του πατρός Δημητρίου Μπόκου
«… περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς
και παρελθών διακονήσει αυτοίς» (Λουκ. 12, 37).
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, που δεν έμαθε ποτέ κανένας κατά πού έπεφτε και μόνο ακουστά τον είχαν ακόμα και οι πιο παλιοί, έγινε ένα πολύ μεγάλο γεγονός.Η βασίλισσα της χώρας, που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνη, γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι. Και τόσο πολύ χάρηκαν γι’ αυτό ο βασιλιάς και η βασίλισσα, που θέλησαν να το κάνουν γνωστό σ’ όλους τους υπηκόους τους και να τους καλέσουν να λάβουν κι αυτοί μέρος στη μεγάλη τους χαρά.
Έτσι λοιπόν οι τελάληδες του παλατιού γύρισαν τις πολιτείες και τα χωριά και φώναξαν παντού δυνατά, πως ο βασιλιάς τους απέκτησε επιτέλους τον μονάκριβο διάδοχο που περίμενε μια ζωή. Και πως θέλει να χαρούν όλοι στη μεγάλη του αυτή χαρά και, όσοι θέλουν, μπορούν να πάνε στο παλάτι και να γιορτάσουν μαζί του. Και πρόσθεταν, ότι ο βασιλιάς θα δεχτεί και τον πιο απλό άνθρωπο χωρίς εξαίρεση, θα αφήσει κάθε επισημότητα στην άκρη και θα γιορτάσει το μεγάλο γεγονός σαν κοινός θνητός ανάμεσα στους υπηκόους του.
Πολλοί άνθρωποι άκουσαν αδιάφορα την είδηση και, απορροφημένοι από τις καθημερινές τους έγνοιες, δεν έδειξαν καμμιά συγκίνηση.
– Τυχερός ο βασιλιάς, είπαν, αλλά σε μας δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτε.
Μερικοί στενοχωρήθηκαν κιόλας με το νέο, γιατί ήταν άνθρωποι με κακία και δεν ήθελαν να βλέπουν κανέναν, και ιδιαίτερα τον βασιλιά τους, να χαίρεται.
Αλλά πολλοί άλλοι άνθρωποι χάρηκαν με το χαρμόσυνο νέο, γιατί αγαπούσαν τον βασιλιά και τη βασίλισσά τους και τους ήθελαν ευτυχισμένους. Και έτσι, άλλοι από λαχτάρα να δουν το νεογέννητο βρέφος και άλλοι από περιέργεια για την «παραξενιά» του βασιλιά, να γίνει, έστω και προσωρινά, ένα με τους κοινούς θνητούς, πολλοί άνθρωποι τελικά από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και απ’ όλες τις γωνιές της χώρας ξεκίνησαν, μικρές-μικρές συντροφιές, για τη μεγάλη πολιτεία. Σμίγοντας η μια συντροφιά με την άλλη σχημάτιζαν μεγάλα καραβάνια, που από διαφορετικούς δρόμους βάδιζαν σιγά-σιγά για το παλάτι.
Ένας τσαγκάρης με το ’να πόδι του κουτσό κι ένας κηπουρός, ένας βοσκός με το ’να χέρι του παράλυτο κι ένας ράφτης, ένας πραματευτής απ’ το ’να μάτι του στραβός κι ένας ξυλουργός, βρέθηκαν να βαδίζουν αντάμα στην ίδια συντροφιά.
Μαζί τους κουβαλούσαν και τα δώρα τους για τον νεογέννητο βασιλιά. Ένα ζευγάρι μικροσκοπικά υποδήματα από μαλακό δέρμα ο τσαγκάρης, μια ζεστή μωρουδίστικη φορεσιά απ’ το καλύτερό του ύφασμα ο ράφτης, μια σκαλιστή κούνια από κόκκινο ξύλο κερασιάς ο ξυλουργός, δυό φούχτες ξεραμένα δαμάσκηνα και αμύγδαλα ο κηπουρός και μια υφαντή ολόμαλλη φλοκάτη ο βοσκός. Ο πραματευτής όμως κουβαλούσε μόνο την πραμάτεια του. Γέλασε κιόλας όταν είδε τα δώρα των συντρόφων του.
– Θαρρείτε πως ένας βασιλιάς έχει ανάγκη από αυτά τα τιποτένια πραγματάκια που κουβαλάτε; τους πέταξε ειρωνικά. Και πρόσθεσε:
– Το μόνο που σκέφτομαι εγώ είναι το πόσα θα βγάλω απ’ αυτό το νταβαντούρι. Τόσος κόσμος, τέτοιο πανηγύρι, ε, δεν μπορεί, θα κερδίσω αρκετά. Ίσως και να κάνω την τύχη μου. Ποιος ο λόγος άλλωστε να κάμω τέτοιο ταξίδι, αν είναι να μη βγάλω τίποτε; Και σίγουρα στο τέλος θα γλεντήσω πολύ, γιατί κάποια φάρσα θα μας ετοιμάζει ο βασιλιάς. Τί άλλο θα μπορούσε άραγε να εννοεί, όταν λέει ότι θα γίνει ένα με μας τους αχαΐρευτους;
Περπατούσαν αδιάκοπα μες από άγνωστα μέρη, η μια συντροφιά κοντά στην άλλη, για να μη χάνουν τον δρόμο τους. Τα πόδια τους πονούσαν και φουσκάλιαζαν απ’ τις κακοτοπιές. Ο χρόνος κυλούσε ασταμάτητα. Οι μέρες γίνονταν βδομάδες, οι βδομάδες μήνες κι αυτοί ακόμα ταξίδευαν.
