του πατρός Δημητρίου Μπόκου
Ο έμπορος Κουσμιτσώφ με τον μικρό του ανεψιό Γεγκόρ και τον φίλο του παπα-Χριστόφορο, ταξιδεύοντας κάποτε μέσα στην απέραντη ρωσική στέπα, σταμάτησαν στο πανδοχείο του Εβραίου Μωυσή Μωυσέγιτς. Ο Μωυσής είχε για βοηθό έναν παράξενο αδελφό του, τον Σολομώντα. Όταν ο Σολομών μπήκε με ένα μεγάλο δίσκο για να σερβίρει το τσάι στους επισκέπτες, τους κοιτούσε ειρωνικά και χαμογελούσε παράξενα. Το χαμόγελο αυτό ήταν πολύ περίπλοκο. Εξέφραζε πολλά συναισθήματα, εκείνο όμως που υπερίσχυε ήταν η περιφρόνηση. Σαν να περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να τους περιγελάσει και να σκάσει στα γέλια.