24.7.20

Ψαλτηρίου Θησαύρισμα: Ψαλμός 9ος





1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.


2 - ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΑΙ σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου·



2 Θα σε δοξολογήσω Κυριε, με όλην μου την καρδίαν, θα διηγηθώ με ευγνωμοσύνην όλα τα θαυμαστά σου έργα.


3 εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου, ῞Υψιστε.

3 Θα πλημμυρίσω από χαράν και αγαλλίασιν αναλογιζόμενος την πατρικήν σου παντοδύναμον προστασίαν. Θα ψάλλω ύμνους δοξολογίας προς το πάντιμον όνομά σου, Υψιστε Κυριε.


4 ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ προσώπου σου,

4 Οταν κατετροπώθησαν και πανικόβλητοι ετράπησαν εις φυγήν οι εχθροί μου, συνετρίβη η δύναμίς των. Αυτοί εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ ολοκλήρου, μόλις εφάνη το προστατευτικόν δι' εμέ, το ωργισμένον δι' εκείνους, πρόσωπόν σου.


5 ὅτι ἐποίησας τὴν κρίσιν μου καὶ τὴν δίκην μου, ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου ὁ κρίνων δικαιοσύνην.

5 Διότι συ, ως δίκαιος και παντοδύναμος κριτής, έκρινες την υπόθεσίν μου, έκαμες δίκην υπέρ εμού. Εκάθισες στον βασιλικόν δικαστικόν σου θρόνον, συ ο οποίος κρίνστους πάντας και τα πάντα με δικαιοσύνην.


6 ἐπετίμησας ἔθνεσι, καὶ ἀπώλετο ὁ ἀσεβής· τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξήλειψας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

6 Εβγαλες καταδικαστικήν απόφασιν κατά των εθνών αυτών, τους ήλεγξες δια τας παρανομίας των και κατεστράφησαν οι ασεβείς αυτοί. Το όνομά των, που δι' άλλους μεν είχε καταντήσει φόβητρον, δι' άλλους δε αξιοζήλευτον, το έσβησες άπαξ δια παντός, ώστε να μη ακουσθή ποτε πλέον.


7 τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ᾿ ἤχου,

7 Αι πολεμικαί θανατηφόροι μεγάλαι σπάθαι του εχθρού αυτού και αι άλλαι πολεμικαί μηχαναί κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου· τας ωχυρωμένας του πόλεις κατεκρήμνισες και η ανάμνησίς του εξηφανίσθη μετά βοής.


8 καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα μένει. ἡτοίμασεν ἐν κρίσει τὸν θρόνον αὐτοῦ,

8 Ο Κυριος όμως και απειροτέλειος Θεός μένει στον αιώνα. Ητοίμασε και έχει πάντοτε έτοιμον τον βασιλικόν θρόνον της δικαίας του κρίσεως.


9 καὶ αὐτὸς κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.

9 Αυτός θα κρίνη και θα δικάση την οικουμένην με δικαιοσύνην, θα κρίνη τους λαούς της γης με απροσωποληψίαν και ευθύτητα.


10 καὶ ἐγένετο Κύριος καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθὸς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσι·

10 Ετσι ο Κυριος έγινε καταφύγιον δια τους πτωχούς και τους αδυνάτους. Βοηθός αυτών εις την κατάλληλον στιγμήν, όταν αυτοί ευρίσκωνται υπό το κράτος θλίψεων και αδικιών.


11 καὶ ἐλπισάτωσαν ἐπὶ σοὶ οἱ γινώσκοντες τὸ ὄνομά σου, ὅτι οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζητοῦντάς σε, Κύριε.

11 Εις σέ, λοιπόν, ας έχουν στηριγμένας τας ελπίδας των όσοι σε εγνώρισαν, διότι συ δεν εγκαταλείπεις ποτέ εκείνους, οι οποίοι μετά πόθου σε ζητούν και προς σε καταφεύγουν.


12 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ,

12 Ψαλατε, λοιπόν, όλοι ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον, ο οποίος μένει στον ιερόν τόπον, εις την Σιών. Διαλαλήσατε εις όλα τα έθνη τα μεγαλουργήματα αυτού.


13 ὅτι ἐκζητῶν τὰ αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων.

13 Διότι ο Κυριος, ο εκδικητής των αθώων αιμάτων και τιμωρός των εγκληματιών, ενεθυμήθη τους αδικηθέντας, εμακροθύμησε δια τον εγκληματίαν, αλλά δεν ελησμόνησε την ικεσίαν των δεομένων προς αυτόν πτωχών και αδυνάτων και αδικουμένων.


14 ἐλέησόν με, Κύριε, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου,

14 Ελέησε με, Κυριε, ίδε τον εξευτελισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους των εχθρών μου. Συ, ο οποίος συνεχώς από θανασίμους κινδύνους με σώζεις, συ που με αρπάζεις από αυτάς άκομα τας πύλας του θανάτου, και μου χαρίζεις δόξαν,


15 ὅπως ἂν ἐξαγγείλω πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών. ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου.

15 δείξε και τώρα την προστασίαν σου, δια να διαλαλήσω, ελεύθερος πλέον και ασφαλής, όλας τας δοξολογίας σου εις τας πύλας της Σιών, την οποίαν ως θυγατέρα σου αγαπάς. Τοτε εγώ θα πλημμυρίσω από αγαλλιασιν δια την σωτηρίαν, που θα μου έχης δώσει.


16 ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, ἐν παγίδι ταύτῃ, ᾗ ἔκρυψαν, συνελήφθη ὁ ποὺς αὐτῶν.

16 Τα εχθρικά όμως ειδωλολατρικά έθνη εβυθίσθησαν και εκόλλησαν στον βόρβορον, ώστε να είναι βεβαία πλέον η καταστροφή των, διότι εις την παγίδα, την οποίαν με πολλήν τέχνην εσκέπασαν, δια να συλλάβη τα ανύποπτα αθώα θύματά των, εις αυτήν, ως εις άλλο δόκανον, επιάστηκαν τα ιδικά των πόδια.


17 γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιῶν, ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. (ᾠδὴ διαψάλματος).

17 Με τα θαυμαστά αυτά έργα της δικαιοσύνης σου γίνεται υλοφάνερον και γνωστόν εις όλον τον κόσμον, ότι ο Κυριος πάντοτε δικαίας κρίσεις και αποφάσεις λαμβάνει και εφαρμόζει. Εφερεν εν τη δικαιοσύνη του έτσι τα πράγματα ο Κυριος, ώστε ο αμαρτωλός συλλαμβάνεται ο ίδιος εις τα παγιδευτικά έργα, που έχει στήσει δια τους άλλους.


18 ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ,

18 Ας καταδικασθούν και ας ριφθούν εις τας οδύνας του άδου οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία λησμονούν και καταφρονούν τον Θεόν.


19 ὅτι οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται ὁ πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν πενήτων οὐκ ἀπολεῖται εἰς τέλος.

19 Διότι δεν θα λησμονηθή μέχρι τέλους ο πτωχός και αδύνατος, που πιστεύει και ελπίζει στον Θεόν. Η ελπίδα προς τον Θεόν και η υπομονή, την οποίαν δείχνουν κατά το διάστημα των θλίψεών των οι πένητες, δεν θα χαθή, δεν θα μείνη μέχρι τέλους χωρίς ικανοποίησιν εκ μέρους του Θεού.