Τις νύχτες κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο. Με πόση λαχτάρα περίμεναν το βασίλεμα του ήλιου, να ξανασάνουν λίγο απ’ τ’ ολοήμερο περπάτημα! Άναβαν φωτιές σαν έπεφτε το σούρουπο και μαζευόντουσαν τριγύρω τους για προστασία απ’ το νυχτερινό κρύο και τ’ αγρίμια. Έφτιαχναν ό,τι πρόχειρο μπορούσαν για φαγητό κι ακουμπισμένοι κοντά ο ένας στον άλλον έπεφταν να κοιμηθούν κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Μα και τότε οι φίλοι μας δεν εύρισκαν ησυχία. Πολλοί υπέφεραν γύρω τους. Από ’δω φώναζαν τον τσαγκάρη για τα χαλασμένα παπούτσια τους, από ’κει τον ράφτη για τα ξεσχισμένα τους ρούχα. Άλλος δεν είχε νερό, άλλος πεινούσε. Οι καλοί μας φίλοι μοιράζονταν πρόθυμα ό,τι τους βρισκόταν με όσους δεν είχαν.
Μόνο ο πραματευτής δεν έδινε τίποτε. Πουλούσε απ’ την πραμάτεια του σε όσους είχαν λεφτά να αγοράσουν. Μα ήταν εντελώς αδιάφορος για όσους δεν είχαν. Έβλεπε τους συντρόφους του να τρέχουν για τους άλλους και γελούσε.
– Μυαλό δεν έχετε καθόλου, μου φαίνεται! τους έλεγε. Δεν βλέπετε που όλοι σάς εκμεταλλεύονται; Η ζωή χρειάζεται και λίγη εξυπνάδα. Συνεχίστε, κορόιδα μου, με τον τρόπο που πάτε, και στο τέλος θα πεθάνετε εσείς για να ζήσουν οι άλλοι.
Επιτέλους μερικοί, που καμώνονταν πως ήξεραν τα πάντα και είχαν γίνει αυτόκλητοι οδηγοί των καραβανιών, είπαν κάποτε πως ήταν πια κοντά στο τέρμα του ταξιδιού τους. Και πως το βράδυ εκείνης της ημέρας θα έφταναν στον βασιλιά.
Μα όταν νύχτωσε, μπροστά τους δεν είδαν τη μεγάλη πολιτεία με το παλάτι, παρά μονάχα ένα μικρό χωριό με λίγες αχυροκαλύβες. Η νύχτα ήταν κρύα. Ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε και στρίμωχνε αδιάκοπα στον ουρανό από πάνω τους μαύρα σύννεφα.
Οι κουρασμένοι οδοιπόροι ζήτησαν καταφύγιο στη φιλόξενη διάθεση των χωρικών. Η μικρή μας συντροφιά στριμώχτηκε στην πρώτη αχυροκαλύβα που βρέθηκε μπροστά τους. Προσπάθησαν να βολευτούν όπως-όπως στο θαμπό φως του σούρουπου.
Ο άντρας που τους κάλεσε να μπουν, κάθισε σε μιαν άκρη κατάχαμα, δίπλα στη γυναίκα του. Εκείνη κάτι πασπάτευε σ’ ένα μικρό σωρό από άχυρα, στοιβαγμένα στη γωνιά. Πόση όμως ήταν η έκπληξή τους, όταν την είδαν να σηκώνει από ’κει ένα μωρό και να το παίρνει στην αγκαλιά της! Η φτώχεια τους ήταν παντού φανερή. Και οι δυο τους ήταν σχεδόν ρακένδυτοι. Το μωρό, τυλιγμένο με κουρέλια κι αυτό, άρχισε να κλαίει γιατί πεινούσε και κρύωνε.
Η φτωχειά γυναίκα το ’σφιξε στο στήθος της να το ζεστάνει. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο εγκαρτέρηση, ενώ στα μάτια της αντιφέγγιζε ανείπωτη τρυφερότητα καθώς το κοίταζε.
– Κρυώνει και πεινάει, είπε, μα δεν έχουμε τίποτε περισσότερο να του δώσουμε. Δεν έχω πια γάλα να το θηλάσω. Έχουμε κι εμείς δυό μέρες να φάμε. Δεν είχαμε σοδειά φέτος.
Οι πέντε φίλοι έμειναν κατάπληκτοι. Αμέσως ο κηπουρός έβγαλε τις τσακμακόπετρες και άναψε πολύ προσεκτικά φωτιά στη σβησμένη εστία της καλύβας. Ο ράφτης έβγαλε τη ζεστή μωρουδιακή φορεσιά και την έδωσε στη μητέρα του μωρού.
– Ίσως να ’χει δίκιο ο πραματευτής, σκέφτηκε. Το βασιλόπουλο δεν θα την έχει πραγματικά ανάγκη, ενώ αυτό το δύστυχο θα πεθάνει από το κρύο, αν δεν του τη δώσω.
Ο τσαγκάρης τον μιμήθηκε. Έβγαλε τα μαλακά υποδήματα που είχε για τον μικρό βασιλιά και τα φόρεσε στα ποδαράκια του μωρού που έτρεμαν από το κρύο. Ο ξυλουργός έδωσε τη σκαλιστή κούνια και ο βοσκός την υφαντή φλοκάτη για να το τυλίξουν και να το κοιμίσουν. Τέλος ο κηπουρός πρόσφερε στους πεινασμένους γονείς τούς καρπούς που κουβαλούσε για δώρο στον βασιλιά, το μόνο φαγητό που τους είχε πλέον απομείνει.
Μόνο ο πραματευτής καθόταν στην άκρη του αδιάφορος. Έβγαλε από τις προμήθειες του που τις αγόραζε πάντοτε μπόλικες και έφαγε. Έριξε ένα βλέμμα τριγύρω ψυχρό και σκοτεινό.
