Η έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ σήμερα Πέμπτη, μετά από πρωτοβουλία των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του οργάνου, μονίμων και μη, αποτυπώνει την εικόνα της καθολικής (αν και όχι πάντοτε με την ίδια ένταση) καταδίκης από την διεθνή κοινότητα της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης στην κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία και τις ανησυχίες που διατυπώνονται για την περαιτέρω αποσταθεροποίηση της πολύπαθης Μέσης Ανατολής.Όμως οι παίκτες της διεθνούς σκηνής μπορούν να υποδιαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: αυτούς που μπορούν όντως να επηρεάσουν την κατάσταση, αλλά προς το παρόν επιλέγουν στάση αναμονής (λ.χ. η Ρωσία, το Ιράν, η ίδια η Συρία) και αυτούς που όσο ηχηρά και αν τοποθετούνται, αδυνατούν να παρέμβουν πραγματικά.
Η συλλογική Δύση ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Είτε γιατί παραλύει από τις εσωτερικές της διαιρέσεις και τις αντιφάσεις που έχει συσσωρεύσει η πολιτική της, όπως συμβαίνει με τις ΗΠΑ, είτε γιατί το αυτοτελές γεωπολιτικό της βάρος έχει σοβαρά αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια. Τέτοια είναι η κατάσταση της Ε.Ε. που πέραν όλων των άλλων τρέμει το ενδεχόμενο ενός νέου προσφυγικού κύματος στα σύνορά της με την Τουρκία και διαμηνύει στην πιο αποφασιστική στιγμή της, δια στόματος Ζαν Κλον Γιούνκερ, ότι τουλάχιστον δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει, όπως μάλλον προεξοφλούνταν στην Άγκυρα, την δημιουργία της "ασφαλούς ζώνης” που ονειρεύεται ο Ερντογάν στην βορειοανατολική Συρία.
Τους δεσμούς που δημιουργεί το συμφέρον ή ο φόβος περιπλέκει ακόμη περισσότερο μια ορισμένη σχέση συνενοχής, καθώς σε προηγούμενη φάση οι χώρες της Δύσης επένδυσαν ενεργά στο σχέδιο "αλλαγής καθεστώτος” στη Συρία, με αποτέλεσμα την διέλευση από το τουρκικό έδαφος ενός δίχως προηγούμενο αριθμού αριθμού όπλων, αλλά και στρατολογημένων Ευρωπαίων πολιτών – αυτών που οι χώρες της Ε.Ε. αρνούνται να επαναπατρίσουν.
Η αποτυχία του σχεδίου, καθώς η Συρία διατήρησε την κρατική υπόστασή της, αφήνει τώρα τους πρώην εταίρους μετέωρους και αλληλοκατηγορούμενους.
Αυτό που κυρίως εντυπωσιάζει το διεθνές ακροατήριο δεν είναι το γεγονός ότι η Τουρκία αναλαμβάνει μία παράνομη στρατιωτική επιχείρηση στο έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους (το οποίο η Δύση εξακολουθεί να απομονώνει διπλωματικά και να τιμωρεί με κυρώσεις). Άλλωστε, αντίστοιχες ενέργειες, και από την ίδια την Τουρκία πόσω μάλλον από ισχυρότερα κράτη σε άλλα σημεία του πλανήτη, έχουν και στο παρελθόν μείνει ατιμώρητες - ή και έχουν επαινεθεί ως αναγκαίες, αν και εκτός πλαισίου αποφάσεων ΟΗΕ.
Το σοκ συνίσταται στο ότι η Τουρκία οχυρώνεται πίσω την ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ για να προωθήσει εκβιαστικά ό,τι αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον και δεν είναι δυνατό να παρεμποδιστεί δίχως ρηγμάτωση της ίδιας της Συμμαχίας και ανατροπή των ισορροπιών. Πρόκειται για την αντιστροφή του σεναρίου του 2015, όταν η Τουρκία αποτολμούσε (αυτοβούλως ή παρακινημένη, άγνωστο) να καταρρίψει ρωσικό μαχητικό, με την άνεση ακριβώς που της έδινε η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και άρα ο κίνδυνος μετατροπής των όποιων αντιποίνων της Ρωσίας σε γενικευμένο πόλεμο.
Δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε αυτή τη στιγμή σε τι χρονικό και γεωγραφικό βάθος θα εκτυλιχτεί η τουρκική επιχείρηση (μολονότι το ραντεβού Τραμπ-Ερντογάν στις 13 Νοεμβρίου δίνει μια άτυπη προθεσμία), κατά πόσον οι Κούρδοι μαχητές θα επιλέξουν την σθεναρή αντίσταση ή την αναδίπλωση, όπως στο Αφρίν και αν ο διεθνής παράγοντας θα δυσκολέψει τα πράγματα δημιουργώντας ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη βορειοανατολική Συρία.
Εξαιρουμένου πάντως του σεναρίου τυχόν απορρόφησης των τουρκικών δυνάμεων σε μια "κινούμενη άμμο” διαρκώς διευρυνόμενων επιχειρήσεων, η Τουρκία είναι ήδη νικητής. Χαμένοι, πάλι, είναι οι ίδιοι οι Κούρδοι, το Ισραήλ (που επένδυε στην πλαγιοκόπηση των περιφερειακών του αντιπάλων με τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κουρδικής οντότητας), η Γαλλία (που έσπευσε να πλαισιώσει και με δικές της, μάλλον συμβολικές στρατιωτικές δυνάμεις τους Κούρδους μαχητές) και ασφαλώς οι ΗΠΑ, που εμφανίζονται ανίκανες να διαμορφώσουν σταθερή ενιαία γραμμή και να υπερασπιστούν τους περιφερειακούς πελάτες τους.
Από την άλλη πλευρά, Μόσχα, Τεχεράνη και Δαμασκός αντιμετωπίζουν ασφαλώς με καχυποψία και νευρικότητα (σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία) το τουρκικό εγχείρημα – εξ ού και η Άγκυρα επιχειρεί να τις καθησυχάσει αναπροσαρμόζοντας τη ρητορική της, αρνούμενη ότι επιδιώκει μόνιμη κατοχή και δημογραφική αλλοίωση της "ζώνης ασφαλείας” και υποστηρίζοντας ότι η μεγαλύτερη απειλή για την κυριαρχία και ακεραιότητα της Συρίας είναι ο έλεγχος του ενός τετάρτου της επικράτειάς της από τους Κούρδους "τρομοκράτες” του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ).
Στην πραγματικότητα, η μεγάλη προσδοκία της Ρωσίας και των συμμάχων της είναι ότι η τουρκική εισβολή θα πείσει την ηγεσία του PYD να αποδεχθεί την αποκατάσταση της κεντρικής εξουσίας της Δαμασκού. Όμως η κουρδική πλευρά φέρεται να θέτει μέχρι και τώρα την υπερφίαλη αξίωση να διατηρήσει τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών και των συνόρων της "Ροτζάβα”.
Σε κάθε περίπτωση, το μοτίβο που αναδύεται είναι ότι οι λύσεις μπορούν να είναι μόνο περιφερειακές (υπό τη διαιτησία της Ρωσίας) και ότι οι χώρες της περιοχής (με πρώτες τις αραβικές) είναι οι μόνες που παρά τις μεταξύ τους τριβές μπορούν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, τερματίζοντας τις παρεμβολές τρίτων. Είναι η εικόνα που προκύπτει από την διεύρυνση της Διαδικασίας της Αστάνα (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) με το Ιράκ και το Λίβανο ως παρατηρητές, με τα ανοίγματα προς την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (που έχουν αποκαταστήσει τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη Δαμασκό), ακόμη και από την εντυπωσιακή πρόταση του επικεφαλής των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης στρατηγού Ρεζαεϊ για τη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας για τη βόρεια και νότια ακτή του Περσικού Κόλπου, με εκδίωξη των επιβλαβών ξένων δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.