21.10.20

Καλό Παράδεισο κύριε Νίκο μας!

 

Σήμερα, 21 Οκτωβρίου 2020 λίγο μετά τα μεσάνυχτα
πέταξε για την αγκαλιά του Θεού ο μεγάλος φίλος της εξωτερικής ιεραποστολής,
από τη Σιέρρα Λεόνε ως την Κούβα
κι από την Αλβανία ως την Ινδία,
ο αρχιτέκτονας Νίκος Φουρνάρης.

Στη μνήμη του αγαπημένου μας κύριου Νίκου αναδημοσιεύουμε
μια απίθανων αποκαλύψεων συνέντευξη (με τη ζωή του στην Ιεραποστολή, την συνοδοιπορεία του με τον Άγιο Παϊσιο, τον Άγιο Πορφύριο, τον Άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη κ.α πολλά)  που έδωσε στη Σοφία Χατζή και στην εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια.  

Αύριο θα αναδημοσιεύσουμε
τη δεύτερη συνέντευξη

Πώς χτίσαμε ορθόδοξο ναό στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο

 Η Ιεραποστολή σημαίνει πρόσκληση για εμάς, για να έρθει το αντάμωμα του Θεού και του κόσμου. Έτσι ίσως να μεταφερθεί αυτός ο κόσμος κάποτε στη Βασιλεία του Θεού. Δείχνει κρίση ταυτότητας να υποστηρίζουμε τα αυτονόητα και να αμυνόμαστε για την ύπαρξη της εξωτερικής Ιεραποστολής σε όσους μιλούν για τις δικές μας εγχώριες ανάγκες της εσωτερικής ιεραποστολής, της αυλής μας. Ο Θεός δεν έχει αυλές. Η Ιεραποστολή και η Εκκλησία συνυπάρχουν αδιαχώριστα. Και αυτά τα δυο υπηρετούνται από τον Θεό και τους ανθρώπους του. Κατά συνέπεια, κάποιοι προσέφεραν τον εαυτό τους στην Ιεραποστολή με απλότητα, έτσι όπως αναπνέουν ή περπατούν.

Τα της Εκκλησίας θα τα κάνω δωρεάν

«Τα της Εκκλησίας θα τα κάνω δωρεάν», υποσχέθηκε μυστικά ο Νίκος Φουρνάρης, όταν πέτυχε στις εξετάσεις και πέρασε στην αρχιτεκτονική σχολή. Νεαρός, φτωχόπαιδο, ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του. Η μητέρα του στεκόταν απέναντι σε χαρές και προκλήσεις προσευχητικά. Στάση ζωής που αποτελεί κομμάτι σπάνιας κληρονομιάς για ένα παιδί. Από την εποχή που ήταν πρωτοετής μέχρι το 1981 που τον πρωτοκάλεσαν να χτίσει την πρώτη του Εκκλησία σε Ιεραποστολή στην Αφρική, δηλαδή στο ενδιάμεσο, πέρασαν αρκετά χρόνια, εργάστηκε, δημιούργησε οικογένεια με την Παναγιώτα και έφεραν τρία παιδιά στον κόσμο.

Την υπόσχεση ωστόσο δεν τη λησμόνησε: Θα προσέφερε τις γνώσεις του και την εμπειρία του εθελοντικά για να χτίσει ναούς του Θεού, σχολεία, πανεπιστήμια, ιδρύματα, νοσοκομεία για τους αναγκεμένους. Μίλησε γι’ αυτή του την πορεία στην «Oρθόδοξη Αλήθεια». Του ζητήσαμε και ανέσυρε με ευχαρίστηση μνήμες μακρινές αλλά και πρόσφατες, αν και σήμερα έχει εγγόνια και δισέγγονα, για τη ζωή του στην Αφρική και την Αλβανία. Εκτός αυτών, επισκέφτηκε Ιεραποστολικά την Ινδία αλλά και την Κούβα.

2009, Κένυα

Από το 1981 ξεκινά να προσφέρει εργασία για να υπάρξει χώρος, ώστε να μετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας ο αδελφός σε μακρινές χώρες που πρωτομαθαίνει την Ορθοδοξία. Ωστόσο συναντούσε στην πορεία του στον κόσμο πνευματικούς ανθρώπους για να παραμείνει η καρδιά ζεστή και ο λογισμός σωστός και σε συνεχή φροντίδα που να μην διακόπτεται.