– Πάλι τα ίδια μ’ αυτούς τους αδιόρθωτους! μουρμούρισε θυμωμένος. Τί ξεροκέφαλοι άνθρωποι! Τί άλλο πρέπει να δουν για να βάλουν μυαλό; Ας κοιτάξουν και λίγο τον εαυτό τους. Πώς μπορούν να δίνουν χωρίς αντάλλαγμα; Αυτό για μένα είναι σκέτη ανοησία. Δεν βλέπουν ότι έφτασαν στην καταστροφή; Τί τους απομένει πια; Έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Δεν τους καταλαβαίνω!
Τέλος έγειρε στο πλάι να κοιμηθεί γρυλλίζοντας τα γνωστά του.
– Το ’ξερα πως θα ’στε πάντοτε κορόιδα. Καθίστε τώρα νηστικοί, να πεθάνετε εσείς για να ζήσουν οι άλλοι!
Μα οι σύντροφοί του δεν του ’δωσαν σημασία. Άλλωστε κι αυτοί δεν καταλάβαιναν τον πραματευτή. Αναρωτιούνταν πάντα πώς γινόταν να ’ναι τόσο τυφλός. Να μη βλέπει πως, όταν αγαπάς, καταργούνται οι νόμοι της λογικής. Λειτουργούν οι νόμοι του Θεού. Κι αντί να ζημιώνεσαι, κερδίζεις. Πάντα. Ψηλαφείς με τα χέρια σου την ευτυχία.
Μα τώρα δεν είχαν καιρό ν’ ασχοληθούν μαζί του. Το μωρό, ντυμένο στα ζεστά, τους κοίταζε με τα φωτεινά του ματάκια και τους έστελνε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, που τους γέμιζε έκσταση. Οι φτωχοί γονείς κοίταζαν πότε το μωρό τους και πότε τη συντροφιά. Στα μάτια τους έλαμπε απέραντη γλυκύτητα και αγάπη. Αν και τσακισμένοι από την κούραση οι πέντε φίλοι και θεονήστικοι, ένιωσαν εν τούτοις στο ατένισμα αυτών των ματιών να τους τυλίγει κάτι θεϊκό. Μια υπερκόσμια ζεστασιά και ευτυχία έσβησε από μέσα τους και την πείνα και την κούραση. Ένιωσαν πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε εδώ.
Ο πραματευτής δίπλα τους ροχάλιζε, μα αυτοί ζούσαν σ’ ένα όνειρο. Ούτε που κατάλαβαν πότε τους πήρε ο ύπνος. Γιατί και κοιμισμένοι συνέχισαν να ονειρεύονται. Μόνο που στο όνειρό τους τώρα η μικρή αχυροκαλύβα είχε γίνει ένα τεράστιο αστραφτερό παλάτι. Τα φτωχικά τους δώρα είχαν κι αυτά μεταμορφωθεί. Το βρέφος βρισκόταν σ’ ένα χρυσοστόλιστο λίκνο, ενώ οι ρακένδυτοι γονείς του, ντυμένοι με χρυσοΰφαντα ρούχα, κάθονταν στον θρόνο του βασιλιά και της βασίλισσας. Όλα άστραφταν και κολυμπούσαν στο φως.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τούς κάλεσαν να πλησιάσουν. Και όταν οι πέντε φίλοι έκαναν με δισταγμό μερικά βήματα, εκείνοι κατέβηκαν απ’ τον θρόνο τους, τους αγκάλιασαν σφιχτά και τους φίλησαν.
Οι φτωχοί άνθρωποι είδαν τότε πως κι αυτοί είχαν αλλάξει. Τα ρούχα τους είχαν γίνει λαμπερά. Ο τσαγκάρης ένιωσε ξαφνικά το κουτσό πόδι του να ισιώνει, να γίνεται ένα με το άλλο. Το κορμί του για πρώτη φορά ανορθώθηκε. Και ο βοσκός είδε παραξενεμένος το παράλυτο χέρι του να ζωντανεύει. Μπορούσε πια να το κουνάει ελεύθερα όπως και το άλλο. Κυριεύτηκαν από φόβο και έκσταση.
Μα το βλέμμα του βασιλιά είχε την ίδια γλυκύτητα και αγάπη, όπως και πριν στην αχυροκαλύβα. Με ήμερο χαμόγελο τούς είπε:
– Μας δείξατε αγάπη λίγο νωρίτερα. Γι’ αυτό είστε άξιοι να μείνετε μαζί μας στο παλάτι και να ζείτε βασιλικά.
– Μα, βασιλιά μου, τόλμησε δειλά ο ράφτης, εμείς κάτι φτωχούς ανθρώπους βοηθήσαμε λιγάκι σε μια καλύβα, όχι εσάς.
– Ο γιος μου, η βασίλισσα κι εγώ είμαστε οι φτωχοί που βοηθήσατε. Δεν σας μήνυσα πως θα με βρείτε ανάμεσά σας; Σαν έναν από σας; Με τη θέλησή μου το έκαμα, για να σας δοκιμάσω. Για να δείξετε τον πραγματικό εαυτό σας. Και να σας δώσω την ευκαιρία να γίνετε, αν θέλετε, κι εσείς σαν εμάς.
Μιλούσε ακόμα ο βασιλιάς, όταν πρόβαλε από μιαν άκρη ο πραματευτής. Μα σ’ αυτόν δεν είχε αλλάξει τίποτε. Τα ίδια παλιόρουχα που φορούσε και πριν κρέμονταν πάνω του και ήταν το ίδιο στραβός απ’ το ’να του μάτι όπως και πρώτα. Το βλέμμα του βασιλιά στράφηκε πάνω του αυστηρό.
– Όμως εσύ, πραματευτή, δεν είσαι άξιος να βρίσκεσαι εδώ! Δεν έχει θέση στο παλάτι μου όποιος δεν αγαπάει και δεν μπορεί να κάνει το καλό.
