11.4.20

Ευαγγελική Περικοπή Κυριακής Βαΐων


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 1 - 18



 ον ησος πρ ξ μερν το πσχα λθεν ες Βηθαναν, που ν Λζαρος  τεθνηκς, ν γειρεν κ νεκρν. 2 ποησαν ον ατ δεπνονκε, κα  Μρθα διηκνει·  δ Λζαρος ες ν κ τν νακειμνων σν ατ. 3  ον Μαρα, λαβοσα λτραν μρου νρδου πιστικς πολυτμου,λειψε τος πδας το ησο κα ξμαξε τας θριξν ατς τος πδας ατο· δ οκα πληρθη κ τς σμς το μρου. 4 λγει ον ες κ τν μαθητν ατοοδας Σμωνος σκαριτης,  μλλων ατν παραδιδναι· 5Διαττοτο τ μρον οκ πρθη τριακοσων δηναρων κα δθη πτωχος; 6 επε δτοτο οχ τι περ τν πτωχν μελεν ατλλ’ τι κλπτης ν, κα τγλωσσκομον εχε κα τ βαλλμενα βσταζεν. 7 επεν ον  ησος· φες ατν, ες τν μραν το νταφιασμο μου τετρηκεν ατ. 8 τος πτωχος γρ πντοτε χετε μεθ’ αυτν, μ δ ο πντοτε χετε. 9 γνω ον χλος πολς κ τν ουδαων τι κε στι, κα λθον ο δι τν ησον μνον, λλ’να κα τν Λζαρον δωσιν ν γειρεν κ νεκρν. 10βουλεσαντο δ ορχιερες να κα τν Λζαρον ποκτενωσιν, 11 τι πολλο δι’ ατν πγον τν ουδαων κα πστευον ες τν ησον. 12 Τ παριον  χλος πολς λθν ες τν ορτν, κοσαντες τι ρχεται ησος ες εροσλυμα, 13λαβον τ βαα τν φοινκων κα ξλθον ες πντησιν ατ, κακραγαζον· σανν· ελογημνος  ρχμενος ν νματι Κυρου, βασιλες το σραλ. 14 ερν δ  ησος νριον κθισεν π’ ατ, καθςστι γεγραμμνον· 15 Μ φοβο, θγατερ Σιν· δο  βασιλες σου ρχεται καθμενος π πλον νου. 16 Τατα δ οκ γνωσαν ο μαθητα ατο τπρτον, λλ’ τε δοξσθη  ησος, ττε μνσθησαν τι τατα ν π’ ατγεγραμμνα, κα τατα ποησαν ατ. 17 μαρτρει ον  χλος  ν μετ’ ατο τε τν Λζαρον φνησεν κ το μνημεου κα γειρεν ατν κ νεκρν. 18 δι τοτο κα πντησεν ατ  χλος, τι κουσαν τοτο ατν πεποιηκναι τ σημεον. 


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα 


1 Ο δε Ιησούς, εξ ημέρας προ του πάσχα ήλθεν εις την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λαζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον είχε αναστήσει εκ νεκρών. 2 Παρέθεσαν, λοιπόν, εις αυτόν δείπνον εκεί και η Μαρθα υπηρετούσε. Ο Λαζαρος ήτο ένας από τους συνδαιτυμόνας. 3 Εν τω μεταξύ η Μαρία επήρε μίαν λίτραν μύρου γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικόν φυτόν που λέγεται νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τας τρίχας της κεφαλής της. (Τούτο δε έκαμε από βαθείαν πίστιν προς τον Σωτήρα και από θερμήν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, που είχεν αναστήσει τον αδελφόν της). Ολο δε το σπίτι εγέμισε από την ευωδίαν του μύρου. 4 Λεγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο Ιούδας, ο υιός του Σιμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετ' ολίγον έμελε να τον παραδώση στους σταυρωτάς· 5 “διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθη αντί τριακοσίων δηναρίων, αντί εξήντα περίπου χρυσών λιρών και δεν εδόθη το αντίτιμόν του στους πτωχούς;” 6 Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον δια τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και εκρατούσε δια τον ευατόν του τα χρήματα, που έρριπταν εις αυτό. 7 Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχην αυτήν την γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προησθάνετο και το εχρησιμοποίησε δι' εμέ τώρα, τας παραμονάς του ενταφιασμού μου. 8 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας, εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε. Μετ' ολίγον θα παραδοθώ εις χείρας των σταυρωτών μου”. 9 Επληροφορήθηκε τότε πολύς λαός από τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν και ήλθαν εκεί, όχι μόνον δια τον Ιησούν, αλλά δια να ίδουν και τον Λαζαρον, τον οποίον είχεν αναστήσει εκ νεκρών. 10 Οι αρχιερείς όταν επληροφορήθησαν αυτά, απεφάσισαν να φονεύσουν και τον Λαζαρον, 11 διότι πολλοί από τους Ιουδαίους επήγαν δι' αυτόν εις την Βηθανίαν και όταν τον έβλεπαν ζωντανόν και υγιή, αναστημένον εκ νεκρών, επίστευαν στον Ιησούν. 12 Την άλλην ημέραν πολύς λαός, που είχε έλθει δια την εορτήν, όταν ήκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα, 13 επήραν εις τα χέρια των κλάδους από φοίνικας και εβγήκαν να τον προϋπαντήσουν και εφώναζαν· “δόξα και τιμή εις αυτόν· ευλογημένος και δοξασμένος ας είναι αυτός που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, αυτός που είναι ο ένδοξος και αληθινός βασιλεύς του Ισραήλ. 14 Ευρήκε δε ο Ιησούς ένα πουλάρι και εκάθισεν επάνω εις αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο εις τις προφητείες· 15 Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη της Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμάτος αγάπην δια σε, καθισμένος επάνω εις πουλάρι όνου. 16 Τι εσήμαιναν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά δεν είχαν εννοήσει οι μαθηταί του προηγουμένως, αλλ' όταν ο Ιησούς με την θριαμβευτικήν ανάστασιν του και την ένδοξον ανάληψίν του εδοξάσθη, τότε εθυμήθηκαν, ότι αυτά όλα είχαν γραφή από το Πνεύμα του Θεού δι' αυτόν και εις την εκπλήρωσιν αυτών συνείργησαν αυτοί και ο λαός, χωρίς να το ενοούν. 17 Κατά τας ώρας της μεγάλης εκείνης υποδοχής ο λαός, που ήτο μαζή του όταν ο Ιησούς εφώναξε τον Λαζαρον από το μνημείον και και τον ανέστησε εκ νεκρών, εμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε εις τα άλλα πλήθη το μεγάλο αυτό θαύμα. 18 Δι' αυτό δε και τα πολλά πλήθη του λαού τον προϋπήντησαν, διότι είχαν πληροφορηθή από αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει το μεγάλο τούτο θαύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.