Μην τον ακούτε, δεν παίρνει το παιδί του ναρκωτικά

«Πήγαινα τακτικά στο άγιο Όρος, κάποτε έφτασα στον άγιο Παΐσιο με φίλους και καθίσαμε στα κούτσουρα, έξω από την καλύβα του. Μια κυρία με είχε παρακαλέσει να τον ρωτήσω τι να κάνει για το παιδί της που έπαιρνε ναρκωτικά. Εγώ ανησυχούσα μήπως δεν προλάβω να θέσω το ερώτημα, έτσι τον διέκοψα και του λέω 

- Πάτερ μπορείτε να μου πείτε τι να κάνω, γιατί το παιδί μου παίρνει ναρκωτικά; 

Μην τον ακούτε, δεν παίρνει το παιδί του ναρκωτικά, απάντησε ο γέροντας. Ακούς πράγματα! 

Θα σας πω και για τον γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Πήγα στο Όρος μια μέρα και συνάντησα τον πνευματικό μου τον π. Ακάκιο, ήθελα όμως να συναντήσω και τον Γέροντα Εφραίμ. Μου είπαν ότι δεν θα τα καταφέρω. Κατάφερα να φτάσω στο μοναστήρι, έμπαιναν όλοι όσοι γνωρίζονταν με τον γέροντα κι εγώ καθόμουν σαν τον χαζούλη στην αυλή. 

Δεν πατούσα στη γη, τρελαίνει ο Θεός 

Κάποια στιγμή βγαίνει ο π. Εφραίμ από το κελί και με προσκαλεί. Δεν το περίμενα. Μπαίνουμε σ’ ένα στενό δωματιάκι, εκείνος κάθισε σ’ ένα ράντζο κι εγώ σ’ ένα σκαμνάκι, έβαλε τα χέρια του στα πόδια μου και μου μιλούσε. Τι είδα; Το άκτιστο φως στο πρόσωπό του, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Μετά φύγαμε μ’ έναν συνοδοιπόρο και στο δρόμο χαθήκαμε και βλέπουμε ένα παιδάκι και μας πήρε τον καθένα και μας έδειξε την πορεία. Εγώ το ρώτησα “Εσύ που είσαι μικρό παιδί τι κάνεις εδώ;”. Για να καλυφθεί απάντησε: “Εγώ δεν έχω σχολείο, δεν το ξέρεις ότι τώρα το καλοκαίρι δεν έχουν τα παιδιά σχολείο;”. Δεν το πίστεψα, κάτι άλλο ήταν. Ένιωθα χαρά μεγάλη σ’ εκείνο το προσκύνημα. Δεν πατούσα στη γη, τρελαίνει ο Θεός. Ο γέροντας Εφραίμ ήταν άνθρωπος προσευχής και υπομονής, έβλεπε τον Θεό, ήμασταν σ’ ένα εκκλησάκι ψηλά και λειτουργούσε. Σε μια στιγμή στην ωραία πύλη τού κόπηκε η φωνή, γυρίζει από τη μια μεριά και βλέπει έναν δαίμονα, γυρίζει από την άλλη αντικρύζει έναν άγγελο και του λέει “Δε βλέπεις πως δεν μπορώ να μιλήσω, κάνε ό,τι έχεις να κάνεις ή φύγε”. Ζούσε καταστάσεις είχε υπακοή και υπομονή: Έκανε υπομονή σε αρρώστιες, έκανε υπομονή στον πόνο και έπαιρνε μετά ανεκλάλητη χαρά.»

