14.2.20

Ευδοξία Αυγουστίνου, Ο πλούτος της ολιγάρκειας


Ὁ πλοῦτος τῆς ὀλιγάρκειας
Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος - Θεολόγος
Γνωστό παραμύθι μιλάει γιά ἕναν δυστυχισμένο βασιλιά μέ ἀμύθητα πλού­τη, πού φθόνησε τήν προσωπική καί οἰκογενειακή χαρά τοῦ φτωχοῦ εὐ­τυχισμένου γείτονά του τσαγκάρη καί θέλησε νά τόν δοκιμάσει στέλνοντάς του ἕνα πουγκί φλουριά. Μετά τή «γενναία ἐπιχορήγηση» ἡ ζωή τοῦ γείτονα γέμισε ἔγνοιες καί ἄδειασε ἀπό εὐτυχία. Γι’ αὐτό ὁ τσαγκάρης μας ἐ­πέ­στρε­ψε τό πουγκί στόν δωρητή, ὁ­μολο­γώντας: «Βασιλιά μου, τά λεφτά μπῆκαν ἀπό τήν πόρτα καί ἡ ὀλιγάρκεια πῆρε τήν εὐτυχία καί ἔφυγαν ἀπό τό παράθυρο»!
Πράγματι ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὕψιστη ἀρετή. Σπουδαῖοι φιλόσοφοι καί διανοητές ἔζησαν καί δημιούργησαν ὑπέροχα ἔργα, υἱοθετώντας τήν ἑ­κούσια πενία, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἐγκράτεια.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ὁρίζει ὡς ἑξῆς· «Αὐτάρκεια δέ τῇ χρείᾳ τούτων ὁρίζεται, ὧν ἄνευ ζῆν οὐκ ἔνι». Ὅ,τι ὑπερβαίνει τό ὅριο τῆς ἀ­νάγκης εἶναι περιττό καί ἄχρηστο. Τό ὅριο αὐτό τῶν ἀναγκῶν εἶναι κοινό γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους· περιλαμβάνει τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή διατήρηση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο· «Ἔ­χοντες δὲ δια­τρο­­­φὰς καὶ σκεπάσμα­τα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α´ Τι 6,8). Ἐξάλλου ὁ ἄν­θρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό ὀλιγοδεής.
Τήν ἀρετή τῆς λιτότητας, τή δωρι­κότητα ὡς τρόπο ζωῆς, τή συναντοῦ­με σέ πολλές πτυχές τῆς ἱστορίας μας, ἀπ’ ὅπου παραθέτουμε σχετικά παραδείγματα.
Ὅλοι γνωρίζουμε τόν σκληρό τρό­πο ζωῆς τῶν ἀρχαίων Σπαρτια­τῶν καί τή λιτή ζωή τους. Ὅταν κάποτε ὁ με­γά­λος βασιλιάς τῶν Λακεδαιμονίων Ἀ­γησίλαος κατέλαβε τή Θά­σο, οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔτρεξαν νά τοῦ προσ­φέρουν πλούσια δῶρα: κριθαρένια ψω­μιά, χῆνες, μελόπιτες, καρύδια καί κάστανα εἰδικῶς παρασκευασμένα. Ἐ­κεῖ­νος κράτησε μόνο τά κριθαρένια ψω­μιά καί διέταξε νά πάρουν τά ἄλλα πίσω. Στήν ἐπιμονή τῶν Θασιτῶν νά τά κρατήσει, διέταξε νά τά δώσουν στούς δούλους πού ἀκολουθοῦσαν τόν στρα­τό. Ἐξήγησε τόν λόγο: «Δέν ἁρ­μόζει σέ γενναίους καί ἀ­γαθούς ἄν­­δρες νά τρῶ­νε τέτοιες λιχου­διές· αὐ­τά πού δελεάζουν τούς δούλους εἶναι ξένα γιά τούς ἐλεύθερους».
