14.2.20

Μάρκου 8, 22-26: ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ – Ένα αγιογραφικό χωρίο που αποδεικνύει τη θεοπνευστία και το αλάθητο της Βίβλου – Αρχιμ. Ιωάννης Κωστώφ, Φυσικός & Θεολόγος





Μάρκου 8, 22-26: ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ
Ένα αγιογραφικό χωρίο που αποδεικνύει τη θεοπνευστία και το αλάθητο της Βίβλου
από το αντιεξελικτικό βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Φυσικού και Θεολόγου
ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ
Περί Εξελίξεως 1
Εκδόσεις Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
Σταμάτα 2014
ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ
Στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο (8, 22-26) ἔχουμε τή σταδιακή θεραπεία ἑνός τυφλοῦ. Σέ πρώτη φάσι ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους ὡς δένδρα νά περιπατοῦν. Στή συνέχεια, βέβαια, ὁ Κύριος τοῦ ἀποκατέστησε πλήρη τήν ὅρασί του.

Γιατί ἀναφέρουμε τήν περικοπή αὐτή; Διότι περιέχει ἕνα διαμάντι πού ἀποδεικνύει τή θεοπνευστία τῆς Βίβλου: Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀποδείξει ὅτι σέ περιπτώσεις ἐπιτυχῶν ἐγχειρήσεων σέ τυφλούς, αὐτοί ἔπρεπε νά ἐκπαιδευθοῦν γιά νά δοῦν κανονικά: ἀποκτοῦν σταδιακά τήν πλήρη ὅρασι. Τώρα, πῶς ἤξερε ὁ Μᾶρκος αὐτό τό γεγονός καί τό περιέγραψε; Ἀποκλείεται νά τό ἔμαθε ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἡ μόνη πηγή πού ἀπομένει εἶναι ἡ θεόθεν ἔμπνευσι: μιά ἐπιπλέον σταφιδούλα στό cake τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Γραφικοῦ λόγου Του.


Ἄς κατοχυρώσουμε, ὅμως, τή θέσι μας αὐτή ὡς πρός τή σύγχρονη ἐπιστήμη:

Γράφουν οἱ Eric Kandel (Nobel Ἰατρικῆς), James Schwartz, Thomas Jessell: «Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς ἐξαρτήσεως τοῦ ἐγκεφάλου ἀπ᾽ τήν περιβαλλοντική ἐμπειρία ἀνακαλύφθηκε μέ τίς μελέτες ἀτόμων πού ἔπασχαν ἀπό συγγενῆ καταρράκτη. Ὁ καταρράκτης ἀποτελεῖ θόλωσι τοῦ κρυσταλλοειδοῦς φακοῦ, ἡ ὁποία διαταράσσει τήν ὀπτική τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄχι, ὅμως, τό νευρικό σύστημα. Σήμερα, ὁ συγγενής καταρράκτης ἀντιμετωπίζεται συνήθως στή νηπιακή ἡλικία. Παλαιότερα, ὅμως, ἡ ἐγχείρησι τοῦ συγγενοῦς καταρράκτη γινόταν, συνήθως, πολύ ἀργότερα. Σέ μία μελέτη τοῦ 1932 ἐπί ἀρκετῶν ἀσθενῶν μέ συγγενῆ διοφθάλμιο καταρράκτη, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χειρουργηθῆ στήν ἡλικία τῶν 10 καί 20 ἐτῶν, διαπιστώθηκε ὅτι ἡ καθυστέρησι αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μία μόνιμη διαταραχή τῆς ἱκανότητος ἀντιλήψεως τῆς μορφῆς, ἐνῶ ἡ ἔγχρωμη ὅρασι ἦταν φυσιολογική. Ἀκόμη καί μετά τήν πάροδο μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος ἀπ᾽ τήν ἐπέμβασι, οἱ ἀσθενεῖς αὐτοί εἶχαν δυσκολίες στήν ἀναγνώρισι σχημάτων καί σχεδίων.