“Όλη η δουλειά στη γη είναι
ν’ αποκτήσουμε το άγιο Πνεύμα”

Ρωτήσαμε τον κ. Φουρνάρη εάν την υπομονή του γέροντα, του την έδινε ο Θεός ή ήταν αποτέλεσμα της δικής του προσπάθειας και μας απάντησε: «Ξέρετε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ έλεγε ότι “Όλη η δουλειά στη γη είναι ν’ αποκτήσουμε το άγιο Πνεύμα”, αν προσπαθήσουμε να χαρούμε με άλλα πράγματα αποτύχαμε. Αγοράζεις ας πούμε ένα αυτοκίνητο, χαίρεσαι για λίγο τελειώνει η χαρά, παίρνεις ένα σπίτι χαίρεσαι λίγο καιρό, μετά τελειώνει η χαρά, ερωτεύεσαι, χαίρεσαι τελειώνει κι αυτό, ενώ η χαρά του αγίου Πνεύματος δεν τελειώνει, αλλά πού να το καταλάβει αυτό ο άνθρωπος! Δεν αφήνει βέβαια ο Θεός, όλη η ομορφιά είναι να τον χαριτωθούμε. Βλέπεις τον Ιούδα, ο Χριστός είπε “ Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί”. Εγώ πήρα διπλώματα παπλώματα, τη χαρά στο Θεό τη βρήκα. Συνάντησα και τον άγιο Πορφύριο κι από εκείνον μάθαινα για τη χαρά.

2009, Τανζανία
Στερεώνει ο λόγος αυτός κ. Φουρνάρη! Πείτε μας αν η πορεία σας στην Ιεραποστολή βοήθησε στην κατανόηση της χάρης του Θεού.

Ο κ. Φουρνάρης θ’ απαντήσει: «Βέβαια, εκεί ο Θεός βοηθάει, χαριτώνει. Θα σας μιλήσω με γεγονότα για να εννοήσετε πώς χαριτώνει ο Θεός τους ανθρώπους. Ήμασταν στην Κένυα με τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, τον παίρνει τηλέφωνο ο Πατριάρχης του λέει “Θα πας στην Αλβανία, έπεσε το καθεστώς σε χρειάζομαι”. Ο Αναστάσιος προσευχήθηκε και δέχτηκε, έλα όμως που ο πρόεδρος της Αλβανίας ο Αλία δεν ήθελε τον Αναστάσιο, τότε αναγκάστηκαν και έβαλαν τον πρόεδρο της Αμερικής και τον επέβαλε. 






Κατέρρευσε ένα μέρος του οικοδομήματος και έπεσα με το κεφάλι

Συναντήθηκε ο Αναστάσιος με τον Αλία, τον δέχτηκε ψυχρά, αλλά έγινε κουβέντα μεταξύ τους και ο Αναστάσιος του είπε πως ήρθε να κηρύξει αγάπη και να τον βοηθήσει τον πρόεδρο Αλία, τότε σηκώθηκε και τον πήρε αγκαζέ και βγήκαν μαζί έξω. Του έδειξε έναν παλιό ναό που λειτουργούσε ως κουκλοθέατρο. Του πρότεινε να τον πάρει να τον ξανακάνει Εκκλησιά. Εκεί λειτουργούσαμε γι’ αρχή. Τον ενέπνευσε ο αρχιεπίσκοπος. Έτσι ο Αναστάσιος μου έδωσε όλη την Αλβανία για να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε εκκλησιές. Δεν ήταν εύκολο να γυρίσω όλη τη χώρα, οπότε ήρθε ένας μοναχός θεολόγος και μοιραστήκαμε τις ευθύνες. Εγώ πήγα στο Νότο. Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προσφέρει 500.000.000 δραχμές τότε για να κατασκευάσουμε έναν Ναό του Αγίου Χαράλαμπους στους αγίους Σαράντα. Πάνω στην κατασκευή κατέρρευσε ένα μέρος του οικοδομήματος κι έπεσα με το κεφάλι και ήμουν σε κακή κατάσταση, με πήγαν στο νοσοκομείο, ειδοποίησαν τον Αναστάσιο. Το μυαλό μου ήταν σε θολούρα, το νοσοκομείο άθλιο. 


Πέρασαν λίγες μέρες, καλυτέρευσα και τριγυρνούσα στα δωμάτια, μπαίνω σ’ ένα δωμάτιο και βλέπω ένα παιδάκι ετοιμοθάνατο, έκλαιγαν οι γονείς του και η γιαγιά του, πλησίασα και ρώτησα εάν το παιδί ήταν βαπτισμένο, η γιαγιά μού απάντησε θετικά. Αποχώρησα και επέστρεψα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι δεν μου είπαν την αλήθεια. Σηκώθηκα μέσα στη νύχτα και πήγα ξανά στο άλλο δωμάτιο. Ρώτησα πάλι τον πατέρα αν ήταν στα σίγουρα βαπτισμένο το παιδί. Μου απάντησε αρνητικά. Το παιδί ήταν σχεδόν πεθαμένο στο κρεβάτι, οπότε μου προτείνει ο πατέρας να το αεροβαπτίσω. Έκανα όσα έπρεπε στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος και σηκώθηκε το παιδί! Ζήσαμε το θαύμα! Τι κάνει ο Θεός!