20 ἀνάστηθι, Κύριε, μὴ κραταιούσθω ἄνθρωπος, κριθήτωσαν ἔθνη ἐνώπιόν σου.

20 Σηκω επάνω, Κυριε, δίκαιος και ισχυρός, και ας μη υψώνεται και μεγαλοφρονή ο άδικος και εξευτελισμένος άνθρωπος. Ας κριθούν και ας δικασθούν ενώπιόν σου όλα τα ασεβή έθνη.


21 κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ᾿ αὐτούς, γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν. (διάψαλμα).

21 Θέσε επάνω εις αυτά αυστηρόν νομοθέτην, που θα τους δεσμεύη με τους δικαίους νόμους και θα τους κρίνη οσάκις τους παραβαίνουν. Από την ιδικήν σου δικαίαν και παντοδύναμον παρέμβασιν, ας μάθουν οι ειδωλολάτραι, οι εθνικοί, ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ασθενείς και ανόητοι άνθρωποι.


22 (Μασ. 10 1-18) ῾Ινατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν, ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσιν;

22 (Μασ. 10 1-18) Διατί, Κυριε, έχεις σταθή εις την παρούσαν περίστασιν μακράν από ημάς; Διατί δεν μας προσέχεις τώρα, που ευρισκόμεθα εις περιστάσεις θλίψεων;


23 ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός, συλλαμβάνονται ἐν διαβουλίοις, οἷς διαλογίζονται.

23 Καίεται μέσα στο καμίνι θλίψεως και αγωνίας ο ενάρετος πτωχός, εις καιρόν που υπερηφανεύεται αλαζονικά δια την επικράτησίν του ο αμαρτωλός. Συλλαμβάνονται οι ταλαίπωροι πτωχοί εις τας παγίδας, τας οποίας με πανουργίαν ετοιμάζουν εναντίον των οι αμαρτωλοί.


24 ὅτι ἐπαινεῖται ὁ ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν ἐνευλογεῖται·

24 Στενοχωρείται ο δίκαιος, διότι βλέπει να καυχάται και να θαυμάζεται από τους ομοίους του ο αμαρτωλός. Βλέπει να εκπληρώνονται αι αμαρτωλαί επιθυμίαι της ψυχής εκείνου και να καλοτυχίζεται ο άδικος από τους ομοίους του.


25 παρώξυνε τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός· κατὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ.

25 Με αυτήν όμως την συμπεριφοράν του ο αμαρτωλός, όταν λέγη ότι δεν θα ζητήση ευθύνας δια τας αμαρτίας και τας αδικίας του ο Θεός, εξώργισεν εναντίον του τον Κυριον. Ο αμαρτωλός ζη, ως εάν δεν υπάρχη ενώπιόν του και ως εάν δεν τον βλέπη ο Θεός!


26 βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ἀνταναιρεῖται τὰ κρίματά σου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κατακυριεύσει·

26 Εις κάθε στιγμήν και ώραν είναι ρυπαροί και βρωμεροί οι δρόμοι της ζωής του. Καταφρονεί και καταπατεί ασυστόλως τα προστάγματα και τας εντολάς σου εμπρός εις τα μάτια σου και φαντάζεται εν τη αλαζονία του ότι θα επικρατήση εναντίον όλων των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του είναι οι ιδικοί σου φίλοι.


27 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐ μὴ σαλευθῶ, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ.

27 Διότι είπεν από μέσα του· “δεν θα μετακινηθώ ποτέ από κανένα, η ευτυχία μου είναι μόνιμος. Εγώ και οι απόγονοί μου θα ζήσωμεν χωρίς θλίψεις”.


28 οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου, ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καὶ πόνος.

28 Ετσι σκέπτεται εκείνος, του οποίου το στόμα είναι γεμάτο από κατάραν εναντίον του Θεού, από πικρίαν και δολιότητα κατά του πλησίον του. Εκείνος, κάτω από την γλώσσαν του οποίου φωληάζει και ξεχύνεται η κακότης και η μοχθηρία.


29 ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων, ἐν ἀποκρύφοις τοῦ ἀποκτεῖναι ἀθῷον· οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν·

29 Στήνει ενέδραν και παραμονεύει μαζή με άλλους πλουσίους, στήνει καρτέρι εις αποκρύφους τόπους, δια να φονεύση τον αθώον διαβάτην. Οι οφθαλμοί του κακοποιού αυτού στρέφονται άγριοι και απειλητικοί εναντίον του πτωχού και ανυπερασπίστου ανθρώπου.


30 ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν·

30 Παραμονεύει εις αποκρύφους τόπους, όπως το ληοντάρι παραφυλάττει κρυμμένο μέσα εις την φωλεάν του, ενεδρεύει, δια να αρπάση τον πτωχόν, να αρπάση τον πτωχόν παρασύρων αυτόν με απατηλούς τρόπους.


31 ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει αὐτόν, κύψει καὶ πεσεῖται ἐν τῷ αὐτὸν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων.

31 Εις την ενέδραν, που στήνει συμμαζεύεται, σκύβει, εξαπλώνεται κάτω στο έδαφος, δια να μπορέση με τον τρόπον αυτόν να ορμήση αιφνιδίως και κατακυριεύση τους ταλαιπωρημένους πτωχούς.


32 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τέλος.

32 Είπε από μέσα του σύμφωνα με την επιθυμίαν της πονηράς καρδίας του· “ο Θεός μας ελησμόνησε, εγύρισε αλλού το πρόσωπόν του και δεν μας βλέπει καθόλου”.


33 ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων.

33 Σηκω, Κυριε και Θεέ μου, εν τη δικαιοσύνη σου. Ας υψωθή η παντοδύναμος δεξιά σου και ας πέση τιμωρός εναντίον εκείνων. Μη λησμονής τους ταλαιπωρημένους, τους πτωχούς.


34 ἕνεκεν τίνος παρώργισεν ὁ ἀσεβὴς τὸν Θεόν; εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει.

34 Διατί επροκάλεσε οξείαν την οργήν ο ασεβής; Διότι είπεν από μέσα του, σύμφωνα με τους πόθους της πονηράς καρδίας του· “ο Θεός δεν ζητεί λογαριασμόν και δεν μας καταλογίζει ευθύνας δια τας πράξεις μας”!


35 βλέπεις, ὅτι σὺ πόνον καὶ θυμὸν κατανοεῖς τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺς εἰς χεῖράς σου· σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχός, ὀρφανῷ σὺ ᾖσθα βοηθός.

35 Αλλά συ, Κυριε, τα βλέπεις όλα· όχι μόνον τας εξωτερικάς πράξστου ανθρώπου, αλλά και αυτάς τας σκέψεις και επιθυμίας των καρδιών. Γνωρίζεις τόσον τους πόνους και τας θλίψστου πτωχού όσον και τον θηριώδη θυμόν του ασεβούς. Τα βλέπεις όλα, δια να παραδώσης εν τη δικαιοσύνη σου τους ασεβείς εις την τιμωρόν δεξιάν σου. Εις την ιδικήν σου όμως προστασίαν έχει ελπίσει και έχει εγκαταλειφθή ο πτωχός. Του ορφανού συ είσαι βοηθός.


36 σύντριψον τὸν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ, ζητηθήσεται ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.

