’ αλαφρώνει η καρδιά σου, γίνεσαι αξέγνοιαστος σαν το παιδί από τη χαρά. Η αληθινή χαρά είναι αυτή που βγαίνει από τα απλά κι’ από τα αγνά πράγματα.

Οι βαφές είναι χωματένιες και γλυκειές από την παληοσύνη, το χώμα είναι κολλημένο απάνω από τον αγέρα κι’ από τη βροχή και ξεράθηκε από τον ήλιο. Μερμήγκια βοσκάνε απάνω στη μηλωτή του, μελίσσια βουσβουνίζουνε ήσυχα σα νάναι κερήθρα κείνη η θυρίδα.

Το κεφάλι του άγιου Γιάννη είναι ανεμαλλιασμένο σαν πρίνος, το πρόσωπό του και τα χέρια του κεραμιδιά σαν ηλιοκαμένα, το ρούχο του είναι πράσινο ξεθωριασμένο, κι από τον καιρό πήρε μια γλυκύτητα που δεν μπορώ να την παραστήσω σ’ όποιον δεν νοιώθει αυτή τη γλώσσα.

Κάθεσαι στ’ ασβεστωμένο πεζούλι, κι’ ακούς το ερημικό τ’ αγέρι που περνά από πάνω σου και σουσουρίζει χαροποιό μέσα στο θυρίδι που στέκεται οάγιος Γιάννης. Τι ειρήνη σε περισκεπάζει εδώ που κάθεσαι, ξεχασμένος από τον κόσμο. Και ρωτάς μονάχος σου:

Γιατί να μην απογεύουνται όλοι οι άνθρωποι από τούτο το καθαρό νερό της αγνής ζωής! Από μέσα οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι από τη γης έως απάνω. Η ζωγραφική είναι απείραχτη, μονάχα πούναι καπνισμένη από το λιβάνι κι’ από τα κεριά. Από τη μια μεριά έχει στασίδια παλιά. Το τέμπλο είναι ξύλινο σκέτο, χωρίς πλουμίδια. Τα καντήλια είναι αναμμένα, μοσκοβολά το λιβάνι.

Σαν μπεις μέσα, θαρρείς πως μπαίνεις στη σκηνή του Αβραάμ. Εκείνη η ζωγραφιστή καμάρα σε σκεπάζει με ειρήνη και με κατάνυξη, τ’ άγιο βήμα είναι γεμάτο πίστη και μαρτύριο. Όλα είναι ταπεινά, όλα παρηγορητικά. Η αγιογραφία είναι καμωμένη από κάποιον αγιογράφο αγράμματο που δούλευε «εν αφελότητι καρδίας».

Η τέχνη του δεν έχει μαστοριά, ούτε ξυπνάδα, ούτε τίποτα φανταχτερό. Απ’ αυτά τα αθωότατα και τα ντροπαλά έργα βγαίνει μια γλυκύτατη πνοή από πίστη και ταπείνωση και σε κάνουνε να γίνεις κ’ εσύ απονήρευτος κι’ αθώος σαν και κείνον που τάφτιαξε.

Μέσα στο σκοτεινό τ’ άγιο βήμα είναι ζωγραφισμένη η Πλατυτέρα, κι’ από κάτω οι πατέρες άγιος Βασίλειος, Χρυσόστομος, Γρηγόριος κι’ Αθανάσιος, όλοι με σκούρα κι’ ασκητικά πρόσωπα, στραβοζωγραφισμένοι, με λίγη τέχνη. Μόλα ταύτα έχουνε ένα βαθύ μυστήριο, που δεν μπορεί να το πετύχει η επιδεξοσύνη του χεριού.

Στην καμάρα είναι ζωγραφισμένο το δωδεκάορτο, κι από κάτω στέκουνται ολόσωμοι άγιοι, όσιοι, ιεράρχες, μάρτυρες, κανωμένοι με χρώματα χωματένια σαν κανάτια, κίτρινες ώχρες, χοντροκόκκινα κεραμιδί, μαύρα λαδοπράσινα κι’ άσπρα, που είναι ταιριασμένα με μια ήσυχη θρησκευτική σεμνοχρωμία. Τι κατανυχτικά που είναι διυλεμένα!

Πας να τα περιεργασθείς από κοντά και χαίρεσαι την αθωότητα που έχει το πινέλο, τραβηγμένο από θεοφοβούμενο χέρι. Αναπαύεται η ψυχή σου κυττώντας τον άγιο Γιώργη, τον άγιο Δημήτρη, τον αββά Σισώη, τους αγίους Τεσσαράκοντα στη λίμνη της Σεβάστειας. Καλότυχος όποιος έφταξε να χαίρεται με τέτοια άτεχνα, καταφρονεμένα και φτωχά έργα!

Όσα εξωκκλήσια βρίσκουνται γύρω στο Μαρούσι όλα είναι ζωγραφισμένα από το ίδιο χέρι. Φαίνεται πως αυτός ο αγιογράφος είτανε ντόπιος απ’ το χωριό, και δούλευε εκεί τριγύρω, και πως είτανε παπάς και λεγότανε Δημήτριος.

Μέσα στο Μαρούσι σώζεται ένα παλιό εκκλησάκι, ο άγιος Δημήτριος, κ’ έχει λίγους άγιους ζωγραφισμένους στη χυβάδα του ιερού. Κοντά στον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη είναι γραμμένη τούτη η επιγραφή «1622 χειρ διμιτρίου ιερέος.»

Λοιπόν αυτό το αγιασμένο χέρι έχει ζωγραφισμένα όλα εκείνα τα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού. Αληθινά είπε ο προφήτης Ησαΐας, «Γλώσσαι αι ψελλίζουσαι μαθήσονται λαλείν ειρήνην.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στηθάρια λέγανε οι αγιογράφοι τους αγίους που είναι ζωγραφισμένοι έως το στήθος, προπάντων μέα σε στρογγυλές κορνίζες.

2. Αράχνες

Πηγή:Myriobiblos

Εικόνα από: Maroussi News

το «σπιτάκι της Μέλιας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.