τοῦ πατρός Δημητρίου Μπόκου
«Πριν από πολλά χρόνια», διηγείται ο γέροντας Τρύφωνας του Βάσον (Η. Π. Α.), «πήρα ένα μονοπάτι που προχωρούσε βαθιά σ’ ένα δάσος του Όρεγκον, όταν είδα ξαφνικά μπροστά μου ένα νεαρό καθισμένο πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Η αφετηρία του μονοπατιού απείχε κάπου τέσσερα μίλια από το σημείο και μου φάνηκε παράξενο που βρήκα αυτόν τον άνθρωπο, μόνο, τόσο βαθιά μες στο δάσος. Ήταν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που αισθάνθηκα την ανάγκη να του ζητήσω να με συγχωρήσει που τον ξάφνιασα. Κάτι είπα για την ομορφιά της θείας δημιουργίας και τον ρώτησα αν ήθελε να μοιραστούμε το κολατσιό και τον καφέ μου. Κάθισα στο κούτσουρο δίπλα του, άνοιξα το σακίδιό μου και του έδωσα το μισό από το φαγητό μου.