Ὁ μετά τῶν ἁγίων εὐρισκόμενος πατέρας μας Ἀνδρέας ἔζησε στή Βασιλεύουσα
κατά τά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ φιλοχριστοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα. Ἦταν Σκύθης τήν καταγωγή καί ὑπηρετοῦσε ὡς δοῦλος ἕναν εὐσεβῆ καί ἐνάρετο πρωτοσπαθάριο,
πού ὀνομαζόταν Θεόγνωστος. Ὁ κύριος του, βλέποντας τήν ἐξυπνάδα καί τίς ἱκανότητές του, τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα καί φρόντισε
νά τόν μορφώσει, στέλνοντας τόν σέ διδασκαλεῖο, ὅπου καί σπούδασε τά ἱερά γράμματα. Ὁ νεαρός Ἀνδρέας ἀγαποῦσε νά μελετᾶ τίς Γραφές, τά μαρτύρια
τῶν
ἁγίων,
ἀλλά
καί τό βίο τῶν ὁσίων πατέρων.
Μία νύκτα ἀγρυπνοῦσε, κατά τή συνήθειά
του, στό σπίτι τοῦ κυρίου του. Ὁ πολυμήχανος, ὅμως, διάβολος, πού δέν ἄντεχε νά βλέπει τήν ἀρετή καί τόν ἔνθεο ζῆλο του, ἄρχισε νά κτυπᾶ μέ δύναμη τίς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ. Ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ἔτρεξε τρομαγμένος στό κρεβάτι του. Ὕστερα ἀπό αὐτό, ἔπεσε σέ βαθύ ὕπνο καί εἶδε στό ὄνειρό του, πώς βρέθηκε
σέ ἕνα θέατρο. Ἐκεῖ εἶδε δύο ἀντίπαλες παρατάξεις, πού βρίσκονταν σέ πόλεμο. Ἀπό τή μία μεριά βρισκόταν
πολλοί λευκοντυμένοι καί σεβάσμιοι ἄνδρες, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μεριά βρίσκονταν μαῦροι Αἰθίοπες. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας πανέμορφος Νέος, πού κρατοῦσε στό χέρι τοῦ τρία πολύτιμα στεφάνια.
Ὁ
ὅσιος
πλησίασε τόν πανέμορφο αὐτό Νέο καί τόν ρώτησε πώς μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήσει τά πολύτιμα
αὐτά
στεφάνια. Ὁ πανέμορφος, τότε, Νέος τοῦ ἐξήγησε πώς αὐτά τά στεφάνια ἀνήκουν σέ αὐτούς πού νικοῦν τούς μαύρους Αἰθίοπες καί τόν προέτρεψε
νά πολεμήσει ἐναντίον τους, λέγοντας: «…Ἀπό αὐτή τή στιγμή θά εἶσαι φίλος καί ἀδελφός Μου. Ἀγωνίσου γυμνός τόν καλόν
ἀγώνα.
Γίνε γιά χάρη Μου σαλός καί Ἐγώ θά σού χαρίσω πολλά ἀγαθά στή Βασιλεία Μου…».
Ὁ ὅσιος κατάλαβε, πώς ὁ ἴδιος ὁ Θεός τό καλοῦσε νά ὑποκριθεῖ τό σαλό. Ἔτσι, τό ἑπόμενο βράδυ πῆγε στό πηγάδι, πού βρισκόταν
κοντά στό ὑπνοδωμάτιο τοῦ κυρίου του καί ἄρχισε νά φωνάζει καί νά προφέρει ἀκατανόητα λόγια, ἐνῶ μέ ἕνα μαχαίρι ἔσκιζε τά ροῦχα του. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ, πού ἔτρεξαν κοντά του καί τόν
βρῆκαν σέ αὐτή τήν κατάσταση, ἀνήγγειλαν στόν κύριό του, ὅτι ὁ Ἀνδρέας τρελάθηκε. Ὁ κύριός του λυπήθηκε
γιά τό γεγονός, ἀλλά, τελικά, ἀναγκάστηκε νά τόν καταγράψει ὡς τρελό καί νά τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς δουλείας. Μετά ἀπό αὐτό ὁ μακάριος Ἀνδρέας ἄρχισε νά περιφέρεται
στούς δρόμους τῆς Βασιλεύουσας καί νά ζεῖ σάν σαλός. Ὑπομένοντας ἀγόγγυστα τήν περιφρόνηση καί τόν κατατρεγμό τῶν ἀνθρώπων, πού τοῦ φέρονταν πολύ συχνά μέ
μεγάλη σκληρότητα, καί ζώντας βίο ἀσκητικό μέσα στόν κόσμο ἔφτασε πολύ γρήγορα σέ βάθος ταπεινώσεως καί ἡ ἁγιασμένη ψυχή του στολίστηκε
μέ ὅλα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο, πάλι, ὁ ὅσιος ἀνερχόταν πρός τό ἀκρότατο ὕψος τῆς ὑπερτέλειας τελειότητας, τόσο φρόντιζε νά κρύβει τήν
πνευματική του πολιτεία καί ἁγιότητα πίσω ἀπό τά σοφά τεχνάσματα τῆς σαλότητας καί, ταυτόχρονα, νά κατεργάζεται μέσα ἀπό αὐτά τή διόρθωση τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐμπαθῶν ἀνθρώπων.