Ἡ ἄποψι ὅτι ἡ ὀπτική ἐμπειρία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνάπτυξι τῆς φυσιολογικῆς ὁράσεως ἐνισχύθηκε καί ἀπό μελέτες ἐπί νεογεννήτων πιθήκων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν στό σκοτάδι τούς πρώτους 3 ἕως 6 μῆνες τῆς ζωῆς τους. Ὅταν οἱ πίθηκοι αὐτοί ἐπέστρεψαν ἀργότερα σ᾽ ἕνα φυσιολογικό ὀπτικό περιβάλλον, δέν ἦταν ἱκανοί νά διακρίνουν ἀκόμη καί ἁπλᾶ σχήματα. Χρειάσθηκαν ἑβδομάδες ἤ ἀκόμη καί μῆνες ἐκπαιδεύσεως, γιά νά μάθουν νά διακρίνουν ἕνα κύκλο ἀπό ἕνα τετράγωνο, ἐνῶ οἱ φυσιολογικοί πίθηκοι μαθαίνουν τέτοιους διαχωρισμούς σέ λίγες μέρες»(KS, 496).
• Σημειώνουν καί ὁ Conrad Μueller καί ἡ Μae Rudolf: «Πρίν οἱ ψυχολόγοι τελειοποιήσουν μεθόδους γιά τή σπουδή τῆς ἀναπτύξεως τῆς ὁράσεως στό παιδί, εἶχαν μελετηθῆ πολύ οἱ σχετικά σπάνιες περιπτώσεις ἐνηλίκων, πού γεννήθηκαν τυφλοί καί ἀπέκτησαν τό φῶς τους μέ χειρουργική ἐπέμβασι…
Ὁ Richard L. Gregory, διευθυντής τῶν μελετῶν πάνω στήν αἴσθησι τοῦ Τμήματος Ψυχολογίας τοῦ παν/μίου τοῦ Cambridge, ἔχει περιγράψει λεπτομερειακά μία πρόσφατη περίπτωσι ἑνός ἄνδρα πού εἶδε γιά πρώτη φορά στή ζωή του σέ ἡλικία 52 ἐτῶν. Ὅπως οἱ περισσότεροι τέτοιοι ἀσθενεῖς, στήν ἀρχή ἔβλεπε πολύ λίγο καί ἀπ᾽ τά ἀντικείμενα πού ἔβλεπε γιά πρώτη φορά ἀναγνώριζε μόνο τά τμήματα πού εἶχε μάθει ἀπ᾽ τήν ἁφή. Ἡ ἀντίληψι τοῦ βάθους δέν ἦταν τόσο καλή ὅσο τῶν νηπίων πού ἀποφεύγουν τόν σκεπασμένο μέ τζάμι “γκρεμό”. Νόμιζε λ.χ. ὅτι μποροῦσε ἄνετα νά πατήση στό ἔδαφος ἀπό ἕνα παράθυρο πού βρισκόταν κάπου 12m ψηλά. Καλύτερα μποροῦσε νά ἐκτιμήση τό μέγεθος καί τήν ἀπόστασι ἀντικειμένων πού τοῦ ἦταν ἀπό πρίν γνωστά μέ τήν ἁφή. Δέν ἔμαθε ποτέ νά διαβάζη μέ τά μάτια καί συνέχισε νά χρησιμοποιῆ τό σύστημα Βraille.
Ἀλλά ἴσως τό πιό ἀποκαλυπτικό σημεῖο γιά τόν ἀσθενῆ τοῦ Gregory ἦταν ὅτι, μετά τήν ἴασί του, ἔπαθε σοβαρή νευρική κατάπτωσι. Τοῦ ἄρεσαν τά χρώματα, ἀλλά ἦταν ὑπερευαίσθητος στά μουντά χρώματα καί σέ μικροπράγματα, ὅπως μία ξεφλουδισμένη μπογιά. Κατάντησε νά φοβᾶται νά διασχίση δρόμους, πού, ὅταν ἦταν τυφλός, τούς περνοῦσε μέ αὐτοπεποίθησι. Ἄρχισε νά ξαναγυρίζη στήν παλαιά σκοτεινή ζωή του, τά βράδυα ξεχνοῦσε ν᾽ ἀνάψη φῶς καί καθόταν συχνά σ᾽ ἕνα σκοτεινό δωμάτιο. Τρία χρόνια μετά τήν ἐγχείρησι πέθανε»(CM, 13).