Έδωσα το τηλέφωνό μου στους γονείς, με πήραν όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, μου έδωσαν το παιδί να του μιλήσω: ήταν η Δημητρούλα. Με την οικογένεια γίναμε φίλοι, μετά το παιδί πήγε πανεπιστήμιο. Στους αγίους Σαράντα, είχαμε μια αίθουσα, όπου κάναμε τις θείες Λειτουργίες, πριν ολοκληρωθεί η Εκκλησία. Με συναντά μια γυναίκα και μου περιγράφει ότι έλαβε ένα γράμμα από αδελφές της από την Ελλάδα. Μέσα ο φάκελος περιείχε 1000 δραχμές και μια χάρτινη εικόνα της Παναγίας. Η γυναίκα φοβήθηκε γιατί απαγορεύονταν οι εικόνες στα σπίτια, αλλά και η επικοινωνία με τους ξένους και μπορεί να την έκλειναν φυλακή. Την έκρυψε σ’ ένα ντουλάπι. Μου περιέγραψε τι της συνέβη: “Κάθε απόγευμα καθόμουν στον καναπέ και κεντούσα, και άκουγα ένα χτύπο μέσα στο ντουλάπι. Κάποια στιγμή μετά από καιρό είδε κι αποείδε η Παναγία και άνοιξε το ντουλάπι και έπεσε η εικόνα στα γόνατά μου. Την έβαλα σε κάδρο και την τοποθέτησα στον τοίχο. Μπροστά της έβαλα μια γλάστρα μ’ ένα λουλουδάκι πάνω σ’ ένα σκαμπό, το λουλούδι μεγάλωσε και στεφάνωσε την εικόνα”. Πήγα και το είδα. Η φύση υποκλίνεται και στεφανώνει. Εκείνη την εποχή υπέφεραν οι Αλβανοί, φοβούνταν, έβλεπαν τις εκκλησιές τους να γκρεμίζονται. Αλλά αυτοί που τις γκρέμισαν δεν πέρασαν καλά. Όλοι κάτι έπαθαν.» 


Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εγκαταστάθηκε στην Αλβανία

Τον ρωτήσαμε: Εσείς κ. Φουρνάρη, ήσασταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος συνεργάτης του. Πώς αντιμετώπισε ο λαός τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο όταν εγκαταστάθηκε στη χώρα τους;

«Οι κυβερνώντες όταν πρωτοπήγε ο Αναστάσιος στην Αλβανία ήθελαν να τον διώξουν και έκαναν δημοψήφισμα. Μου είπε “Νίκο να ετοιμάζουμε τα πράγματά μας και να φεύγουμε.”. To σύνταγμά τους έλεγε ότι για να υπάρχει εκεί επίσκοπος έπρεπε να είναι Αλβανός ή να κατοικεί στη χώρα πάνω από 20 χρόνια. Θυμάμαι τότε που φώναζαν οι άνθρωποι “No..no..no..”για την αλλαγή του συντάγματος, να μην αλλάξει ο νόμος, αυτό σήμαινε να μην μείνει ο Αναστάσιος αλλά να φύγει. Ο καημένος είχε χλωμιάσει, αρρώστησε. Όμως τελικά δεν έγινε τίποτα και έμεινε εκεί και τον αγάπησαν με τον καιρό. Έτσι ήθελε ο Θεός.