36 Συντριψε συ την καταπιεστικήν δύναμιν του αμαρτωλού και του πονηρού ανθρώπου. Εξάλειψε αυτόν και τας κακάς του πράξεις, ώστε, εάν αναζητηθή το κακόν που έκαμε, να μη ευρεθή ούτε αυτός ούτε εκείνο.


37 βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ἀπολεῖσθε ἔθνη ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

37 Μονον ο αιώνιος Κυριος θα βασιλεύση στους αιώνας των αιώνων. Σεις οι ειδωλολάτραι θα εξολοθρευθήτε από την γην του Κυρίου.


38 τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε Κύριος, τὴν ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς σου

38 Ο Κυριος ήκουσε την δικαίαν επιθυμίαν των πτωχών ανθρώπων. Και το αυτί του το έτεινε προσεκτικόν στους δικαίους πόθους της καρδίας των.


39 κρῖναι ὀρφανῷ καὶ ταπεινῷ, ἵνα μὴ προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.




39 Ανέλαβεν αυτός, να κρίνη με δικαιοσύνην επί της υποθέσεως του ορφανού και του πτωχού ανθρώπου, να τους υπερασπίση εν τη παντοδυναμία του, ώστε να μη τολμήση πλέον κανείς άνθρωπος επί της γης να αλαζονευθή εις βάρος αυτών και του Θεού.






Ερμηνεία από το βιβλίο ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ (Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση) Τόμος Α´ Ψαλμ. 1-50 Ὑπό Ἐπισκόπου Ἱερεμίου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως 
1. Ὁ 9ος ψαλμός, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα στήν Παλαιά Διαθήκη, την ὁποία χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας – τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο/), ὅπως τήν λέμε – , εἶναι πολύ μεγάλος. Αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ Ἑβδομήκοντα τόν μικρό πρῶτα 9ο ψαλμό τόν ἕνωσαν μέ τόν 10ο και τόν παρουσίασαν ὡς ἕνα ψαλμό. Ἔτσι ἀπό ἐδῶ καί πέρα τά δύο κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό καί τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο/), διαφέρουν στήν ἀρίθμηση τῶν ψαλμῶν κατά ἕνα ἀριθμό. Ὅμως τό σωστό εἶναι ὅπως τό ἔχει ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο/), γιατί καί οἱ δύο ψαλμοί 9ος καί 10ος ἔχουν τήν ἴδια ἐπιγραφή καί οἱ στίχοι τους εἶναι κατά την σειρά τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἀλφαβήτου, συνέχεια ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο.


2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας, πού κατά τήν ἐπιγραφή εἶναι ὁ Δαυίδ, φαίνεται ὅτι ἐπιστρέφει νικητής ἀπό πόλεμο ἐναντίον ἐχθροῦ, ἐχθροῦ ἰσχυροῦ (στίχ. 7), ὁ ὁποῖος ἐταλαιπώρησε τό ἔθνος του (στίχ. 10.13.14). Και ὅπως οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ πρίν πορευθοῦν στήν μάχη προσεύχονταν στόν Ναό, προσφέροντες θυσία γιά νά ἔχουν νικηφόρο ἀγώνα, ἔτσι και τώρα ὁ Δαυίδ, μετά τήν νικηφόρο ἔκβαση τῆς μάχης του, ἔρχεται στόν Ναό γιά νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τήν νίκη. Εἶναι ἀσφαλῶς χαρούμενος, γι᾽αὐτό καί πάλλοντας ἀπό χαρά λέγει ἀπό τήν ἀρχή: «Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (στίχ.2.3). Καί λέγει στήν συνέχεια τήν αἰτία τῆς χαρᾶς του: «Ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τόν ἐχθρόν μου εἰς τά ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καί ἀπολοῦνται ἀπό προσώπου σου» (στίχ. 4). Ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς τοῦ ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι ὁ ἐχθρός ἐξαφανίστηκε, δέν ὑπάρχει πιά κίνδυνος ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ ἐχθρός ἦταν ἰσχυρός, εἶχε «ρομφαίας» καί «πόλεις», εἶχε «μνημόσυνον», εἶχε, δηλαδή, ὄνομα δυνατό, ἀλλά τελικά συντρίφθηκε·κατέπεσε μέ κρότο, «μετ᾽ ἤχου», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 7)· νικήθηκε «εἰς τέλος» (στίχ. 7), δηλαδή παντελῶς. 


3. Τήν ἧττα τοῦ ἐχθροῦ ὁ ποιητής μας ἀποδίδει στόν Θεό, «ἀπό προσώπου σου» Θεέ, λέγει (στίχ. 4). Ἐάν, ὅπως λέγει ἄλλος ψαλμός, «οἱ ὀφθαλμοί Κυρίου ἐπί δικαίους καί τά ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν» (33,16), ὅμως, ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας, «πρόσωπον Κυρίου ἐπί ποιοῦντας κακά τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τό μνημόσυνον αὐτῶν» (33,17)! Ἡ νίκη κατά τοῦ ἐχθροῦ δέν ἦταν μιά τυχαία ἔκβαση τῶν πραγμάτων, μια τυφλή φορά τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἦταν μιά ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, τοῦ δικαίου Κριτοῦ, ὁ Ὁποῖος «κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαούς ἐν εὐθύτητι» (στίχ. 9). Σάν δίκαιος Κριτής λοιπόν ὁ Θεός εἶδε τίς καταπατήσεις τοῦ δικαίου, πού ἔκανε ὁ ἐχθρός, καί ἐπενέβηκε ἐναντίον αὐτοῦ καί ὑπέρ τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι ὁ βασιλεύς ποιητής μας τήν νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ την ἀποδίδει στόν Θεό και Τόν εὐχαριστεῖ γι᾽ αὐτό μέ δοξολογία στόν Ναό. Ἀφοῦ δέ ὁ Θεός εἶναι δίκαιος Κριτής καί δικαιώνει τούς δικαίους, γι᾽ αὐτό, λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας, γίνεται «καταφυγή τῷ πένητι, βοηθός ἐν εὐκαιρίαις, ἐν θλίψεσιν» (στίχ. 10). Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι καί οἱ θλιβόμενοι καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν καί ὁ Κύριος δέν τούς ἐγκαταλείπει. Ἀλλά, γιά νά δώσει ὁ Θεός την βοήθειά Του στόν ἄνθρωπο, αὐτό προϋποθέτει ὁ ἄνθρωπος νά τήν ζητήσει· γι᾽ Αὐτό καί λέγει ὁ ψαλμός μας στόν Θεό ὅτι «οὐκ ἐγκατέλιπες τούς ἐκζητοῦντάς Σε, Κύριε» (στίχ. 11). 