– Μα, βασιλιά μου, ψέλλισε σκυφτός ο πραματευτής, αν ήξερα πως είχα μπρος μου τη μεγαλειότητά σου, θα ’δινα ολόκληρο το βιος μου.
– Αφού δεν μπόρεσες να δείξεις καλοσύνη στους φτωχούς σου αδελφούς, ούτε σε μένα θα την έδειχνες ποτέ. Από ’δω και μπρος λοιπόν και μέχρι να καταλάβεις τί σημαίνει ν’ αγαπάς, δεν θα ’σαι παρά ένας φτωχός, ταλαίπωρος ζητιάνος. Αυτή η θέση σού ταιριάζει και μόνος σου τη διάλεξες.
Σ’ ένα νεύμα του βασιλιά δυο φρουροί άρπαξαν στα στιβαρά τους μπράτσα τον πραματευτή και τον πέταξαν αμέσως έξω από την πύλη του παλατιού.
Πλημμυρισμένοι από δέος οι πέντε φίλοι έπεσαν να προσκυνήσουν τον βασιλιά και τη βασίλισσα, μα αυτοί δεν τους άφησαν.
– Όχι, αγαπητοί μας! είπαν, καθώς τους έπιαναν από τα χέρια και τους σήκωναν. Εσείς θα είστε πια οι φίλοι μας. Θα τρώτε πάντα και θα πίνετε μαζί μας στο τραπέζι μας.
Και με τα λόγια αυτά ένα φανταστικά πλούσιο τραπέζι στρώθηκε αμέσως για την καλότυχη συντροφιά.
Μα πόση ήταν η έκπληξή τους, όταν είδαν τον βασιλιά και τη βασίλισσα να σηκώνονται και να τους υπηρετούν! Με πρόσχαρη διάθεση ο βασιλιάς σέρβιρε το φαγητό στα πιάτα τους και τους παρέστεκε, ενώ η βασίλισσα, γεμάτη ομορφιά και χάρη, γέμιζε τα ποτήρια τους γλυκό κρασί.
Μια γλυκειά μουσική από τη μπάντα του παλατιού, που όμοιά της δεν είχαν ξανακούσει, χάιδευε τα αυτιά τους όλη την ώρα που έτρωγαν.
Κι αφού η λαμπρή πανδαισία έλαβε τέλος, λεπτοΰφαντα μεταξωτά σκεπάσματα στρώθηκαν για τους φίλους μας πάνω σε κρεβάτια από χρυσό και φίλντισι. Ένας ύπνος βαθύς μ’ ένα γλυκό ατελείωτο όνειρο σκέπασε τα βλέφαρά τους, βυθίζοντάς τους στην πιο πρωτόγνωρη ευτυχία της ζωής τους…
… Στο αχνοφώς της αυγής ξύπνησε πρώτος ο βοσκός. Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια του, για να μη χάσει τη γλυκύτητα που τον πλημμύριζε, προσπάθησε να καταλάβει τί γίνεται. Αμέσως θυμήθηκε πως είχαν στοιβαχτεί αποβραδίς στην αχυροκαλύβα.
– Όνειρο ήταν!… Τί κρίμα! σκέφτηκε μελαγχολικός κι όλη του η διάθεση χάθηκε. Μα τί περίμενες; Ήταν πολύ καλό πράγματι για να ’ναι αληθινό.
Καθώς έκανε όμως να κουνηθεί, αναπήδησε. Το παράλυτο χέρι του ήταν γερό. Κατάγερο σαν το άλλο. Έβαλε μια φωνή χαράς. Τινάχτηκαν όλοι επάνω. Μια δεύτερη κραυγή ακούστηκε. Απ’ τον τσα-γκάρη αυτή τη φορά, καθώς ανακάλυπτε το κουτσό του πόδι θεραπευμένο.
Και τότε είδαν όλοι γεμάτοι κατάπληξη, πως δεν βρίσκονταν στην αχυροκαλύβα που τους φιλοξένησε το βράδυ, μα σ’ ένα παλάτι.
– Ο πραματευτής; ρώτησε κάποιος.
Κοίταξαν γύρω τους. Δεν ήταν πουθενά. Είχε γίνει άφαντος. Τα ’χασαν. Μα πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε, η πόρτα άνοιξε. Μπροστά τους στέκονταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μ’ ένα θεόμορφο μωρό στην αγκαλιά της.
– Ναι, φίλοι μου, αγαπημένοι φίλοι μου! είπε χαμογελαστός ο βασιλιάς. Δεν ονειρεύεστε πια! Είναι όπως το βλέπετε. Τελείωσε πλέον κάθε πόνος και ταλαιπωρία για σας. Από ’δώ και μπρος θα ’μαστε πάντοτε μαζί.
– Μα πώς γίνεται να συμβαίνει αυτό; σκεφτόντουσαν εκστατικοί. Το όνειρο να ’ναι πραγματικότητα!
Και σα να διάβαζε τη σκέψη τους η βασίλισσα, με το γλυκό της πάντα χαμόγελο, είπε:
– Σας φαίνεται παράξενο, ε; Μα η αγάπη κάνει θαύματα, δεν το ’χετε ακούσει; Ανατρέπει τα πάντα, ακόμα και τους νόμους της φύσης. Δεν υπάρχει πιο καταλυτική δύναμη απ’ αυτήν. Ζείτε και σεις το θαύμα της αγάπης τώρα. Και θα το ζείτε για πάντα!
… Και ζήσαμε εμείς καλά, μα όχι σαν κι αυτούς, που έζησαν πολύ καλύτερα απ’ όλους μας, …σε κάποιον τόπο μακρινό, …μια φορά κι έναν καιρό…
Χριστούγεννα 2007
(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 11, Δεκ. 2008, σ. 17-19)
Κείμενα του π.Δημητρίου Μπόκου ΕΔΩ
Εικόνα από: Pinterest
το «σπιτάκι της Μέλιας»
και παρελθών διακονήσει αυτοίς» (Λουκ. 12, 37).
