Κάποτε
συνέβη ἕνα τρομερό ναυάγιο, ἕνα πλοῖο ἔπεσε σέ κυκλῶνα καί βυθίσθηκε χωρίς νά σωθῆ ἄλλος κανείς,
ἐκτός ἀπ᾽ τόν
καπετάνιο πού ὕστερα ἀπό μία πάλη μέ τά κύμματα, ἔφθασε τσακισμένος στήν ξηρά. Δέν εἶχε οὔτε ροῦχα, οὔτε τροφή.
Σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε, νά κάνη μία καλύβα, γιά νά μένη τό βράδυ καί νά βρῆ κάτι νά
φάη. Τρεῖς μέρες ἀγωνίσθηκε νά μαζεύη ξύλα καί νά τά τακτοποιῆ, χωρίς νά ἔχη κανένα ἐργαλεῖο, γιά νά
κάνη μία πρόχειρη καλύβα. Μάτωσε, ξεσχίσθηκε καί ἐπί τέλους τά
κατάφερε. Τό βράδυ κατάκοπος, ξάπλωσε καί κοιμήθηκε, εὐτυχῶς ὁ καιρός ἦταν ζεστός.
Τήν ἄλλη μέρα βγῆκε γιά νά βρῆ τροφή, ἐκεῖ πού μάζευε ρίζες καί χόρτα, βλέπει ἀπό μακρυά,
πρός τό μέρος τῆς καλλύβας, φλόγες καί καπνό.
Ἡ καλύβα του καιγόταν, ὅταν ἔφθασε κοντά
της οἱ φλόγες ἀνέβαιναν στόν Οὐρανό. Ὁ δυστυχής! Κάθησε σέ μία πέτρα, καί εἶπε: “Αὐτό εἶναι τό
μεγαλύτερο κακό, πού μποροῦσα νά πάθω ἐδῶ στήν ἐρημιά”· καί ἀπελπίσθηκε… Ξαφνικά, ὅμως, στό
βάθος εἶδε ἕνα πλοῖο. “Θεέ μου”, εἶπε, “ἄς μέ ἔβλεπαν, γιά νά μέ σώσουν”. Τό πλοῖο, ὅμως,
κατευθυνόταν πρός τό μέρος του καί σέ λίγο, μία βάρκα μέ ναῦτες, ἔφθασε στήν
παραλία. Ἐκεῖνος μέ δάκρυα ἀγκάλιασε τούς ναῦτες καί τούς
εἶπε:
—Πῶς καταλάβατε
ὅτι εἶμαι ἐδῶ;
—Εἴδαμε τόν
καπνό, τοῦ εἶπαν, καί ὑποθέσαμε πώς κάποιος ἔχει τήν ἀνάγκη μας, καί ἤρθαμε.
Ὁ ναυαγός
τότε, γονάτισε καί εἶπε:
—Θεέ μου, ἐκεῖνο πού ἐγώ νόμισα
δυστυχία, αὐτό ἦταν ἡ εὐτυχία μου. Ἄν δέν καιγόταν ἡ καλύβα μου,
δέν θά εἶχα σωθῆ.
Ὁ Θεός ξέρει
πάντα νά βγάζη ἀπ᾽ τό πικρό γλυκό...
Στάλθηκε στο e-mail μας από τον π. Άβελ Γκιουζέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.