4. Καί τώρα ὁ ψαλμός μας γίνεται παραινετικός. «Ἀπό τῆς προσευχῆς εἰς παραίνεσιν τρέπει τόν λόγον ὁ προφήτης», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ψαλμωδός τώρα ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς Ἰσραηλῖτες καί τούς λέγει: «Ψάλατε τῷ Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τά ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ» (στίχ. 12). Ὅπως αὐτός ὁ ποιητής ψάλλει τώρα και δοξολογεῖ τόν Θεό, θέλει καί ἄλλοι μαζί του νά δοξολογήσουν τόν Θεό,«τόν κατοικοῦντα ἐν Σιών», λέγει. Γιατί στήν Σιών; Τήν Σιών ἐξέλεξε ὁ Θεός εἰς κατοικίαν Ἑαυτῷ καί ἀπό ἐκεῖ ἀποστέλλει τήν βοήθειά Του, ἀλλά καί διότι, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ» (2,3). Ἀλλά γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες νά δοξολογήσουν τόν Θεό; Γιατί ὁ Θεός ἀφοῦ ἐτιμώρησε μέ ἧττα τούς ἐχθρούς τους, γεγονός πού τώρα ἑορτάζουν, ἀπέ- δειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀνώτατος «γκωέλ» τους, εἶναι δηλαδή ὁ πλησιέστερος συγγενής τους. Παλαιότερα, τό αἷμα ἑνός φονευθέντος τό ἐκδικεῖτo ὁ στενότερος συγγενής (Γεν. 4,10. 9,5. Δευτ. 19,6. Ἀριθμ. 35,12. Ἀποκ. 6,10). Καί ὁ Θεός λέγεται ἐδῶ ἀπό τόν ποιητή τοῦ ψαλμοῦ ὅτι εἶναι ὁ ἐκδικητής καί ἐκζητητής κάθε αἵματος πού χύθηκε ἀδίκως: «Ὁ ἐκζητῶν τά αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων» (στίχ. 13). Ὁ Θεός λοιπόν ἀπεδείχθη ὁ πιό στενός συγγενής τοῦ Ἰσραήλ, γιατί ἐκδικήθηκε τά αἵματα τοῦ λαοῦ Του, πού χύθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς του σέ πολέμους ἐναντίον του. Μέ πολλή ὅμως θλίψη, ἀλλά καί πολλή εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, θυμᾶται ὁ ποιητής ὅλα τά κακά πού ἔπαθε ἀπό τόν ἐχθρό του, τά ὁποῖα ὀνομάζει μέ τήν λέξη «ταπείνωση» (στίχ. 14), καί ἀπό τά ὁποῖα κακά τόν ἔσωσε ὁ Θεός (στίχ. 14). – Παρατηροῦμε στόν ψαλμό μας ὅτι ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά ἕνα ἔχθρό, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί «ἀσεβή» (στίχ. 4. 6.7), καί ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά πολλούς ἐχθρούς, γιά ἔθνη (στίχ. 6. 14. 16. 20). Αὐτό πιθανόν λέγεται περί τῶν συμμάχων ἐχθρῶν τοῦ ἑνός, τοῦ κυρίου ἐχθροῦ. Ἤ, ἀπό τήν τωρινή νίκη του κατά τοῦ ἑνός ἐχθροῦ του ὁ ποιητής Δαβίδ θυμᾶται καί παρόμοιες προηγούμενες νίκες κατά ἄλλων ἐχθρῶν τοῦ κράτους του καί ὁμιλεῖ λοιπόν γενικῶς περί ἐχθρῶν. 

5. Γιά τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους του, λέγει στό τέλος τοῦ Α/ ἐδῶ μέρους τοῦ ψαλμοῦ του ὁ βασιλεύς Δαυίδ ὅτι ἔσκαψαν βαθύ λάκκο μέ λάσπη («διαφθορά») γιά νά θάψουν βέβαια ἐκεῖ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά βούλιαξαν αὐτοί ἐκεῖ («ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ ᾗ ἐποίησαν», στίχ. 16α). Καί οἱ ἐχθροί πάλι τοῦ Ἰσραήλ ἔστησαν παγίδα ἐναντίον του, ἀλλά σ᾽ αὐτήν την παγίδα πιάστηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι («ἐν παγίδι ταύτῃ ᾗ ἔκρυψαν συνελήφθη ὁ πούς αὐτῶν», στίχ. 16β). Γιά τά ἔθνη δέ, πού προξένησαν τόσα κακά στο δικό του ἔθνος, πού εἶναι ἔθνη ἁμαρτωλά, ζῶντα μακρυά ἀπό τόν Θεό («τά ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ»), ὁ ψαλμωδός εὔχεται νά ἐπιστρέψουν στόν ἅδη («ἀποστραφήτωσαν εἰς τόν ᾅδην», στίχ. 18), σάν νά λέγει ὅτι γεννήθηκαν ἀπό τόν ἅδη καί ἄς ἐπιστρέψουν λοιπόν στόν τόπο τῆς καταγωγῆς τους! Ὅπως ὁ Ἀδάμ, πού πλάστηκε ἀπό τήν γῆ καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία του νά ἐπιστρέψει στήν γῆ (Γεν. 3,19), ἔτσι καί τά ἀσεβῆ ἔθνη, τά γεννήματα τοῦ ἅδου («Σεώλ»), ἄς ἔχουν τόν ἅδη ὡς τελική τους θέση. Κλείνει ὅμως τό πρῶτο αὐτό μέρος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ φωτισμένος ποιητής μας με τήν εὐχή νά δώσει ὁ Θεός καί σ᾽ αὐτά τά ἔθνη νομοθέτην, γιά νά ἀποκτήσουν καί αὐτά θεογνωσία: «Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ᾽ αὐτούς, γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν» (στίχ. 21). 

6. Ἐρχόμαστε τώρα στό Β/ μέρος τοῦ ψαλμοῦ μας, πού στό Ἑβραϊκό κείμενο ἀριθμεῖται ὡς 10ος ψαλμός. Τό Α/ μέρος τοῦ 9ου ψαλμοῦ ἦταν μιά εὐχαριστία στόν Θεό τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ γιά μία νικηφόρο νίκη κατά ἑνός ἐχθροῦ. Στό Β/ ὅμως μέρος του ὁ ψαλμός ἀλλάζει ἀτμόσφαιρα, γιατί ὁμιλεῖ γιά κάποιον κακό ἄνθρωπο ἤ καί γιά πολλούς κακούς ἀνθρώπους. Καί στρέφεται λοιπόν ὁ Δαυίδ στό ὑπόλοιπο ἐδῶ μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἐναντίον αὐτῶν τῶν κακοποιῶν, παρακαλῶντας τόν Θεό νά τούς τιμωρήσει ἤ νά τόν τιμωρήσει, ἄν πρόκειται γιά ἕνα μόνο ἄνθρωπο.