• Ἐπισημαίνουν οἱ Αnnette Cassells καί Ρatrick Green: «Ὁ Μ. V. Senden (Space and Sight, Free Ρress, Ν. Ὑόρκη 1960) ἔχει προτείνει ὅτι κάτι τέτοιο μπορεῖ ἴσως νά συμβαίνη καί μέ τούς ἀνθρώπους, ἄν καί τά ἀποτελέσματά του δέν ἦταν τόσο ἀδιαμφισβήτητα ὅσο αὐτά, πού προῆλθαν ἀπ᾽ τήν τελευταία ἔρευνα σέ ζῶα. Ὁ Senden ἐξέτασε ἄτομα, τά ὁποῖα ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλά, μέ καταρράκτη καί στά δύο μάτια, καί τά ὁποῖα, στή συνέχεια, εἶχαν ἀνακτήσει τήν ὅρασί τους μετά ἀπό ἐγχειρήσεις κατά τήν ἐνηλικίωσι… Οἱ ἀσθενεῖς δυσκολεύονταν νά ἀναγνωρίσουν ἀπ᾽ τήν ὄψι τους ἀντικείμενα, ὅπως μαχαιροπίρουνα ἤ πρόσωπα, τά ὁποῖα τούς ἦταν ἤδη οἰκεῖα ἀπ᾽ τήν ἀφή. Ἔπρεπε νά μετρήσουν τίς γωνίες, πρίν μπορέσουν νά ξεχωρίσουν ἕνα τετράγωνο ἀπό ἕνα τρίγωνο. Χρειάσθηκαν ἀρκετές ἑβδομάδες ἐξασκήσεως, πρίν οἱ ἀσθενεῖς μπορέσουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτά τά ἁπλᾶ ἀντικείμενα ἀπ᾽ τήν ὄψι τους»(AC, 40).
• Γράφει ὁ καθηγ. Σταμάτης Ἀλαχιώτης: «Πρόσφατο σχετικό παράδειγμα ἀφορᾶ τήν ἀπόκτησι ὁράσεως 43χρονου μέ μεταμόσχευσι ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων στά μάτια του, πού εἶχαν μείνει τυφλά ἀπ᾽ τά τρία του χρόνια. Τό πρόβλημα πού ἔχει τώρα εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ νοητικά νά ἐπεξεργασθῆ καλά τά φωτεινά ἐρεθίσματα, τήν εἰκόνα, καθώς πολλές ἀπ᾽ τίς σχετικές περιοχές τοῦ ἐγκεφάλου εἶχαν “προσχωρήσει” σέ ἄλλου εἴδους συνάψεις, γεγονός πού ἀντανακλᾶ καί τήν πλαστικότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ ἐγκέφαλος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν μπορεῖ λ.χ. νά διακρίνη “εὐκρινῶς” στό ὕφος τοῦ συνομιλητῆ του τό μῖσος ἥ τήν ἀγάπη· καί προσπαθεῖ νά μαντεύση τί σημαίνουν αὐτά πού βλέπει»(ΣΑ, 197).
• Διαβάζουμε: «Στό Ρilgrim at Τinker Creek, ἡ Annie Dillard περιγράφει ἐκφραστικά μιά ὁλόκληρη τάξι ἀνθρώπων, τούς ἐκ γενετῆς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σέ ἕνα χῶρο πού δέν περιλαμβάνει μέγεθος, ἀπόστασι ἤ πολλές ἄλλες ἰδιότητες τίς ὁποῖες ἐμεῖς δεχόμασθε ὡς δεδομένες. Μερικές δεκαετίες πρίν, ὅταν οἱ ὀφθαλμοχειροῦργοι ἔμαθαν γιά πρώτη φορά νά ἀφαιροῦν μέ ἀσφάλεια τόν καταρράκτη, μποροῦσαν νά ἀποκαθιστοῦν τήν ὅρασι σέ ἄτομα ἐκ γενετῆς τυφλά. Ἀφημένοι ξαφνικά ἐλεύθεροι στό φῶς, αὐτοί πού τό ἀντίκρυζαν γιά πρώτη φορά, δέν ἔνοιωσαν ἀπελευθερωμένοι. Βρέθηκαν βυθισμένοι σέ ἕνα μυστήριο, πού κάποιες στιγμές, τούς κατέκλυζε. “Ἡ τεράστια πλειοψηφία τῶν ἀσθενῶν, καί τῶν δύο φύλων ἀπό ὅλες τίς ἠλικίες, δέν εἶχε καμμιά ἀπολύτως… ἰδέα τοῦ χώρου”, γράφει ἡ Ντίλαρντ παίρνοντας στοιχεῖα ἀπό τίς σημειώσεις τῶν χειρούργων. “Ἡ μορφή, ἡ ἀπόστασι καί τό μέγεθος δέν ἦταν παρά πολλές, ἀκατανόητες συλλαβές. Ἕνας ἀσθενής δέν εἶχε ἰδέα τί σήμαινε βάθος, καί τό μπέρδευε μέ τή στρογγυλάδα”.