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, που δεν έμαθε ποτέ κανένας κατά πού έπεφτε και μόνο ακουστά τον είχαν ακόμα και οι πιο παλιοί, έγινε ένα πολύ μεγάλο γεγονός.Η βασίλισσα της χώρας, που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνη, γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι. Και τόσο πολύ χάρηκαν γι’ αυτό ο βασιλιάς και η βασίλισσα, που θέλησαν να το κάνουν γνωστό σ’ όλους τους υπηκόους τους και να τους καλέσουν να λάβουν κι αυτοί μέρος στη μεγάλη τους χαρά.
Έτσι λοιπόν οι τελάληδες του παλατιού γύρισαν τις πολιτείες και τα χωριά και φώναξαν παντού δυνατά, πως ο βασιλιάς τους απέκτησε επιτέλους τον μονάκριβο διάδοχο που περίμενε μια ζωή. Και πως θέλει να χαρούν όλοι στη μεγάλη του αυτή χαρά και, όσοι θέλουν, μπορούν να πάνε στο παλάτι και να γιορτάσουν μαζί του. Και πρόσθεταν, ότι ο βασιλιάς θα δεχτεί και τον πιο απλό άνθρωπο χωρίς εξαίρεση, θα αφήσει κάθε επισημότητα στην άκρη και θα γιορτάσει το μεγάλο γεγονός σαν κοινός θνητός ανάμεσα στους υπηκόους του.
Πολλοί άνθρωποι άκουσαν αδιάφορα την είδηση και, απορροφημένοι από τις καθημερινές τους έγνοιες, δεν έδειξαν καμμιά συγκίνηση.
– Τυχερός ο βασιλιάς, είπαν, αλλά σε μας δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτε.
Μερικοί στενοχωρήθηκαν κιόλας με το νέο, γιατί ήταν άνθρωποι με κακία και δεν ήθελαν να βλέπουν κανέναν, και ιδιαίτερα τον βασιλιά τους, να χαίρεται.
Αλλά πολλοί άλλοι άνθρωποι χάρηκαν με το χαρμόσυνο νέο, γιατί αγαπούσαν τον βασιλιά και τη βασίλισσά τους και τους ήθελαν ευτυχισμένους. Και έτσι, άλλοι από λαχτάρα να δουν το νεογέννητο βρέφος και άλλοι από περιέργεια για την «παραξενιά» του βασιλιά, να γίνει, έστω και προσωρινά, ένα με τους κοινούς θνητούς, πολλοί άνθρωποι τελικά από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και απ’ όλες τις γωνιές της χώρας ξεκίνησαν, μικρές-μικρές συντροφιές, για τη μεγάλη πολιτεία. Σμίγοντας η μια συντροφιά με την άλλη σχημάτιζαν μεγάλα καραβάνια, που από διαφορετικούς δρόμους βάδιζαν σιγά-σιγά για το παλάτι.
Ένας τσαγκάρης με το ’να πόδι του κουτσό κι ένας κηπουρός, ένας βοσκός με το ’να χέρι του παράλυτο κι ένας ράφτης, ένας πραματευτής απ’ το ’να μάτι του στραβός κι ένας ξυλουργός, βρέθηκαν να βαδίζουν αντάμα στην ίδια συντροφιά.
Μαζί τους κουβαλούσαν και τα δώρα τους για τον νεογέννητο βασιλιά. Ένα ζευγάρι μικροσκοπικά υποδήματα από μαλακό δέρμα ο τσαγκάρης, μια ζεστή μωρουδίστικη φορεσιά απ’ το καλύτερό του ύφασμα ο ράφτης, μια σκαλιστή κούνια από κόκκινο ξύλο κερασιάς ο ξυλουργός, δυό φούχτες ξεραμένα δαμάσκηνα και αμύγδαλα ο κηπουρός και μια υφαντή ολόμαλλη φλοκάτη ο βοσκός. Ο πραματευτής όμως κουβαλούσε μόνο την πραμάτεια του. Γέλασε κιόλας όταν είδε τα δώρα των συντρόφων του.
– Θαρρείτε πως ένας βασιλιάς έχει ανάγκη από αυτά τα τιποτένια πραγματάκια που κουβαλάτε; τους πέταξε ειρωνικά. Και πρόσθεσε:
– Το μόνο που σκέφτομαι εγώ είναι το πόσα θα βγάλω απ’ αυτό το νταβαντούρι. Τόσος κόσμος, τέτοιο πανηγύρι, ε, δεν μπορεί, θα κερδίσω αρκετά. Ίσως και να κάνω την τύχη μου. Ποιος ο λόγος άλλωστε να κάμω τέτοιο ταξίδι, αν είναι να μη βγάλω τίποτε; Και σίγουρα στο τέλος θα γλεντήσω πολύ, γιατί κάποια φάρσα θα μας ετοιμάζει ο βασιλιάς. Τί άλλο θα μπορούσε άραγε να εννοεί, όταν λέει ότι θα γίνει ένα με μας τους αχαΐρευτους;
Περπατούσαν αδιάκοπα μες από άγνωστα μέρη, η μια συντροφιά κοντά στην άλλη, για να μη χάνουν τον δρόμο τους. Τα πόδια τους πονούσαν και φουσκάλιαζαν απ’ τις κακοτοπιές. Ο χρόνος κυλούσε ασταμάτητα. Οι μέρες γίνονταν βδομάδες, οι βδομάδες μήνες κι αυτοί ακόμα ταξίδευαν.