7. Ἡ ἑρμηνεία πού δίδεται εἶναι ὅτι ὁ Δαυίδ μετά τήν εὐχαριστία του προς τόν Θεό γιά τόν νικηφόρο ἀγώνα του κατά τοῦ ἐχθροῦ στράφηκε πρός το δικό του κράτος, τό ὁποῖος ἔβλεπε ὅτι καταρρέει, γιατί ὑπῆρχαν σ᾽ αὐτό κακοί πολῖτες. Καί μάλιστα ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, τόν ὁποῖο παριστάνει μέ πολύ μελανές ἐκφράσεις καί εἰκόνες, εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπό τούς ἄλλους. Πιθανόν αὐτός νά ἦταν καταπιεστής τῶν πολιτῶν καί νά εἶχε και ὁμάδα ἀνθρώπων πού τόν ὑποστήριζαν καί συνέπρατταν μαζί του. Τό τμῆμα λοιπόν αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας δίνει μία περιγραφή τῶν ἀσεβῶν καί κακοποιῶν ἀνθρώπων. Δίνει γενικά ὅλα τά χαρακτηριστικά τους. Κατά πρῶτον οἱ ἀσεβεῖς κομπάζουν καί ὑπερηφανεύονται: «Ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τον ἀσεβῆ», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 23). Τά ὑπερήφανα δέ λόγια τῶν ἀσεβῶν γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι προσβλητικά κατά τῶν ἄλλων, τῶν ἁπλῶν καί τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων, καί τούς πληγώνουν. Τούς «καῖνε». Γι᾽ αὐτό καί λέει ὁ ποιητής μας «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τόν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός» (στίχ. 23). Ὄχι ὅμως μόνον κατά τῶν πτωχῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων ἐκφράζονται οἱ ἀσεβεῖς, ἀλλά στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν αὐτοί Θεό μέσα τους. Καθαρά τό λέγει αὐτό ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεός ἐνώπιον αὐτοῦ» (στίχ. 25), τοῦ ἀσεβοῦς, δηλαδή. Πραγματικά ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος καταρρίπτει ἀπό τήν καρδιά του τόν Θεό και θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο παραδέχεται πάντα ὡς σταθερό καί ὡς παντοδύναμο. Ἔτσι καί ὁ ἀσεβής τοῦ ψαλμοῦ μας «εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐ μή σαλευθῶ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν ἄνευ κακοῦ» (στίχ. 27). Θεωροῦσε ἀσάλευτο καί αἰώνιο τόν ἑαυτό του. Ἀπάτη καί θράσος!... Και ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ὁ ἀσεβής παριστάνει τόν Θεό ὡς ἀδύναμο γιά νά τόν τιμωρήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀργισμένος ἐναντίον του. «Κατά το πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει» ὁ Θεός αὐτόν, λέγει (στίχ. 25). Καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία δέν τόν ἔχει τιμωρήσει ἀκόμη, ὁ ἀσεβής αὐτός τήν περιπαίζει καί λέγει εἰρωνικά ὅτι λησμονάει ὁ Θεός. «Εἶπε γάρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός» (στίχ. 32). Ὅμως, ὅπως το καταλαβαίνουμε, ἡ ἀναίδεια καί ἡ βλασφημία αὐτή τοῦ ἀσεβοῦς παροργίζει τόν Θεό, «παρώξυνε τόν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας (στίχ. 25). «Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβής τον Θεόν;», ἐρωτᾶ πάλιν ὁ ψαλμωδός. Καί ἀπαντᾶ πάλι: Ἐπειδή ὁ ἀσεβής «εἶπε ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει» (στίχ. 34), ὅτι δέν μπορεῖ, δηλαδή, ὁ Θεός νά τόν εὕρει καί νά τόν τιμωρήσει.Φρικτά ἀκόμη εἶναι τά λόγια τοῦ ἀσεβοῦς καί ἀναιδοῦς ἀνθρώπου τοῦ ψαλμοῦ μας. Τά λόγια του εἶναι δόλια, στάζουν πικρία, λέγουν κατάρες:«Ἀρᾶς τό στόμα αὐτοῦ γέμει καί πικρίας καί δόλου, ὑπό τήν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καί πόνος» (στίχ. 28). Ἀκόμη δέ φρικτότερες εἶναι οἱ πράξεις του, γιατί συμπράττει μέ ἄλλους πλούσιους καί ἰσχυρούς γιά νά καταφάγουν τόν πτωχό καί τόν ἀδύνατο (στίχ. 29). Πραγματικά νά τόν καταφάγουν (!), ὅπως τό λιοντάρι ἐπιτίθεται ὕπουλα καί κατατρώγει τά μικρά ζῶα. Ἔτσι κάνει καί ὁ ἀσεβής, λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχόν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν» (στίχ. 30), στήν φωλιά του νά τόν ἑλκύσει, γιά νά τόν καταφάγει!... 


8. Ἀπό τήν παραπάνω περιγραφή τοῦ ἀσεβοῦς φαίνεται ὅτι αὐτός εἶναι λίαν ἐπικίνδυνος γιά τό ἔθνος, γιατί παριστάνεται ὅτι ἔχει καί δύναμη να διοργανώνει παράταξη μέ ἄλλους κακοποιούς (στίχ. 29) καί νά προσβάλλει ὁμαδικά καί ὀργανωμένα τιμίους ἀνθρώπους στήν κοινωνία (βλ. 29-30). Πρόκειται, δηλαδή, περί κοινωνικοῦ κακοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ μας, ὁ βασιλεύς Δαυίδ, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος. Καί δεν εἶναι ἀδιάφορος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ταραχή του στό τμῆμα αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας (στίχ. 22-39), παρά τήν χαρά του γιά τήν νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ πού κατήγαγε, ὅπως εἴδαμε στό Α/ τμῆμα τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 1-21). Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ εὔχεται ἀπό μόνος του νά ὑποστεῖ αὐτός, ὁ ἀσεβής δηλαδή κακοποιός, τά κακά πού σκοπεύει νά κάνει στους ἀνθρώπους τοῦ συνόλου, νά πιαστεῖ αὐτός ὁ ἴδιος στίς παγίδες πού στήνει γιά νά συλλάβει τούς πτωχούς καί ἀδυνάτους: «Ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει (ὁ Θεός) αὐτόν, κύψει καί πεσεῖται ἐν τῷ αὐτόν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων» (στίχ. 31) εὔχεται ὁ ποιητής μας. Ἔπειτα ὅμως, ἀκόμη περισσότερο, ὁ ποιητής μας ἐδῶ προσεύχεται στον Θεό καί Τόν παρακαλεῖ, χάριν τῶν πτωχῶν καί τῶν πενήτων, πού καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν γιά βοήθεια (στίχ. 35), νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ κακοποιοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο μίλησε (στίχ. 36). «Σύντριψον – λέγει στον Θεό – τόν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί πονηροῦ» (στίχ. 36). Μιά περισσότερη καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ θά φανεῖ ὅτι Αὐτός λησμόνησε τούς πτωχούς καί τούς πένητες, τούς ὁποίους καταδυναστεύει καί ταλαιπωρεῖ ὁ ἀσεβής και κακοποιός τῆς κοινωνίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής μας στόν Θεό: «Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός – σάν νά «κοιμᾶται» δηλαδή ὁ Θεός, λόγῳ τῆς μακροθυμίας Του – ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων» (στίχ. 33). Ἔτσι θά φανεῖ ὅτι ὁ Θεός «τήν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε, την ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τό οὗς Του» (στίχ. 38) καί ὅτι δεν βασιλεύουν πιά οἱ κακοί, ἀλλά «βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 37). Ἀκόμη, μέ τήν συντριβή τοῦ ἀσεβοῦς τοῦ ψαλμοῦ μας, «οὐ μή προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς» (στίχ. 39). Θά μάθουν δηλαδή ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς νά μή σηκώνουν κεφάλι ἐπαιρόμενοι κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. 