Κάποιος ἄλλος ἀσθενής συνήθιζε νά διακρίνη ἕνα κύβο ἀπό μιά σφαίρα, ἀγγίζοντάς τα στή γλῶσσα του. Μετά ἀπό τήν ἐγχείρησι κοιτοῦσε καί τά δύο ἀντικείμενα, ἀλλά δέν μποροῦσε νά τά διακρίνη μέ τήν ὅρασι. Ἕνας τρίτος ἔλεγε πώς ἡ λεμονάδα ἦταν “τετράγωνη”, ἐπειδή ἔνοιωθε νά τοῦ τσιμπάη τή γλώσσα ὅπως ἀκριβῶς ἔνοιωθε ἕνα τετράγωνο ἀντικείμενο νά τοῦ τσιμπάη τά χέρια.
Ὅσοι ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά τό φῶς, ἀντιμετώπιζαν ἕνα πολύ μπερδεμένο κόσμο, ἐπειδή δέν εἶχαν τήν ὀπτική δημιουργικότητα τήν ὁποία ὅλοι μας θεωροῦμε δεδομένη. Ἡ ὅρασι ἦρθε καί κούρνιασε στή ἀγκαλιά τους βαρειά καί ἀκανόνιστη, ὅπως πραγματικά εἶναι, προτοῦ ὁ νοῦς τήν μετατρέψη σέ κάτι μορφοποιημένο. Μερικοί ἀσθενεῖς δέν συνειδητοποιοῦσαν ὅτι ἕνα σπίτι εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τά δωμάτια τά ὁποῖα περιλαμβάνει. Ἀπό ἀπόστασι ἑνός μιλίου, ἕνα σπίτι φαινόταν τό ἴδιο κοντά μέ κάποιο διπλανό κτίριο, μόνο πού γιά νά τό φθάση κανείς χρειαζόταν περισσότερο περπάτημα. Ἕνα σκυλί πού χανόταν πίσω ἀπό τήν πολυθρόνα, δέν βρισκόταν πιά μέσα στό δωμάτιο. Τά σχήματα γίνονταν ὁρατά ὡς ἐπίπεδα χρωματιστά κομμάτια καί ὅταν κάποιοι ἀσθενεῖς περπατοῦσαν δίπλα ἀπό ἕνα δένδρο, ξαφνιάζονταν διαπιστώνοντας πώς ὅταν κοιτοῦσαν πίσω, τό δένδρο ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ.
“Γι᾽ αὐτούς πού πρώτη φορά βλέπουν τό φῶς”, σχολιάζει ἡ Dillard, “ἡ ὅρασι εἶναι μιά καθαρή αἴσθησι χωρίς τήν ἐπιφόρτισι τοῦ νοήματος”. Γιά μερικούς, ἡ πρόσθεσι τοῦ νοήματος ἀποδείχθηκε πολύ βαρειά. Ὅταν ἔμεναν μόνοι ἐπέστρεφαν στήν κατάστασι τοῦ σκότους κλείνοντας τά μάτια, νοιώθοντας τά ἀντικείμενα μέ τή γλῶσσα καί τά χέρια τους, ἤ ἀνέβαιναν τίς σκάλες μέ τά μάτια κλειστά γιά ν᾽ ἀποφύγουν τή ζαλάδα πού τούς προξενοῦσε ἡ προοπτική νά βαδίζουν στό πλάι ἑνός τοίχου. Κατά μιά τραγική εἰρωνεία, ὁ κορεσμός ἀπό τίς ὀπτικές εἰκόνες στάθηκε ἡ αἰτία νά χάσουν ὅλοι σχεδόν αὐτή τή γαλήνη πού τόσο ἐντυπωσιακά χαρακτηρίζει ὅσους ἔχουν γεννηθῆ τυφλοί. Τούς ἐνοχλοῦσε ἰδιαίτερα ἡ διαπίστωσι ὅτι σέ ὅλη τους τή ζωή βρίσκονταν ὑπό παρακολούθησι, ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία κάτι τέτοιο ἦταν μιά προσωπική εἰσβολή, τελείως ξένη γιά τούς τυφλούς (sic).
