Ετικέτες

16.2.18

Ο ναυαγός και η καλύβα [διδακτική ιστορία]

Αποτέλεσμα εικόνας για ελπίδα

Κάποτε συνέβη να τρομερό ναυάγιο, να πλοο πεσε σέ κυκλνα καί βυθίσθηκε χωρίς νά σωθ λλος κανείς, κτός π τόν καπετάνιο πού στερα πό μία πάλη μέ τά κύμματα, φθασε τσακισμένος στήν ξηρά. Δέν εχε οτε ροχα, οτε τροφή. Σκέφθηκε τι πρεπε, νά κάνη μία καλύβα, γιά νά μένη τό βράδυ καί νά βρ κάτι νά φάη. Τρες μέρες γωνίσθηκε νά μαζεύη ξύλα καί νά τά τακτοποι, χωρίς νά χη κανένα ργαλεο, γιά νά κάνη μία πρόχειρη καλύβα. Μάτωσε, ξεσχίσθηκε καί πί τέλους τά κατάφερε. Τό βράδυ κατάκοπος, ξάπλωσε καί κοιμήθηκε, ετυχς καιρός ταν ζεστός. Τήν λλη μέρα βγκε γιά νά βρ τροφή, κε πού μάζευε ρίζες καί χόρτα, βλέπει πό μακρυά, πρός τό μέρος τς καλλύβας, φλόγες καί καπνό. 


καλύβα του καιγόταν, ταν φθασε κοντά της ο φλόγες νέβαιναν στόν Ορανό. δυστυχής! Κάθησε σέ μία πέτρα, καί επε: “Ατό εναι τό μεγαλύτερο κακό, πού μποροσα νά πάθω δ στήν ρημιά”· καί πελπίσθηκε… Ξαφνικά, μως, στό βάθος εδε να πλοο. “Θεέ μου”, επε, “ς μέ βλεπαν, γιά νά μέ σώσουν”. Τό πλοο, μως, κατευθυνόταν πρός τό μέρος του καί σέ λίγο, μία βάρκα μέ νατες, φθασε στήν παραλία. κενος μέ δάκρυα γκάλιασε τούς νατες καί τούς επε:
—Πς καταλάβατε τι εμαι δ;
—Εδαμε τόν καπνό, το επαν, καί ποθέσαμε πώς κάποιος χει τήν νάγκη μας, καί ρθαμε.
ναυαγός τότε, γονάτισε καί επε:
—Θεέ μου, κενο πού γώ νόμισα δυστυχία, ατό ταν ετυχία μου. ν δέν καιγόταν καλύβα μου, δέν θά εχα σωθ.
Θεός ξέρει πάντα νά βγάζη π τό πικρό γλυκό...

Στάλθηκε στο e-mail μας από τον π. Άβελ Γκιουζέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.