Από το βιβλίο “Η Παλαιά Διαθήκη”- Κείμενον - Σύντομος ερμηνεία -Εκτενείς σχολιασμοί-Πατερικαί γνώμαι - Πρακτικά διδάγματα.
Τόμος Ι’- Ψαλμοί
υπό Π.Ν.Τρεμπέλα

 ΨΑΛΜΟΣ Θ΄ 9  (σελ.44-47)

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ: ψαλμός τῷ Δαυΐδ.
   Ο ψαλμὸς οὗτος ἐν τῷ ἑβραϊκῷ διαιρεῖται εἰς δύο, ἀπὸ τοῦ στίχου 22 ἀρχομένου τοῦ ἄλλου ὑπ’ ἀριθ. 10 ψαλμοῦ. Κύριον ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς διαιρέσεως ταύτης προεβλήθη ἡ προφανὴς διαφορὰ τοῦ περιεχομένου τῶν οὕτω διακριθέντων ψαλμῶν. Ὃ 9ος δηλαδὴ ψαλμὸς θὰ ἐχαρακτηρίζετο ὡς ἐπινίκιόν τι ἢ θριαμβικὸν ἄσμα, ἐν τῷ ὁποίῳ πλεονάζει ἡ αἴνεσις καὶ δοξολογία ἐπὶ τῇ ἀποκρούσει καὶ καταρρεύσει τῶν ἐχθρῶν. Τοὐναντίον ὁ 10ος εἶναι πλήρης ὀδυρμῶν, διότι ὁ Θεὸς ἵσταται μακρὰν ἀδιαφορῶν καὶ μὴ σπεύδων πρὸς λύτρωσιντῶν πιεζομένων, ἡ μακροθυμία δ’ αὐτοῦ συνεπάγεται τὴν ἐπικράτησιν ἀσεβῶν καὶ φαύλων ἀνθρώπων καὶ τὴν ὑπ΄ αὐτῶν καταδυνάστευσιν τῶν ἀδυνάτων. Καὶ ὀρφανῶν. Πρὸς ἐξήγησιν ὅμως τῆς διαφορᾶς ταύτης καὶ ἀντιθέσεως τῆς ὑποθέσεως καὶ τῶν αἰσθημάτων προεβλήθη τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Δαβίδ, ἀφοῦ κατενίκησε τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς του,ἀντιμετώπισεν ἀκο- λούθως τὸν ἐκ τῶν ἐσωτερικῶν ἐχθρῶν κίνδυνον, τὴν ἀποτροπὴν τοῦ ὁποίου ζητεῖ ἐν τῷ δευτέρῳ ἱκετευτικῷ τμήματι τοῦ ψαλμοῦ, τοῦ ἀριθμουμένου παρ΄ Ἑβραίοις ὡς ἸΟου. Ενομίσθη ἐπὶ πλέον ὑπό τινων ὡς πιθανόν, ὅτι τὸ τμῆμα τοῦτο τοῦ ψαλμοῦ εἰς χρόνους μεταγε- νεστέρους ὑπὸ τὸ κράτος δυσμενῶν διὰ τὸ ἰουδαϊκὸν ἔθνος περιστάσεων ὑπεβλήθη εἰς ἐπεξεργασίαν τινὰ καὶ ὑπέστη ἀλλοιώσεις, αἵτινες καθίστων τὴν χρῆσιν τοῦ ὅλου ψαλμοῦ ἐν τῇ λατρείᾳ σύμφωνον καὶ ἁρμόζουσαν πρὸς τὰς ἐκτάκτους περιστάσεις τῶν καιρῶν.Ἐξ ἄλλου ὑπὲρ τῆς ἑνότητος τοῦ ψαλμοῦ δύναται νὰ προβληθῇ ὡς ἰσχυρότατον ἐπιχείρημα πρῶτον μὲν ὅτι εἶναι ἑνιαία ἡ ἀκροστιχὶς ἀμφοτέρων τῶν τμημάτων,εἶναι δὲ αὕτῃ τὸ ἑβραϊκὸν ἀλφά- βητον, οὗτινος τὰ ἀρχικὰ γράμματα τίθενται ἐν τοῖς στίχοις τοῦ κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν 9ου ψαλμοῦ,τὰ δὲ τελικὰ ἐν τῷ ἸΟῳ ψαλμῷ’ ἔπειτα δὲ ὅτι ἐλλείπει πᾶσα ἐπιγραφὴ καὶ παρ΄Εβραίοις ἐν τῷ κατ΄ αὐτοὺς ἸΟῳ ψαλμῷ.
  Ὡς πρὸς δὲ τὴν ἐν τῇ ἐπιγραφῇ φράσιν «ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ»,ὑπὸ μὲν τῶν Πατέρων ἐξελήφθη αὕτη, ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὸ ὅλον μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδίᾳ εἰς τὸν θάνατον, τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον, τὴν ᾿Ανάστασιν καὶ ᾿Ανάληψιν, ἅτινα ἀποτελοῦν τὸ ἐπισφράγισμα τῶν ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ κρυφίων: ἢ κατ΄ ἄλλην πατερικὴν καὶ ταύτην ἐκδοχὴν ἡ φράσις ἀναφέρεται εἰς τὴν μυστηριώδη διεύθυνσιν καὶ ὁδηγίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Υἱὸς δίδει εἰς. τὴν ᾿Εκκλησίαν του. Ὑπό τινων νεωτέρων ὅμως ἐθεωρήθη ὡς ἡ ἀρχικὴ φράσις παλαιοτέρου ὕμνου ἢ ἄσματος, κατὰ τὸ μέλος τοῦ ὁποίου ἔδει νὰ ψάλλεται καὶ ὁ ψαλμὸς οὗτος.Πάντως τὸ περιεχόμενον τοῦ ψαλμοῦ δὲν δύναται νὰ χαρακτη- ρισθῇ ὡς καθ’ αὑτὸ καὶ ἀμέσως μεσσιακόν, ἀλλά, καθὼς καὶ ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ Ζιγαβηνοῦ ἀνα- γνωρίζεται, ἀνήκει εἰς τοὺς ψαλμοὺς ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἄλλα μὲν ρητὰ ἐξηγοῦνται μό- νον ἱστορικῶς ἐπὶ μόνου τοῦ Δαβὶδ ἐφαρμοζόμενα,ἄλλα δὲ ἐπιδέχονται καὶ ἀναγωγικὴν ἑρ- μηνείαν ἐπαληθεύοντα καὶ ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος. ᾿Ιδίᾳ στίχοι τινὲς τοῦ ἐπινικίου τμήματος ἐθεωρήθησαν ὑπό τινων καὶ ἐκ τῶν νεωτέρων, ὅτι ἐπιδέχονται ἐφαρμογὴν καὶ ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσίου, οἱ ἐχθροὶ τοῦ ὁποίου ἐξωλοθρεύθησαν ἤδη ἐν μέρει, ὁλονὲν δὲ ἐξαφανίζονται ἕως ὅτου οἱ πάντες καταστοῦν ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ. Ὃ ψαλμὸς διαιρεῖται εἰς πολλὰς στροφάς, ὅσα σχεδὸν καὶ τὰ γράμματα τῆς ἀκροστιχίδος του. Κύρια ἐν τούτοις τμήματα, καθ΄ ἃ δύναται νὰ διακριθῇ, εἶναι τὰ ἑπόμενα: Ἣ πρώτη στροφή (στίχ. 2-3) σύγκειται ἐκ βραχέος προοιμίου,ἐν τῷ ὁποίῳ ὁ ψαλμῳδὸς διαδηλοῖ τὴν πρόθεσιν αὐτοῦ,ὅπως δοξολογήσῃ τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστήσῃ αὐτὸν διὰ τὰς εὐεργεσίας του. Ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ τρίτῃ στροφῇ (στίχ. 4- 7) ἐκτίθεται ἡ εἰδικὴ αἰτία,διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δαβὶδ προτίθεται νὰ ἀνυμνήσῃ τὸν Θεόν, εἶναι δὲ αὕτη ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέτρεψε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ λαοῦ του, καθίσας ἐπὶ θρόνου δικαιοσύνης καὶ ἐπαγαγὼν τὴν κατάρρευ-σιν καὶ τὴν κατασυντριβὴν τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως.Εἰς τὰς ἑτέρας τρεῖς ἐπακολουθούσας στροφὰς (στίχ. 8-13) ἐξαίρεται,ὅτι ὁ εἰς τὸν αἰῶνα μένων Κύριος εἶναι προστάτης καὶ καταφυγὴ πάντων τῶν καταπιεζομένων καὶ πεποιθότων ἐπ΄αὐτόν, διὸ καὶ καλεῖται ὁ λαὸς αὐτοῦ, ἵνα τὸν ἀνυμνήσῃ, διότι δὲν ἐπελάθετο τῆς δεήσεως τῶν πτωχῶν. Εἰς τὰς ἑπομένας τέσσαρας στροφάς (στίχ. 14-21) ὁ Ψαλμῳδὸς παρακαλεῖ τὸν Κύριον, ἵνα ἐλεήσῃ αὐτὸν ὑπο- σχόμενος, ὅτι θὰ ἐξαγγείλῃ τὰς ἐξυμνήσεις τῆς ἐπεμβάσεώς του εἰς πάντας.᾿Αναφερόμενος δὲ εἰς πρόσφατον θρίαμβόν του κατὰ τῶν ἐχθρῶν του καὶ διαδηλῶν τὴν πεποίθησίν του, ὅτι ἡ ἐγκαρτέρησις καὶ ὑπομονὴ τῶν πτωχῶν δὲν θὰ ἀπολεσθῇ, παρακαλεῖ τὸν Κύριον, ἵνα προστατεύῃ διηνεκῶς τὸν λαόν του. Εἰς τὴν ἐπακολουθοῦσαν στροφὴν τοῦ δευτέρου τμήματος (στίχ. 22-23) παραπονεῖται εὐλαβῶς ὁ ψαλμῳδός,διότι ὁ Κύριος φαίνεται ἐγκαταλιπὼν  τοὺς φίλους αὐτοῦ εἰς τὰς ἀλαζονικὰς προσβολὰς τῶν κακῶν. Εἰς τὰς ἐπακολουθούσας ἑπτὰ στροφάς (στίχ. 24-34) περιγράφει τῶν πονηρῶν τούτων τὴν ἀχαλίνωτον θρασύτητα καὶ τὴν ἀσεβῆ καταφρόνησιν τῆς κρίσεως καὶ ἐκδικήσεως τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀναισθησίαν καὶ ἀφοβίαν των λόγῳ τοῦ ὅτι μένουν ἀτιμώρητοι καὶ λόγῳ τῆς αὐταπάτης αὐτῶν περὶ τοῦ ὅτι ἡ εὐδαι- μονία των θὰ εἶναι διαρκής. Ἐντεῦθεν παραμονεύουν ὡς λέων,ἵνα ἁρπάσουν καὶ διὰ δολίων ἐνεδρῶν καταδουλώσουν καὶ ταπεινώσουν τὸν πτωχόν. Ζητεῖ δι’ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδός, ἵνα ὁ Θεὸς ἔλθῃ βοηθὸς ἰσχυρὸς τῶν κινδυνευόντων πτωχῶν καὶ ἀποδειχθῇ οὕτω ἡ πλάνη τῶν ἀσε- βῶν περὶ τοῦ ὅτι εἰς τὸ διηνεκὲς θὰ μένουν ἀτιμώρητοι. Τέλος εἰς τὰς ἐν τοῖς στίχοις 35-39 τρεῖς στροφὰς ἐπιτείνει ὁ ψαλμῳδὸς τὴν ἱκεσίαν αὐτοῦ, ὅπως ἐπέμβῃ ὁ Θεὸς δια- σκορπίζων τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐπιβάλλων τὸ κράτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τέλει δὲ διαδηλοῖ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ δέησίς του θὰ εἰσακουσθῇ.