Στό τέλος, κάποιοι προσαρμόσθηκαν καλύτερα ἀπό τούς ἄλλους. Τούς ξάφνιαζε καί τούς προκαλοῦσε θαυμασμό τό γεγονός ὅτι κάθε ἄτομο εἶχε καί διαφορετικό πρόσωπο· αἰσθάνονταν δέος, συνειδητοποιώντας τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀλλά κατά κύριο λόγο, ὁ χῶρος παρέμενε κάτι τό ἀκαθόριστο καί ἀπροσδιόριστο. Σέ ἕνα κορίτσι ἔδειξαν μερικές φωτογραφίες καί πίνακες.
—Γιατί βάζουν ὅλα αὐτά τά σκοτεινά σημάδια πάνω τους;, ρώτησε.
—Αὐτά δέν εἶναι σκοτεινά σημάδια, τῆς ἐξήγησε ἡ μητέρα της· εἶναι σκιές, ἕνας ἀπό τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους τό μάτι ἀντιλαμβάνεται ὅτι τά πράγματα ἔχουν κάποια μορφή. Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ σκιές, πολλά πράγματα θά φαίνονταν ἐπίπεδα.
—Πάντως, ἔτσι φαίνονται τά πράγματα, τῆς ἀπάντησε τό κορίτσι. Ὅλα μοιάζουν ἐπίπεδα μέ μαῦρα μπαλώματα…
Θυμᾶμαι τίς ἱστορίες πού λέγονταν γιά τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν νά βγοῦν πανικόβλητοι ἀπό τήν αἴθουσα τήν πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ἔβλεπαν κινηματογράφο, νομίζοντας πώς ἡ εἰκόνα τῆς ἀτμομηχανῆς θά πεταχθῆ ἔξω ἀπό τόν τοῖχο· τούς πυγμαίους, στά δάση τῆς Ἀφρικῆς, πού ὅταν ὁδηγήθηκαν γιά πρώτη φορά σέ μιά πεδιάδα, νόμισαν πώς οἱ βίσονες τούς ὁποίους ἔβλεπαν στό βάθος, εἶχαν μόνο δύο ἴντσες ὕψος· τούς Ἐσκιμώους πού ὅταν ἀντίκρυσαν γιά πρώτη φορά τίς φωτογραφίες τους δέν ἔβλεπαν καθόλου πρόσωπα, παρά μόνο ἕνα σωρό ἀπό γκρί καί μαῦρες κηλίδες»(CD, 283).
• Γράφει ὁ C. C. Gillispie: «Τό 1728, κάποιος dr. Cheselden τοῦ Νοσοκομείου τοῦ Chelsea ἔκανε μιά πετυχημένη ἐγχείρησι σέ ἕνα ἀγόρι δεκατεσσάρων χρόνων καί τό θεράπευσε ἀπό ἕνα ἐκ γενετῆς καταρράκτη, πού τοῦ ἔκλεινε τά μάτια. Ὁ ἀσθενής παρατηρήθηκε μέ ζωηρό ἐνδιαφέρον. Πρός μεγάλη χαρά τῶν συνειρμικῶν ψυχολόγων, τό ἀγόρι δέν μποροῦσε νά καταλάβη ἀμέσως τήν ὅρασί του. Δέν εἶχε ποτέ βιώσει ὥς τότε τή διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα κύβο καί μιά σφαίρα, ἀνάμεσα στό κόκκινο καί τό κίτρινο. Νόμιζε, ὅπως εἶπε ὁ Βολταῖρος —ἡ περίπτωσι αὐτή κατέχει ἐπιφανῆ θέσι στό ἔργο του Στοιχεῖα τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Νεύτωνα— ὅτι τό καθετί πού ἔβλεπε ἀκουμποῦσε πάνω στούς βολβούς τῶν ματιῶν του. Γιατί οἱ πιό καλότυχοι συσχετίζουν τήν ἁφή μέ τήν ὅρασι μόνο χάρι στή συνήθεια τοῦ συνειρμοῦ, πού τό ἀγόρι αὐτό δέν εἶχε ἀποκτήσει ποτέ του»(GC, 155· βλ. καί: L, 40· ΦΛ, 93).