  

Είναι άνθρωπος αγάπης, έμαθε αμέσως αλβανικά, ήξερε πολλές γλώσσες. Συχνά με συμβούλευε “Νίκο, μην υποδεικνύεις, μην συμβουλεύεις, μην παρατηρείς. Θα συμβουλεύσεις μόνο όταν κάποιος στο ζητήσει”. Αυτό το προτέρημα το είχε, ήταν ατάραχος. Θυμάμαι κάποτε πήγαμε σ’ έναν ναό που τον είχαν κάνει καφενείο, πάνω σ’ ένα ύψωμα. Με συμβουλεύτηκε για τις ανάγκες που χρειάζονταν για να τον επαναλειτουργήσουν. Ήρθαν τότε δυο αλβανίδες, με αγκάλιασαν και μας πήγαν σπίτι τους, “έχουμε το ίδιο αίμα, το αίμα του Χριστού” μου είπαν. Ήταν χριστιανές. Όταν ζεις τέτοιες καταστάσεις μόνο να χαίρεσαι μπορείς. Λένε οι πατέρες ότι είμαστε αδέλφια γιατί έχουμε την ίδια μάνα, την κολυμβήθρα και έχουμε θηλάσει από τον ίδιο μαστό, το άγιο Ποτήριο. Χρόνια μετά, από τότε μέχρι σήμερα έγινε πολύ έργο. Τότε ήταν στο δέκα, τώρα είναι στο εκατό!»

Ο Νίκος Φουρνάρης, o αρχιτέκτονας της εξωτερικής Ιεραποστολής θα μας μεταφέρει στη συνέχεια σ’ έναν άλλο τόπο όπου διακόνησε και θα μας μιλήσει για τη Σιέρα Λεόνε στην Αφρικανική Ήπειρο, εκεί που εκδαπανάται χωρίς να λιγοστεύει ο πατήρ Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος. Θα αποκαλύψει γι αυτόν:





« Ήταν παλληκαράκι 20 χρονών και έπαιζε σε ροκ συγκρότημα. Μια μέρα ήρθε ο ίδιος ο Χριστός και του παρουσιάστηκε μέσα στο άκτιστο φως, ε, αυτό ήταν κι έγινε μοναχός! Οι δικοί του τον πήγαιναν σε ψυχιάτρους αλλά εκείνος ήξερε τι του είχε συμβεί και ζούσε στον παράδεισο. Έτσι έδωσε τον εαυτό του στην εξωτερική Ιεραποστολή. Στη Σιέρα Λεόνε πήγα με την Παναγιώτα την αγαπημένη μου σύζυγο. Η Παναγιώτα ήταν δασκάλα και με βοηθούσε στα ταξίδια μου. Η ίδια αποφάσισε να μη με αφήσει να ταξιδεύω μόνος μου μετά από μια κρίση μαλάριας που με είχε χτυπήσει στην Κένυα. Επέβλεπα σε μια ιεραποστολική εξόρμηση κάποια χτισίματα, όταν οι υπόλοιποι συνεργάτες συνέχισαν το ταξίδι κι εγώ έμεινα με τους εργάτες ιθαγενείς να συνεχίσω τη δουλειά. Τότε με χτύπησε η μαλάρια και την πέρασα πολύ βαριά. Ήμουν ολομόναχος σ’ ένα απομακρυσμένο από το κέντρο χωριό και ήταν θαύμα πώς επιβίωσα. Έκτοτε η Παναγιώτα ήταν πάντα δίπλα μου.

 

Στη Σιέρα Λεόνε λοιπόν πήγαμε στο Ιεραποστολικό κέντρο να βοηθήσουμε τον ιερέα πολλές φορές. Εκεί είχα εκπλαγεί γιατί όπου πηγαίναμε με τον πατέρα Θεμιστοκλή, στους κυβερνώντες, σε υπουργούς, ακόμα και στον ίδιο τον πρωθυπουργό, άνοιγαν οι πόρτες σα να ήταν δικοί μας άνθρωποι. Του έδιναν γη να χτίσει ό,τι ήθελε, του έδωσαν κάποτε ένα σχολείο με 1500 παιδιά. 

Δίπλα στο σχολείο κάναμε έναν μεγάλο ναό. Η διευθύντρια του σχολείου ήταν προτεστάντισσα αλλά μεταστράφηκε και βαπτίστηκε Ορθόδοξη μέσα σ’ αυτό τον ναό. Στη συνέχεια το κράτος μάς έδωσε να ξαναφτιάξουμε ένα ακόμα κατεστραμμένο από τον εμφύλιο σχολείο. Οι φυλές εκεί κάνουν μεταξύ τους πολέμους και καταστρέφουν ολόκληρα χωριά! Έκανα ό,τι μπορούσα και ολοκληρώσαμε την κατασκευή.