 ᾿Αλληγορικὴ ἑρμηνεία. Ὡς ἡττηθεὶς κατὰ τὸν στίχον 3 καὶ ἀποστραφεὶς εἰς τὰ ὀπίσω ἐχθρὸς ἐξελήφθη ὁ τύραννος διάβολος, ὅστις κατὰ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Κυρίου ἐνικήθη ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, ὅτε εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶν». Διὰ τῆς ἥττης δὲ ταύτης τοῦ διαβόλου ἐξησθένησεν οὐ μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ὑποτασσόμενοι εἰς αὐτὸν δαίμονες.᾿Αλλὰ καὶ ὁ κατὰ τὸν στίχον 4 καθίσας ἐπὶ θρόνου εἶναι ὁ μετὰ τὴν ἀνάληψιν αὐτοῦ ἀποκατασταθεὶς καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον Κύριος, ὅστις ἐξήλειψεν εἰς τὸναἰῶνα τὰ ὀνόματα,ἅτινα προσέλαβον οἱ δαίμονες διὰ τῶν εἰδώλων καὶ τῶν μυθικῶν θεῶν, ἤτοι τὰ ὀνόματα Ζεύς, Ἄρης, ᾿Απόλλων κλπ. Ἐπὶ πλέον διὰ τῆςἐνανθρωπήσεως καὶ νίκης τοῦ Κυρίου «ἐγυμνώθη τῶν οἰκείων ὅπλων ὁ ἐχθρὸς» διάβολος, κατεκρημνίσθη ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἐνθύμησις τοῦ διαβόλου ἐχάθη ἀπὸ τὸν κόσμον (στίχ. 6, 7). ᾿Αλλὰ καὶ οἱ στίχοι 8-17 ἐθεωρήθησαν ὑπό τινων ἐκ τῶν νεωτέρων ὡς ἐφαρμοζόμενοι καὶ ἐπὶ τοῦ Μεσσίου, οἱ ἐχθροὶ τοῦ ὁποίου ἐν μέρει ἐξηφανίσθησαν ἤδη, ὁλονὲν δὲ ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον θὰ ἐξαφανίζωνται, ἕως ὅτου καταστοῦν τελικῶς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ.