Ἐπειδή, ὅμως, κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου: «…οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη, οὐδέ καίουσι λύχνον καί
τιθέασιν αὐτόν ὑπό τόν μόδιον, ἄλλ΄ ἐπί τήν λυχνίαν καί λάμπει πάσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ…» (Μτθ. 5, 14-15), ὁ φιλάνθρωπος Θεός οἰκονόμησε μέ θαυμαστό
τρόπο τή φανέρωση τῆς παράξενης πολιτείας τοῦ δούλου Του, ὥστε νά ὠφεληθοῦμε μέσα ἀπό αὐτήν ὅλοι οἱ χριστιανοί, καί οἱ μέν ἁμαρτωλοί νά παρακινηθοῦμε σέ μετάνοια, οἱ δέ τυπολάτρες σέ ἐπίγνωση τῆς ἀληθινῆς εὐσέβειας. Ἐνῶ, λοιπόν, περιφερόταν
στή Βασιλεύουσα ὁ ὅσιος συνάντησε τρεῖς ἐνάρετους νέους. Ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς, φωτισμένος ἀπό τό Θεό, κατανόησε τό μυστήριο τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου καί τόν πλησίασε.
Ὁ
ὅσιος,
τότε, ἀπεκάλυψε στό νέο τό ὄνομά του, λέγοντας: «…Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἐπιφάνιος. Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά εἶσαι ὁ φίλος καί τό πνευματικό μου παιδί…». Ὁ ὅσιος προεῖπε, ἐπίσης, στόν νεαρό Ἐπιφάνιο, πώς μία μέρα
θά γινόταν ἐπίσκοπος στή Βασιλεύουσα καί πνευματικός πατέρας πολλῶν ἀνθρώπων. Ἀπό αὐτή τή στιγμή καί μέχρι
τήν κοίμηση τοῦ ὁ ὅσιος θά ἀποκαλύπτει, πλέον, μόνο στόν ἔμπιστο μαθητή τοῦ Ἐπιφάνιο τίς οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού τοῦ χάριζε ὁ Θεός καί θά τόν καθοδηγεῖ ὡς πνευματικός πατέρας
στόν δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας.
Ἕνα βράδυ στό παρεκκλήσιο
τῆς
Ἁγίας
Σοροῦ, πού βρισκόταν στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, γινόταν ἀγρυπνία πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου. Βρισκόταν ἐκεῖ ὁ μακάριος Ἀνδρέας καί ὁ Ἐπιφάνιος. Ἀργά τή νύκτα καί ἐνῶ ἡ ἀγρυπνία συνεχιζόταν ὁ ὅσιος καί ὁ Ἐπιφάνιος εἶδαν τή Θεοτόκο νά εἰσέρχεται στό Ναό συνοδευόμενη ἀπό πλῆθος λευκοφόρων ἁγίων, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ξεχώρισαν τόν
Τίμιο Πρόδρομο καί τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη τό θεολόγο. Ἡ Θεοτόκος εἰσῆλθε ἀπό τίς βασιλικές πύλες καί προχώρησε πρός τό θυσιαστήριο.