Ὁ φιλόσοφος Σωκράτης στόν σοφιστή Ἀντιφῶντα, πού τόν κατηγο­ροῦ­σε ὅτι τρώει καί πίνει τά χειρότερα φαγητά καί ποτά, καί ὅτι χειμώνα καλοκαίρι φοράει τά ἴδια ροῦχα καί περιφέρεται χωρίς ὑποδήματα καί χιτώ­να, ἀπαν­τᾶ: Ἡ εὐτυχία δέν βρίσκεται στήν τρυφή καί στήν πολυτέλεια· εὐ­τυχής εἶναι αὐ­τός πού ἔχει λίγες ἀ­νάγκες, γιατί ἔτσι πλησιάζει πρός τόν Θεό, πού δέν ἔχει καθόλου ἀνάγκες.
Ἀλλά κι ἀπό τή σύγχρονή μας πρα­γ­­ματικότητα ἀποδεικνύεται ὅτι μέ τά ἀ­πο­λύτως ἀπαραίτητα περνᾶ κανείς ἐξίσου καλά, ὅπως καί μέ τά πολ­­­­λά. Ἀπόδειξη τά σπίτια τριῶν σπου­­δαίων ποιητῶν, τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, τοῦ Νί­κου Καρούζου καί τοῦ Μίλτου Σαχτούρη. Ἔζησαν: σ’ ἕνα μικροαστικό δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς γωνίας Ἀ­χαρνῶν καί Ἠπείρου ὁ Λειβαδίτης, σ’ ἕνα ἡμιυπόγειο ἑνάμισι δωματίου τῆς ὁδοῦ Σούτσου ὁ Καροῦ­ζος καί σ’ ἕνα δυάρι τῆς ὁδοῦ Μηθύμνης, πού ἔ­βλε­πε μάλιστα στόν «ἀκάλυπτο», ὁ Σα­χτού­ρης. Δέν ὑπῆρ­ξαν γι’ αὐτό ἄνθρωποι δυστυχισμένοι· οὔτε διέκρινε κανείς τήν ἐλάχιστη ἐπιθυμία νά μετακομίσουν. Ὁ Κα­ροῦζος, μάλιστα, ὅταν θέλησε νά τοῦ χαρίσει κάποιος ἕνα ψυγεῖο, τόν ἀπο­πῆρε λέγοντάς του: «Δέν μ’ ἐνδιαφέρει ἡ ἄνεση· μ’ ἐνδιαφέρει νά βλέπω τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς». Ὁ νομπελίστας Ἐ­λύ­της σέ ὅποιον τόν ρωτοῦσε γιατί ἐξακολουθεῖ νά μένει σέ ἕνα διαμέρισμα δύο δωματίων ἀπαντοῦσε: «Μά τί νά τά κάνω τ’ ἄλλα δωμάτια, γιά νά βάλω μέσα μπουφέδες;».
Αὐτά τά δεδομένα ἀποτελοῦν μία στάση ζωῆς, μία «ἐπανάσταση» πού κα­ταδεικνύει τή δυναμική τῆς φράσης: «Τίς ἐστιν πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος». Καί ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Δημόκριτος ἔλεγε: «Εὐτυχι­σμέ­νος εἶναι ὅποιος χαίρεται μέ τά λί­γα, ἐνῶ δυστυχισμένος αὐτός πού στενοχωρεῖται μέ τά πολλά». Πράγματι, ὁ ἐγκρατής «φιλοκαλεῖ μετ’ εὐτελείας» καί διάγει βίο ταπεινό μέ εὐχαριστία καί οὐσιαστική πληρότητα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, σάν τόν ἄ­φρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου κατήντησε ἄβουλο ὄν, δοῦλος τῶν ἀνα­γκῶν, πού δέν τίς ἔνιωσε μόνος του, ἀλλά τοῦ τίς ἐπέβαλε τό περιβάλλον, ὁ καταναλωτισμός, ἡ διαφήμιση. Παρεμπιπτόντως νά ἀναφέ­ρουμε ὅτι, σύμφωνα μέ ἔρευνα στή Μ. Βρετανία, τά ροῦχα πού ψωνίζουν οἱ σύγχρονες γυναῖκες φοριοῦνται μόλις ἑπτά φορές πρίν «ξεχαστοῦν» στό βάθος τῆς ντουλάπας. Συχνότερες αἰ­τίες εἶναι οἱ ἀλλαγές στό βάρος καί τό ὅτι ἀγοράστηκαν γιά τήν ἱκανοποίηση στιγμιαίας ἰδιοτροπίας.