Τις νύχτες κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο. Με πόση λαχτάρα περίμεναν το βασίλεμα του ήλιου, να ξανασάνουν λίγο απ’ τ’ ολοήμερο περπάτημα! Άναβαν φωτιές σαν έπεφτε το σούρουπο και μαζευόντουσαν τριγύρω τους για προστασία απ’ το νυχτερινό κρύο και τ’ αγρίμια. Έφτιαχναν ό,τι πρόχειρο μπορούσαν για φαγητό κι ακουμπισμένοι κοντά ο ένας στον άλλον έπεφταν να κοιμηθούν κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Μα και τότε οι φίλοι μας δεν εύρισκαν ησυχία. Πολλοί υπέφεραν γύρω τους. Από ’δω φώναζαν τον τσαγκάρη για τα χαλασμένα παπούτσια τους, από ’κει τον ράφτη για τα ξεσχισμένα τους ρούχα. Άλλος δεν είχε νερό, άλλος πεινούσε. Οι καλοί μας φίλοι μοιράζονταν πρόθυμα ό,τι τους βρισκόταν με όσους δεν είχαν.
Μόνο ο πραματευτής δεν έδινε τίποτε. Πουλούσε απ’ την πραμάτεια του σε όσους είχαν λεφτά να αγοράσουν. Μα ήταν εντελώς αδιάφορος για όσους δεν είχαν. Έβλεπε τους συντρόφους του να τρέχουν για τους άλλους και γελούσε.
– Μυαλό δεν έχετε καθόλου, μου φαίνεται! τους έλεγε. Δεν βλέπετε που όλοι σάς εκμεταλλεύονται; Η ζωή χρειάζεται και λίγη εξυπνάδα. Συνεχίστε, κορόιδα μου, με τον τρόπο που πάτε, και στο τέλος θα πεθάνετε εσείς για να ζήσουν οι άλλοι.
Επιτέλους μερικοί, που καμώνονταν πως ήξεραν τα πάντα και είχαν γίνει αυτόκλητοι οδηγοί των καραβανιών, είπαν κάποτε πως ήταν πια κοντά στο τέρμα του ταξιδιού τους. Και πως το βράδυ εκείνης της ημέρας θα έφταναν στον βασιλιά.
Μα όταν νύχτωσε, μπροστά τους δεν είδαν τη μεγάλη πολιτεία με το παλάτι, παρά μονάχα ένα μικρό χωριό με λίγες αχυροκαλύβες. Η νύχτα ήταν κρύα. Ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε και στρίμωχνε αδιάκοπα στον ουρανό από πάνω τους μαύρα σύννεφα.
Οι κουρασμένοι οδοιπόροι ζήτησαν καταφύγιο στη φιλόξενη διάθεση των χωρικών. Η μικρή μας συντροφιά στριμώχτηκε στην πρώτη αχυροκαλύβα που βρέθηκε μπροστά τους. Προσπάθησαν να βολευτούν όπως-όπως στο θαμπό φως του σούρουπου.
Ο άντρας που τους κάλεσε να μπουν, κάθισε σε μιαν άκρη κατάχαμα, δίπλα στη γυναίκα του. Εκείνη κάτι πασπάτευε σ’ ένα μικρό σωρό από άχυρα, στοιβαγμένα στη γωνιά. Πόση όμως ήταν η έκπληξή τους, όταν την είδαν να σηκώνει από ’κει ένα μωρό και να το παίρνει στην αγκαλιά της! Η φτώχεια τους ήταν παντού φανερή. Και οι δυο τους ήταν σχεδόν ρακένδυτοι. Το μωρό, τυλιγμένο με κουρέλια κι αυτό, άρχισε να κλαίει γιατί πεινούσε και κρύωνε.
Η φτωχειά γυναίκα το ’σφιξε στο στήθος της να το ζεστάνει. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο εγκαρτέρηση, ενώ στα μάτια της αντιφέγγιζε ανείπωτη τρυφερότητα καθώς το κοίταζε.
– Κρυώνει και πεινάει, είπε, μα δεν έχουμε τίποτε περισσότερο να του δώσουμε. Δεν έχω πια γάλα να το θηλάσω. Έχουμε κι εμείς δυό μέρες να φάμε. Δεν είχαμε σοδειά φέτος.
Οι πέντε φίλοι έμειναν κατάπληκτοι. Αμέσως ο κηπουρός έβγαλε τις τσακμακόπετρες και άναψε πολύ προσεκτικά φωτιά στη σβησμένη εστία της καλύβας. Ο ράφτης έβγαλε τη ζεστή μωρουδιακή φορεσιά και την έδωσε στη μητέρα του μωρού.
– Ίσως να ’χει δίκιο ο πραματευτής, σκέφτηκε. Το βασιλόπουλο δεν θα την έχει πραγματικά ανάγκη, ενώ αυτό το δύστυχο θα πεθάνει από το κρύο, αν δεν του τη δώσω.
Ο τσαγκάρης τον μιμήθηκε. Έβγαλε τα μαλακά υποδήματα που είχε για τον μικρό βασιλιά και τα φόρεσε στα ποδαράκια του μωρού που έτρεμαν από το κρύο. Ο ξυλουργός έδωσε τη σκαλιστή κούνια και ο βοσκός την υφαντή φλοκάτη για να το τυλίξουν και να το κοιμίσουν. Τέλος ο κηπουρός πρόσφερε στους πεινασμένους γονείς τούς καρπούς που κουβαλούσε για δώρο στον βασιλιά, το μόνο φαγητό που τους είχε πλέον απομείνει.
Μόνο ο πραματευτής καθόταν στην άκρη του αδιάφορος. Έβγαλε από τις προμήθειες του που τις αγόραζε πάντοτε μπόλικες και έφαγε. Έριξε ένα βλέμμα τριγύρω ψυχρό και σκοτεινό.