  Ἠθικὴ ἐφαρμογή. Προσευχόμενοι μὲ τὸν ψαλμὸν τοῦτον πρέπει νὰ παρακινούμεθα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ,ἵνα εὐχαριστῶμεν τὸν Κύριον μὲ ὅληντὴν καρδίαν μας ἀνατρέχοντες εὐγνωμόνως εἰς τὰς τόσας καὶ τόσας εὐεργεσίας,τὰς ὁποίας ἀπηλαύσαμεν παρ΄ αὐτοῦ κατὰ τὸ παρελθόν. Ὅλοι μας ἔχομεν εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ παρελθόντος μας περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ εὐεργετικὴ χεὶρ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπεσκέφθη θαυμαστῶς καὶ διὰ τὰς ὁποίας πρέπει νὰ παρακαλῶμεν τὸν Θεόν, ὅπως μᾶς φωτίζῃ διὰ νὰ μὴ λησμονῶμεν αὐτάς, ἀλλὰ νὰ ἐκδιηγούμεθα ταύτας εὐχαριστοῦντες θερμῶς αὐτόν. Νὰ τὸν παρακαλῶμεν ὡσαύτως,ὅπως ἐπαυξάνῃ ἐν ταῖς καρδίαις μας τὴν συναίσθησιν τοῦ ποῖον ἔχομεν προστάτην καὶ κηδεμόνα φιλόστοργον,καὶ ὅπως κυριευώμεθα ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἀπὸ τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα μέχρι σημείου,ὥστε ὁ Κύριος καὶ ἡ ἐνθύμησίς του νὰ καθίσταται εἰς ἡμᾶς τρυφὴ καὶ ἀγαλλίασις καὶ πηγὴ ἀνεκφράστου εὐφροσύνης,ὅπως καὶ παρὰ τῷ Δαβίδ.Ἐξ ἄλλου τὸ ὅτι ὁ Κύριος κάθηται ἐπὶ θρόνου δικαιοσύνης, ἵνα ποιήσῃ τὴν δίκην ἡμῶν, πρέπει νὰ μᾶς παρακινῇ ὅπως τὸν παρακαλῶμεν νὰ μᾶς προφυλάττῃ,ἵνα μὴ εὑρεθῶμεν ἔνοχοι ἐνώπιόν του καὶ ἀντικρύσω- μεν τὰς τρομερὰς συνεπείας τῆς ὀργῆς του, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάττῃ ἀπὸ πᾶν αἴσθημα ἐκδικήσεως κατὰ τῶν ἀδικούντων ἡμᾶς, καθιστῶν ἐντόνως ἀκουστὴν εἰς τὰ βάθη μας τὴν φωνήν του: Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω. Κάθε καταπίεσις καὶ ἀδικία θὰ δικασθῇ καὶ θὰ τιμωρηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ.Διότι αὐτὸς θὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν εὐθύτητι. Ἂς τὸν δοξολογῶμεν ἀκόμη καὶ διότι εἶναι καταφυγὴ καὶ βοηθός μας εἰς τὰς θλίψεις καὶ ἀνάγκας μας. Τὸ ὅτι μᾶς ἠξίωσε νὰ τὸν γνωρίσωμεν καὶ εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ τὸν ἐπικαλούμεθα, εἶναι ἀνεκτιμήτου ἀξίας δωρεά του. Εἰς ποῖον ἄλλον δυνάμεθα νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ προστασίαν κατὰ τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ βεβαίαν παρηγορίαν εἰς τὰς θλίψεις παρὰ εἰς αὐτόν; Ἂς τὸν παρακαλῶμεν νὰ μᾶς φωτίζῃ, ὥστε νὰ αἰσθανώ- μεθα τοῦτο ὁλονὲν καὶ ζωηρότερον, ὥστε ἐκ τῆς ἰδίας μας πείρας καὶ ἡμεῖς νὰ λέγωμεν μετὰ τοῦ Δαβίδ:«᾿ελπισάτωσαν ἐπὶ σοὶ οἱ γινώσκοντες τὸ ὄνομά σου».Ἂς τοῦ ζητῶμεν ἀκόμη νὰ καταστήσῃ ἡμᾶς διὰ τοῦ φόβου του καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν ἐλπίδος ἀτρομήτους ἔναντι πάσης ἐξ ἀνΘρώπων ἀπειλῆς καὶ δυσμενείας. Γνωρίζει ἐκεῖνος καὶ τοὺς ἰσχυροτέρους καὶ θρασυτέρους τῶν ἀνθρώπων νὰ καταπτοῇ καὶ νὰ τοὺς καθιστᾷ τρέμοντας καὶ ἀσθενεῖς ὡς φθινοπωρινὰ φύλλα:Γνωρίζει τοὺς πανουργοτέρους κακοποιοὺς καὶ ἐπιβούλους νὰ τοὺς συλλαμβάνῃ εἰς τὰς ἰδίας των παγίδας καὶ νὰ τοὺς τιμωρῇ διὰ τῶν ἔργων τῶν ἰδίων των χειρῶν. Ὁσονδήποτε δὲ καὶ ἂν φαίνεται, ὅτι δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰς πρὸς αὐτὸν φωνὰς τῶν μετ’ ἐγκαρτερήσεως ἐλπιζόντων εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμενόντων τὴν βοήθειάν του, δὲν θὰ λησμονη- θοῦν οὗτοι, οὔτε θὰ σιγᾷ πάντοτε καὶ μέχρι τέλους δι΄ αὐτοὺς ὁ Κύριος. Θὰ ἐπιστῇ ὁ καιρὸς τῆς ἱκανοποιήσεως καὶ ἀνταποδόσεως. Ἂς τὸν παρακαλῶμεν λοιπὸν νὰ μᾶς στηρίζῃ εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν ἐλπίδα καὶ εἰς τὸ ἀκλόνητον φρόνημα, ὅτι «ἡ ὑπομονὴ τῶν πενήτων οὐκ ἀπολεῖται εἰς τέλος».
  Πόσον εὔκολα ἐν τῇ τυφλώσει τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας λησμονοῦμεν τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν καὶ ξεχάνομεν, ὅτι ἐξ ἑαυτῶν εἴμεθα σκώληκες τῆς γῆς,τοὺς ὁποίους ἕν φύσημα δύναται νὰ ἐξαφανίσῃ! Ἂς ζητήσωμεν διὰ τοῦ ψαλμοῦ τούτου ἀπὸ τὸν Θεὸν οὐχὶ διὰ τῆς ὀλεθρίας μάστιγος τῶν ἐκδικήσεών του, ἀλλὰ διὰ τῆς πατρικῆς παιδαγωγίας καὶ τοῦ ἱλαροῦ φωτισμοῦ του νὰ μᾶς διδάξῃ «ὅτι ἄνθρωποί» ἐσμεν, πλάσματα ἀδύνατα, θνητὰ καὶ φθαρτά, ὥστε νὰ τηρώμεθα πάντοτε ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ ἐν ἀμέσῳ ἐξαρτήσει ἀπὸ αὐτόν.
  Εἶναι φοβερὰ καὶ ἀξιοθρήνητος ἡ κατάστασις τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ κινηθῇ εἰς μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν «ἐπαινεῖται ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς αὐτοῦ» καὶ καυχᾶται διὰ τὰς ἀσυστόλους παραβάσεις τοῦ θείου νόμου.᾿Αντὶ νὰ φιλοτιμηθῇ ἐκ τῆς μακροθυμίας καὶ χρηστότητος, τὴν ὁποίαν ἐπιδεικνύει εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, σκληρύνεται καὶ ἐξαχρειοῦται περισσότερον, προκόπτων ἐν κακουργίαις καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενος, ὅτι διὰ τῆς διαγωγῆς αὐτῆς παροξύνεται ὁ Κύριος, διὰ νὰ ἐπακολουθήσῃ ὁσονούπω ὡς συνέπεια ἡ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του ἔκρηξις τῶν κεραυνῶν τῆς θείας ὀργῆς, ὁπότε θὰ ἐξαφανισθῇ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ αὐτὸς καὶ πᾶν ὅ,τι ἐπέτυχε καὶ κατώρθωσε διὰ τῶν ἀδικιῶν του. Ἂς παρακαλῶμεν λοιπὸν τὸν Κύριον, ἵνα μὴ παραχωρήσῃ ποτὲ καὶ δι΄ ἡμᾶς νὰ καταντήσωμεν εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ τῆς σκληρύνσεως καὶ ἀμετανοησίας, ἀλλὰ νὰ μᾶς κρατῇ πάντοτε ὑπὸ τὸν φόβον του διὰ νὰ ἀπολαύωμεν πάντοτε καὶ τῆς προστασίας του.



https://perivleptosfl.blogspot.com/2020/07/9.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.