Βεβαίως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας στό σύνολό τους καταδικάζουν τήν πολυτέλεια καί τήν τρυφηλή ζωή μέ τή διδασκαλία τους καί μέ τή ζωή τους. Ὁ Μ. Βασίλειος σέ ἐπιστο­λή στόν πλού­σιο φίλο του Ὀλύμπιο, ὁ ὁποῖος φρόντιζε νά τοῦ στέλνει τρόφιμα στό ἐρημικό κτῆμα τοῦ Πόντου, διαμαρτύρεται. Ἄν, τοῦ λέγει, ἡ «φίλη πενία» μιλοῦσε, θά σέ κατηγοροῦσε γιατί προ­σπαθεῖς νά τή διώξεις ἀπό τό σπίτι τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ καί θαυμάζει τή λιτότητα τῶν ἀρχαίων σοφῶν. Στήν ἐπιστολή του ἐπαινεῖ τόν Ζήνωνα, ὁ ὁ­ποῖος, ἐνῶ ἔ­χα­σε τά πάντα σέ ναυ­ά­γιο, δέν δυσανασχέτησε, ἀλλά εὐχαρίστησε τήν τύχη πού ὑπῆρξε ἡ ἀ­φορ­μή νά ζήσει λιτά, σάν πρα­γματικός φιλόσοφος. Ἐπαινεῖ τόν Κλεάν­θη, ὁ ὁποῖος ὅλη τήν ἡμέρα γύριζε τό μαγγάνι σ’ ἕνα πηγάδι, γιά νά παίρνει ἡμερομίσθιο, μ’ αὐτό νά ζεῖ καί νά πληρώνει τά δίδακτρα στούς δασκάλους. Ἐπαινεῖ ἀκόμη καί τόν Διο­γένη, ὁ ὁποῖος περιοριζόταν νά χρησιμοποιεῖ μόνον ὅσα ἡ φύ­ση δίδει. Ὅταν κάποτε εἶδε ὁ φιλόσοφος ἕνα παιδί νά πίνει μέ τήν παλάμη του νερό, πέταξε τό κύπελλο πού εἶ­χε καί ἔκτοτε δέν τό χρησιμοποίησε.
Ὁ ἴδιος πατέρας μᾶς συμβουλεύ­ει: «Ἔ­στω τοίνυν ἡ χρῆσις τῇ χρεί­ᾳ σύμμετρος». Τό μέτρο, ἡ ὀλιγάρ­κει­α, ἡ ὀλιγοδεΐα νά εἶναι κρι­τήριο, στόχος στή ζωή μας καί νά νοηματοδοτεῖ τόν ἀ­γώνα διεξόδου μας ἀπ’ ὅσα μᾶς ταλανίζουν. Μόνον ἔτσι μπο­ρεῖ νά ἐπι­τευ­χθεῖ ἀναστροφή τῆς κρίσης, μέ τήν ἐπιστροφή στήν παράδοση, στήν πατροπαρά­δοτη λιτότητα, στό ἀσκητικό ἦθος τῆς Ὀρ­θο­δοξίας.
Κλείνουμε μέ ἕνα παράθεμα ἀπό τίς διδαχές τοῦ Πατροκοσμᾶ: «Νά στοχαζώμεθα... τήν ψυχήν μας ὁπού εἶνε τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, νά τρώγωμεν καί νά πίνωμεν τό ἀρκετόν μας, ὁμοίως καί τά ροῦχα μας τά ἀρκετά, τόν δέ ἐπίλοιπον καιρόν νά τόν ἐξοδεύωμεν διά τήν ψυχήν μας, νά τήν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας... Εἰ δέ καί ζητοῦ­μεν πῶς νά τρώγωμεν, πῶς νά πίνωμεν, πῶς νά ἁμαρτάνωμεν, πῶς νά στολίζωμεν τοῦτο τό βρώμικο σῶμα, ὁπού αὔ­ριον θά τό φάνε τά σκουλήκια, καί ὄχι διά τήν ψυχήν ὁπού εἶνε ἀθάνατος, τότε δέν πρέπει νά λεγώμεθα ἄν­θρωποι, ἀλλά ζῶα. Λοιπόν κάμετε τό σῶ­μα δοῦλον τῆς ψυχῆς, καί τότε νά λέγεσθε ἄν­θρωποι».

1 σχόλιο:

  1. ᾿Έχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.