– Πάλι τα ίδια μ’ αυτούς τους αδιόρθωτους! μουρμούρισε θυμωμένος. Τί ξεροκέφαλοι άνθρωποι! Τί άλλο πρέπει να δουν για να βάλουν μυαλό; Ας κοιτάξουν και λίγο τον εαυτό τους. Πώς μπορούν να δίνουν χωρίς αντάλλαγμα; Αυτό για μένα είναι σκέτη ανοησία. Δεν βλέπουν ότι έφτασαν στην καταστροφή; Τί τους απομένει πια; Έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Δεν τους καταλαβαίνω!
Τέλος έγειρε στο πλάι να κοιμηθεί γρυλλίζοντας τα γνωστά του.
– Το ’ξερα πως θα ’στε πάντοτε κορόιδα. Καθίστε τώρα νηστικοί, να πεθάνετε εσείς για να ζήσουν οι άλλοι!
Μα οι σύντροφοί του δεν του ’δωσαν σημασία. Άλλωστε κι αυτοί δεν καταλάβαιναν τον πραματευτή. Αναρωτιούνταν πάντα πώς γινόταν να ’ναι τόσο τυφλός. Να μη βλέπει πως, όταν αγαπάς, καταργούνται οι νόμοι της λογικής. Λειτουργούν οι νόμοι του Θεού. Κι αντί να ζημιώνεσαι, κερδίζεις. Πάντα. Ψηλαφείς με τα χέρια σου την ευτυχία.
Μα τώρα δεν είχαν καιρό ν’ ασχοληθούν μαζί του. Το μωρό, ντυμένο στα ζεστά, τους κοίταζε με τα φωτεινά του ματάκια και τους έστελνε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, που τους γέμιζε έκσταση. Οι φτωχοί γονείς κοίταζαν πότε το μωρό τους και πότε τη συντροφιά. Στα μάτια τους έλαμπε απέραντη γλυκύτητα και αγάπη. Αν και τσακισμένοι από την κούραση οι πέντε φίλοι και θεονήστικοι, ένιωσαν εν τούτοις στο ατένισμα αυτών των ματιών να τους τυλίγει κάτι θεϊκό. Μια υπερκόσμια ζεστασιά και ευτυχία έσβησε από μέσα τους και την πείνα και την κούραση. Ένιωσαν πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε εδώ.
Ο πραματευτής δίπλα τους ροχάλιζε, μα αυτοί ζούσαν σ’ ένα όνειρο. Ούτε που κατάλαβαν πότε τους πήρε ο ύπνος. Γιατί και κοιμισμένοι συνέχισαν να ονειρεύονται. Μόνο που στο όνειρό τους τώρα η μικρή αχυροκαλύβα είχε γίνει ένα τεράστιο αστραφτερό παλάτι. Τα φτωχικά τους δώρα είχαν κι αυτά μεταμορφωθεί. Το βρέφος βρισκόταν σ’ ένα χρυσοστόλιστο λίκνο, ενώ οι ρακένδυτοι γονείς του, ντυμένοι με χρυσοΰφαντα ρούχα, κάθονταν στον θρόνο του βασιλιά και της βασίλισσας. Όλα άστραφταν και κολυμπούσαν στο φως.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τούς κάλεσαν να πλησιάσουν. Και όταν οι πέντε φίλοι έκαναν με δισταγμό μερικά βήματα, εκείνοι κατέβηκαν απ’ τον θρόνο τους, τους αγκάλιασαν σφιχτά και τους φίλησαν.
Οι φτωχοί άνθρωποι είδαν τότε πως κι αυτοί είχαν αλλάξει. Τα ρούχα τους είχαν γίνει λαμπερά. Ο τσαγκάρης ένιωσε ξαφνικά το κουτσό πόδι του να ισιώνει, να γίνεται ένα με το άλλο. Το κορμί του για πρώτη φορά ανορθώθηκε. Και ο βοσκός είδε παραξενεμένος το παράλυτο χέρι του να ζωντανεύει. Μπορούσε πια να το κουνάει ελεύθερα όπως και το άλλο. Κυριεύτηκαν από φόβο και έκσταση.
Μα το βλέμμα του βασιλιά είχε την ίδια γλυκύτητα και αγάπη, όπως και πριν στην αχυροκαλύβα. Με ήμερο χαμόγελο τούς είπε:
– Μας δείξατε αγάπη λίγο νωρίτερα. Γι’ αυτό είστε άξιοι να μείνετε μαζί μας στο παλάτι και να ζείτε βασιλικά.
– Μα, βασιλιά μου, τόλμησε δειλά ο ράφτης, εμείς κάτι φτωχούς ανθρώπους βοηθήσαμε λιγάκι σε μια καλύβα, όχι εσάς.
– Ο γιος μου, η βασίλισσα κι εγώ είμαστε οι φτωχοί που βοηθήσατε. Δεν σας μήνυσα πως θα με βρείτε ανάμεσά σας; Σαν έναν από σας; Με τη θέλησή μου το έκαμα, για να σας δοκιμάσω. Για να δείξετε τον πραγματικό εαυτό σας. Και να σας δώσω την ευκαιρία να γίνετε, αν θέλετε, κι εσείς σαν εμάς.
Μιλούσε ακόμα ο βασιλιάς, όταν πρόβαλε από μιαν άκρη ο πραματευτής. Μα σ’ αυτόν δεν είχε αλλάξει τίποτε. Τα ίδια παλιόρουχα που φορούσε και πριν κρέμονταν πάνω του και ήταν το ίδιο στραβός απ’ το ’να του μάτι όπως και πρώτα. Το βλέμμα του βασιλιά στράφηκε πάνω του αυστηρό.
– Όμως εσύ, πραματευτή, δεν είσαι άξιος να βρίσκεσαι εδώ! Δεν έχει θέση στο παλάτι μου όποιος δεν αγαπάει και δεν μπορεί να κάνει το καλό.