Αργότερα ο πατήρ Θεμιστοκλής προσπάθησε να δημιουργήσει για πρώτη φορά ένα πανεπιστήμιο. Είναι σημαντικό για τέτοιες χώρες να δημιουργηθεί μια ανώτατη σχολή για να φοιτήσουν τα παιδιά. Έκανα τα σχέδια και καταφέραμε να το φτιάξουμε. Έγινε πάρα πολύ ωραίο και σπουδάζουν μέχρι σήμερα πολλοί φοιτητές. Χτίσαμε και ξενώνες για να κατοικούν μέσα αφού έρχονται από χωριά χιλιόμετρα μακριά. Φυσικά δεν γινόταν να λείψει και ένας ωραίος ναός για να λειτουργούνται. Μια μέρα πήγαμε με τη σύζυγό μου και τον ιερέα σ’ ένα ίδρυμα διώροφο να λειτουργηθούμε για πρώτη φορά. Δεν υπήρχε Εκκλησία και ήρθαν στην αίθουσα ελάχιστοι χριστιανοί. Οι τρόφιμοι, οι πιο πολλοί ανάπηροι ανεβοκατέβαιναν με τις σκάλες με τα τέσσερα. Έκανε λειτουργία ο παππούλης και ομιλία σε μικρό ποίμνιο. Η Παναγιώτα λυπήθηκε τους ανθρώπους που έμεναν σε αυτές τις άθλιες συνθήκες και συζητήσαμε όλοι μαζί τι μπορούμε να κάνουμε, να τους χτίσουμε κάποια δωματιάκια, αλλά ήταν δύσκολο, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα. 

Πήγαμε λοιπόν στο υπουργείο, είδαμε τον υπουργό και μας έδωσε ένα κτήμα 15 στρεμμάτων. Κάλεσα τους εργολάβους και ζήτησα να μου κάνουν έναν υπολογισμό για μικρά δωμάτια. Μετά από μελέτη υπολόγισαν ότι οικονομικά θα στοίχιζε 5.000 το κάθε δωμάτιο. Πού να τα βρούμε όμως τόσα χρήματα; Είχαμε μαζέψει 5.000 δραχμές με τη γυναίκα μου τα δώσαμε όλα για το πρώτο δωμάτιο, είχε και ο πατήρ Θεμιστοκλής τις τελευταίες 5.000, φτιάξαμε ένα ακόμη δωμάτιο και τελικά έδωσε ο Θεός και τους φτιάξαμε κι άλλα δωμάτια και ναό και πηγάδι».


Μερικοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν όχι μόνο τις εικόνες αλλά και τα συναισθήματα και την πνευματική κατάσταση που διέπει ένα ταξίδι. Τα ιεραποστολικά ταξίδια δεν είναι τουριστικά, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι απέχουν μακράν από προσκυνηματικές εκδρομές. Στην Ιεραποστολή ασκητεύει κανείς στην αποχή τού να λαμβάνει. Δεν πηγαίνει εκεί για να παίρνει αλλά για να δίνει. Κι αν πάρει οτιδήποτε πολύτιμο δεν είναι γιατί το θέλησε ή το ζήτησε. Απλά του δόθηκε και μένει εκστατικός από το αναπάντεχο δώρο.



Ο άνθρωπος που κάνει Ιεραποστολή δίνει με την καρδιά του και δεν έχει κρατούμενα. Δεν έχει τεφτέρια με βερεσέδια που σβήνει ή γράφει. Η καρδιά του χωράει απροϋπόθετα τον άλλο. Δεν χωράνε στην ψυχή του δεύτερες σκέψεις και με αφοπλιστική ειλικρίνεια συναντά τον άνθρωπο και τον Θεό. Δεν φιλοξενεί στο σπίτι του τον Ξένο, γίνεται ο ίδιος Ξένος σε ξένο τόπο. Συναντά τον ξένο, όπως ο Θεός έγινε ξένος για να μας συναντήσει στον τόπο μας.


Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία
εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 11.07.2018


http://amfoterodexios.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.