Ἐκεῖ γονάτισε καί ἔμεινε πολλή ὥρα προσευχόμενη πρός
τόν Υἱό καί Θεό Της γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἄφθονα δάκρυα ἔτρεχαν στό πανάγιο πρόσωπό
της. Μόλις τελείωσε τήν προσευχή της ἡ Θεοτόκος ἔβγαλε ἀπό τό ἄχραντο κεφάλι τῆς τό ἀστραφτερό της μαφόριο
καί τό ἅπλωσε μέ τά πανάγια χέρια της σάν Σκέπη πάνω ἀπό τό ἐκκλησίασμα, συμβολίζοντας
μέ τόν τρόπο αὐτό τήν προστασία πού παρεῖχε μέ τή μεσιτεία της
στήν Βασιλεύουσα πόλη καί τούς κατοίκους της. Ἐκεῖ τό ἔβλεπαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας καί ὁ Ἐπιφάνιος νά αἰωρεῖται γιά πολλή ὥρα καί νά ἐκπέμπει θεϊκή δόξα. Ὅση ὥρα ἡ Θεοτόκος βρισκόταν μέσα
στό Ναό ἡ ἱερή ἐσθήτα τῆς ἐξακολουθοῦσε νά σκορπίζει τή χάρη Της στούς πιστούς. Ὅταν, ὅμως, ἡ Θεοτόκος ἄρχισε νά ἀνεβαίνει στούς Οὐρανούς ἄρχισε καί ἡ θεία Σκέπη της νά συστέλλεται,
μέχρι πού χάθηκε τελείως. Τήν ὀπτασία αὐτή ἀξιώθηκε νά δεῖ ὁ Ἐπιφάνιος μέ τή δύναμη τῆς μεσιτείας τοῦ ὁσίου καί σέ ἀνάμνηση της καθιερώθηκε ἀργότερα ἡ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης.
Ὁ μακάριος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό στάδιο τῶν ἀγώνων του, προγνώρισε
μέ ὑπερφυσικό τρόπο τό χρόνο τῆς κοίμησής του καί πληροφόρησε
γιά αὐτήν τόν Ἐπιφάνιο. Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τίς τελευταῖες του συμβουλές καί τοῦ προεῖπε τά σχετικά μέ τήν μελλοντική ἐξέλιξη τοῦ βίου του, τόν εὐλόγησε καί τόν ἀσπάσθηκε γιά τελευταία.
Στή συνέχεια κατευθύνθηκε στό θέατρο τοῦ ἱπποδρόμου καί παραδόθηκε
ὅλη
τή νύκτα σέ προσευχή γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονταν σέ ἀνάγκη. Ἔπειτα ξάπλωσε στή γῆ καί βλέποντας μέ χαρούμενο
πρόσωπο τούς ἀγγέλους, πού ἦλθαν γιά νά παραλάβουν τήν ἁγία ψυχή του, παρέδωσε
τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου ἀνέκφραστη εὐωδία ἁπλώθηκε στόν βρώμικο καί ἀκάθαρτο ἐκεῖνο τόπο, ἐνῶ ἀπό τό λείψανο τοῦ ἁγίου ἀναδιδόταν ἄφθονο μύρο. Μία φτωχή
γυναίκα, πού ζοῦσε σέ μία καλύβα κοντά στό σημεῖο αὐτό, αἰσθάνθηκε τήν ἀνέκφραστη καί μεθυστική
ἐκείνη
εὐωδία
καί ἔφτασε πρώτη στό μέρος πού βρισκόταν ὁ ὅσιος. Εἶδε το ἅγιο λείψανό του καί ἔτρεξε ἔκπληκτη νά ἀναγγείλει τό θαῦμα. Πολλοί ἔτρεξαν στό μέρος ἐκεῖνο, ἀλλά πρός μεγάλη τους ἔκπληξη δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου, γιατί ὁ Θεός τό μετέθεσε γιά
λόγους πού μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει. Εἶδαν, ὅμως, ὅλοι το ὑπερφυσικό Φῶς πού κάλυπτε τό σημεῖο ἐκεῖνο καί ὀσφράνθηκαν τήν ἄρρητη εὐωδία τοῦ οὐράνιου ἐκεῖνου μύρου. Τήν μακάρια ψυχή τοῦ ὁσίου εἶδε τό πρωί τῆς ἑπόμενης ἡμέρας καί ὁ ἱερός Ἐπιφάνιος νά ἀνεβαίνει ὁλόφωτη στούς Οὐρανούς μέ τή συνοδεία ἁγίων ἀγγέλων.
Ὁ θεῖος Ἀνδρέας τελειώθηκε τήν
28η τοῦ μηνός Μαΐου σέ ἡλικία ἑξήντα ἔξι ἐτῶν και τώρα πού βρίσκεται μπροστά στό θρόνο τῆς ὑπέρθεης Τριάδας πρεσβεύει
ἀσταμάτητα
γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου και για τη σωτηρία ὅλων τῶν εὐσεβών καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Ἀμήν.
Ακολουθεί η ασματική ακολουθία του Αγίου:
Asmatiki Akolouthia Agiou Andrea by Georgios Kefaliakos on Scribd
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.