– Μα, βασιλιά μου, ψέλλισε σκυφτός ο πραματευτής, αν ήξερα πως είχα μπρος μου τη μεγαλειότητά σου, θα ’δινα ολόκληρο το βιος μου.
– Αφού δεν μπόρεσες να δείξεις καλοσύνη στους φτωχούς σου αδελφούς, ούτε σε μένα θα την έδειχνες ποτέ. Από ’δω και μπρος λοιπόν και μέχρι να καταλάβεις τί σημαίνει ν’ αγαπάς, δεν θα ’σαι παρά ένας φτωχός, ταλαίπωρος ζητιάνος. Αυτή η θέση σού ταιριάζει και μόνος σου τη διάλεξες.
Σ’ ένα νεύμα του βασιλιά δυο φρουροί άρπαξαν στα στιβαρά τους μπράτσα τον πραματευτή και τον πέταξαν αμέσως έξω από την πύλη του παλατιού.
Πλημμυρισμένοι από δέος οι πέντε φίλοι έπεσαν να προσκυνήσουν τον βασιλιά και τη βασίλισσα, μα αυτοί δεν τους άφησαν.
– Όχι, αγαπητοί μας! είπαν, καθώς τους έπιαναν από τα χέρια και τους σήκωναν. Εσείς θα είστε πια οι φίλοι μας. Θα τρώτε πάντα και θα πίνετε μαζί μας στο τραπέζι μας.
Και με τα λόγια αυτά ένα φανταστικά πλούσιο τραπέζι στρώθηκε αμέσως για την καλότυχη συντροφιά.
Μα πόση ήταν η έκπληξή τους, όταν είδαν τον βασιλιά και τη βασίλισσα να σηκώνονται και να τους υπηρετούν! Με πρόσχαρη διάθεση ο βασιλιάς σέρβιρε το φαγητό στα πιάτα τους και τους παρέστεκε, ενώ η βασίλισσα, γεμάτη ομορφιά και χάρη, γέμιζε τα ποτήρια τους γλυκό κρασί.
Μια γλυκειά μουσική από τη μπάντα του παλατιού, που όμοιά της δεν είχαν ξανακούσει, χάιδευε τα αυτιά τους όλη την ώρα που έτρωγαν.
Κι αφού η λαμπρή πανδαισία έλαβε τέλος, λεπτοΰφαντα μεταξωτά σκεπάσματα στρώθηκαν για τους φίλους μας πάνω σε κρεβάτια από χρυσό και φίλντισι. Ένας ύπνος βαθύς μ’ ένα γλυκό ατελείωτο όνειρο σκέπασε τα βλέφαρά τους, βυθίζοντάς τους στην πιο πρωτόγνωρη ευτυχία της ζωής τους…
… Στο αχνοφώς της αυγής ξύπνησε πρώτος ο βοσκός. Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια του, για να μη χάσει τη γλυκύτητα που τον πλημμύριζε, προσπάθησε να καταλάβει τί γίνεται. Αμέσως θυμήθηκε πως είχαν στοιβαχτεί αποβραδίς στην αχυροκαλύβα.
– Όνειρο ήταν!… Τί κρίμα! σκέφτηκε μελαγχολικός κι όλη του η διάθεση χάθηκε. Μα τί περίμενες; Ήταν πολύ καλό πράγματι για να ’ναι αληθινό.
Καθώς έκανε όμως να κουνηθεί, αναπήδησε. Το παράλυτο χέρι του ήταν γερό. Κατάγερο σαν το άλλο. Έβαλε μια φωνή χαράς. Τινάχτηκαν όλοι επάνω. Μια δεύτερη κραυγή ακούστηκε. Απ’ τον τσα-γκάρη αυτή τη φορά, καθώς ανακάλυπτε το κουτσό του πόδι θεραπευμένο.
Και τότε είδαν όλοι γεμάτοι κατάπληξη, πως δεν βρίσκονταν στην αχυροκαλύβα που τους φιλοξένησε το βράδυ, μα σ’ ένα παλάτι.
– Ο πραματευτής; ρώτησε κάποιος.
Κοίταξαν γύρω τους. Δεν ήταν πουθενά. Είχε γίνει άφαντος. Τα ’χασαν. Μα πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε, η πόρτα άνοιξε. Μπροστά τους στέκονταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μ’ ένα θεόμορφο μωρό στην αγκαλιά της.
– Ναι, φίλοι μου, αγαπημένοι φίλοι μου! είπε χαμογελαστός ο βασιλιάς. Δεν ονειρεύεστε πια! Είναι όπως το βλέπετε. Τελείωσε πλέον κάθε πόνος και ταλαιπωρία για σας. Από ’δώ και μπρος θα ’μαστε πάντοτε μαζί.
– Μα πώς γίνεται να συμβαίνει αυτό; σκεφτόντουσαν εκστατικοί. Το όνειρο να ’ναι πραγματικότητα!
Και σα να διάβαζε τη σκέψη τους η βασίλισσα, με το γλυκό της πάντα χαμόγελο, είπε:
– Σας φαίνεται παράξενο, ε; Μα η αγάπη κάνει θαύματα, δεν το ’χετε ακούσει; Ανατρέπει τα πάντα, ακόμα και τους νόμους της φύσης. Δεν υπάρχει πιο καταλυτική δύναμη απ’ αυτήν. Ζείτε και σεις το θαύμα της αγάπης τώρα. Και θα το ζείτε για πάντα!
… Και ζήσαμε εμείς καλά, μα όχι σαν κι αυτούς, που έζησαν πολύ καλύτερα απ’ όλους μας, …σε κάποιον τόπο μακρινό, …μια φορά κι έναν καιρό…
Χριστούγεννα 2007
(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 11, Δεκ. 2008, σ. 17-19)
Κείμενα του π.Δημητρίου Μπόκου ΕΔΩ
Εικόνα από: Pinterest
το «σπιτάκι της Μέλιας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.