• Γιά τόν ἀσθενῆ αὐτό γράφει καί ὁ Etienne Bonnot de Condillac: «Ἐπί μακρόν δέν διέκρινε τά μεγέθη, τίς ἀποστάσεις, τίς καταστάσεις ἤ τά σχήματα. Ἕνα ἀντικείμενο σέ μέγεθος δακτύλου πού ἔμπαινε μπροστά στά μάτια του καί τοῦ ἔκρυβε ἕνα σπίτι, τοῦ φαινόταν τόσο μεγάλο ὅσο τό σπίτι. Ὅ,τι ἔβλεπε τοῦ φαινόταν ἀρχικά ὅτι ἔμπαινε μπροστά στά μάτια του καί τό ἄγγιζε ὅπως ἀγγίζουμε μέ τά χέρια. Δέν μποροῦσε νά διακρίνη ἐκεῖνο τό ὁποῖο θεωροῦσε στρογγυλό διά τῆς χειρός, ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε κρίνει γωνιῶδες, οὔτε νά ξεχωρίση μέ τά μάτια ἄν ἐκεῖνο πού τά χέρια του εἶχαν νιώσει ψηλά ἤ χαμηλά, ἦταν ὄντως ψηλά ἤ χαμηλά. Ἀδυνατοῦσε τόσο νά γνωρίση τά μεγέθη, ὥστε ἀφοῦ ἐπιτέλους κατάλαβε ὅτι τό σπίτι του ἦταν μεγαλύτερο ἀπ’ τήν κάμαρή του, δέν ἀντιλαμβανόταν πῶς ἡ ὅρασι μποροῦσε νά σχηματίση αὐτή τήν ἰδέα. Μόνο μετά ἀπό δύο μῆνες, μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ ὅτι οἱ πίνακες παριστοῦσαν στέρεα σώματα· κι ὅταν μετά ἀπ’ τή μακρά ψηλάφησι πού ἦταν νεοφανής γι’ αὐτόν, ἔνοιωσε ὅτι σώματα κι ὄχι ἐπιφάνειες ἦταν ζωγραφισμένα στούς πίνακες, ἔτεινε τό χέρι καί ξαφνιάσθηκε πού δέν βρῆκε μέ τήν ἁφή τά στερεά σώματα τά ὁποῖα εἶχε ἀρχίσει νά ἀντιλαμβάνεται στίς εἰκονικές παραστάσεις. Ἀναρωτήθηκε λοιπόν ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀπάτης, ἡ ἁφή ἤ ἡ ὄρασι;»(BC, 129· βλ. καί: DD, 179· πρβλ.: DI, 174).
• Ὁ νευροβιολόγος Zeki Semir σημειώνει: «Ὁ Γερμανός χειρουργός Marius von Senden, ἔγραψε σχετικά ὅτι “τό νά μάθης νά βλέπης σέ τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ἐγχείρημα μέ ἀναρίθμητες δυσκολίες… ἡ κοινή ἀντίληψι ὅτι ὁ ἀσθενής πρέπει ἀπαραίτητα νά χαίρεται μέ τά δῶρα τοῦ φωτός καί τοῦ χρώματος, πού τοῦ χαρίζονται μέ τήν ἐγχείρησι, ἀπέχει πολύ ἀπ᾽ τήν πραγματικότητα”(δική μου ἀποσπασματική παράθεσι) (Senden Marius von, Space and Sight, ἐκδ. Methuen and Co., Λονδίνο 1932). Οἱ ἀσθενεῖς, μετά ἀπό τέτοιες ἐπεμβάσεις, βρίσκονται συχνά σέ σύγκρουσι καί προτιμοῦν τήν προηγουμένη κατάστασι. Μία δεκατετράχρονη ἀσθενής διερωτήθηκε μέ λύπη “πῶς γίνεται νά εἶμαι λιγότερο χαρούμενη ἀπό πρίν; Ὅ,τι κι ἄν βλέπω μοῦ προκαλεῖ ἕνα δυσάρεστο συναίσθημα”, κάτι τό ὁποῖο ἦταν προφανῶς συνέπεια του γεγονότος ὅτι, ὅπως κι ἄλλοι ἀσθενεῖς μέ παρόμοια πάθησι, δέν ἦταν πράγματι ἱκανή νά βλέπη…
Ὁ Moreau, ἕνας Γάλλος χειρουργός, προσδοκοῦσε μέ ὑπερηφάνεια κι ἐνθουσιασμό τήν “ἐπάνοδο” τῆς “ὁράσεως” στόν ὀκτάχρονο ἀσθενῆ του πού ἔπασχε ἀπό καταρράκτη. “Ἀλλά ἡ πλάνη ἦταν μεγάλη”, διότι χρειάσθηκαν πολλοί μῆνες ἐκπαιδεύσεως, ὥστε ὁ νεαρός νά ἀναγνωρίζη μόνο λίγα ἀντικείμενα μέ τήν ὅρασι καί δύο χρόνια μετά τήν ἐγχείρησι εἶχε ξεχάσει πολλά ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶχε μάθει ἀρχικά (Dr. Moreau, Histoire de la Guérison d’ un Aveugle-né. Ann. Oculist. 149, Παρίσι (1913), 81-118). Παρόμοια ἀποτελέσματα εἶχαν κι ἄλλοι γιατροί. Ὁ Moreau διατύπωσε τίς ἑξῆς σκέψεις:
“Θά ἦταν λάθος νά ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἀσθενής στόν ὁποῖο ἀποκαταστάθηκε ἡ ὅρασι μέ χειρουργική ἐπέμβασι εἶναι δυνατόν νά δῆ μετά τήν ἐπέμβασι τόν ἐξωτερικό κόσμο. Τά μάτια ἔχουν, ἀσφαλῶς, ἀποκτήσει τή δύναμι νά βλέπουν, ἀλλά τό πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ δύναμι αὐτή… πρέπει νά μαθευθῆ ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ἡ ἐγχείρησι, αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν, ἔχει ἀξία μόνο ὡς μία διαδικασία γιά νά προετοιμασθῆ τό μάτι ὥστε νά μπορῆ νά δῆ· ἡ ἐκπαίδευσι εἶναι ὁ σημαντικότερος παράγοντας. Ὁ {ὀπτικός φλοιός} μπορεῖ μόνο νά καταχωρίση καί νά διατηρήση τίς ὀπτικές ἐντυπώσεις μετά ἀπό μία διαδικασία ἐκμαθήσεως… Τό νά ξαναδώσης τήν ὅρασι σ᾽ ἕναν ἀσθενῆ ἐκ γενετῆς τυφλό εἶναι, περισσότερο, δουλειά ἑνός παιδαγωγοῦ παρά ἑνός χειρουργοῦ” (δική μου ἀποσπασματική παράθεσι)»(ZS, 118).
• Ἐπισημαίνει καί ὁ καθηγ. Θεοδόσιος Πελεγρίνης: «Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν χωρίς ὅρασι καί ἀργότερα, ἀφοῦ ὑπέστησαν ἐπιτυχῆ ἐγχείρησι, τήν ἀπέκτησαν, ἀρχικά ἀντέδρασαν ἀπέναντι στόν καθρέπτη σάν νά ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο πρόσωπο (Μ. Von Senden, Space and Sight. Τhe Ρerception of Space and Shape in the congenitally blind before and after operation, Free Ρress, Glencoe Ιllinois, 1960). Χωρίς νά εἶναι ἀπόλυτα τεκμηριωμένο, ἔχει ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά δείχνη σημεῖα ἀναγνωρίσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπέναντι στόν καθρέπτη ὕστερα ἀπ᾽ τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του (Β. Αmsterdam, Μirror Self-Ιmage reaction before age two, στό: περιοδ. Developmental Ρsychobiology, τεῦχ. 5, 1972, σ. 297-305)»(Π, 154).
• Καί θά τελειώσουμε μέ τό: «“Ὕστερα ἀπό μιά μεταμόσχευσι κερατοειδοῦς ὁ ἐγκέφαλος χρειάζεται ἕνα χρονικό διάστημα μέχρι νά μάθη νά συντονίζη τά δύο μάτια”, εἶπε ὁ Φοντρί. “Ὁ Erdös [πού ὑπέστη τέτοια μεταμόσχευσι] πέρασε μιά δύσκολη χρονιά, στή διάρκεια τῆς ὁποίας ἐνημέρωσε τούς πάντες ὅτι βλέπει διπλά. Ἦταν πολύ δύσκολο νά τό ὑπομείνη αὐτό, ἀφοῦ ἡ ἀνάγνωσι μαθηματικῶν κειμένων ἦταν πολύ σημαντική γιά τή δουλειά του”»(H, 319).
Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Φυσικού & Θεολόγου, ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ, Μωσῆς ἤ μωσαϊκό (Bruce Bickel & Stan Jantz), Περί Ἐξελίξεως 1, ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ (τηλ. 6978461846), Σταμάτα 2014
*Οι συντμήσεις (βιβλιογραφία) βρίσκονται στο βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.