6.11.24

Τίποτα δεν θυμίζει τις γυναίκες του ‘40

               

(Με αφορμή την εκδήλωση στον Τύμβο της Γκραμπάλας)

Πριν μαραθούν οι δάφνες στα αναρίθμητα στεφάνια, πριν σωπάσουν τα τραγούδια της Βέμπο, πριν ξεχαστούν οι λόγοι οι πύρινοι, πριν διπλωθούν οι γαλανόλευκες και η ζωή πάρει τον ανηφορικό δρόμο της καθημερινότητας στο Ζαγόρι αυτές οι μέρες μας κάλεσαν σ’ ένα ιδιαίτερο προσκύνημα «δικό μας» -όχι λιγότερο σεβαστό κι όχι λιγότερο αξιόλογο- στο άγαλμα της Ζαγορίσιας γυναίκας και στην λιθοσωριά της Γκραμπάλας.
Δύο τόποι που μολογούν με την εύγλωττη σιωπή τους, στην ερημιά του σκληρού τοπίου, την ψυχή της γυναίκας, την ανδρεία και την απόφαση θανάτου των παλληκαριών. Ογδόντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια κύλησαν από το μεγάλο εκείνο ΟΧΙ. Και η σκέψη προσκυνήτρα ανηφορίζει στης Πίνδου τα κακοτράχαλα βουνά.

«…Και μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές ανέβαιναν. Με την ευχή στον ώμο τους κατά τον γιο πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε. Μ’ αυτές ανδροπατάγανε ψηλά πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή όσο που λες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη…».

Και η Ήπειρος προμαχούσα, Καλπάκι, Πίνδος, αφού το κύριο βάρος της επίθεσης δέχτηκε η 8η Μεραρχία του στρατηγού Κατσιμήτρου κι όλα τα χωριά της Πίνδου μπήκαν πρώτα στον πολεμικό αυτό χορό.

Εκεί έλαμψε, εκεί έπαιξε το μεγάλο της ρόλο, η γυναίκα του Ζαγοριού, της Πίνδου η γυναίκα. Και θα έμενε άγνωστη αυτή η προσφορά της αν ο Παύλος Παλαιολόγος δεν έστελνε στο «Ελεύθερο βήμα» την πρώτη πολεμική ανταπόκριση στις 3 Δεκεμβρίου 1940. Δεν θα σταθώ στα ένδοξα πολεμικά γεγονότα, θα προσπεράσω με σεβασμό τους ηρωισμούς των στρατιωτών μας με τη Παναγιάς το όραμα. Τα κόκαλά τους τα ξεθάβει ακόμα σαν λιθάρια το υνί στα Βορειοηπειρώτικα βουνά απομεινάρια ηρώων που άκλαφτα κι αστόλιστα κι αμούστακα τα μοιρολογούν τα νεκροπούλια.

Σκόρπια κορμιά, όνειρα, αγάπες μεσοστρατίς ξύλινοι σταυροί και ξύλινα πόδια. Σ’ εσένα Κυρά της Πίνδου, του Ζαγοριού, θα σταθώ και θα σε πλησιάσω με δέος. Τι μπορεί να ξέρει ο σημερινός επισκέπτης που περιεργάζεται το άγαλμα της Ζαγορίσιας γυναίκας στο Ροντοβάνι, ή το άλλο της Φούρκας.

Τότε που εκείνη τη μεγάλη μέρα η γυναίκα αυτή η ταπεινή, η νοικοκυρά, η άγνωστη, η καθημερινή, η συμβιβασμένη του μόχθου, ένιωσε να ξυπνά μέσα της η φωνή του χρέους κι έκανε να γοργοκυλά το αίμα στις φλέβες της. Πώς άλλαξε έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη; Πώς σκλήρυνε, πώς ωρίμασε, πώς ανδρώθηκε;

Χτυπά η καμπάνα! Πόλεμος, αλαφιάζεται το χωριό κι αυτές από την πρώτη μέρα αυτοεπιστρατεύονται όλες. Δίπλα στους άντρες, ασημένιες γιαγιάδες και μάνες και κοπέλες με κόκκινα από το κρύο και την ένταση μάγουλα. Και γράφουν τις δικές τους σελίδες στο έπος του ’40, σελίδες προσφοράς αλογάριαστες κι απίστευτες, σχεδόν μυθικές. Πλέκουν στα σπίτια ασταμάτητα οι ηλικιωμένες φανέλες, κάλτσες, γάντια και οι νιές καθαρίζουν δρόμους, φτυαρίζουν το χιόνι, κουβαλούν νερό φορτωμένες, ζυμώνουν, φουρνίζουν.

Όμως ο πόλεμος σκληραίνει. Οι μέρες κρίσιμες, κομμένοι οι δρόμοι, χαλασμένα τα γεφύρια, αδιάβατα τα ποτάμια. Πώς θα περάσουν πολυβόλα, πυρομαχικά, τρόφιμα; Οι πλάτες των γυναικών δίνουν τη λύση. Φορτώνουν κάσες με πολεμοφόδια στα μουλάρια τους κι αυτές με την τριχιά φορτώνονται στην πλάτη. Περονιάζει το βροχόχιονο ως το κόκαλο. Σφιχτοδένουν το μαντήλι, σφίγγουν το σπαλέτο στους ώμους…

Βάζουν στο στόμα ξερό ψωμί απ’ την ποδιά τους, μούσκεψε κι αυτό από το χιόνι. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα. Δίπλα τους χάσκει ο γκρεμός. Κι είναι το άλογο και το μουλάρι όλο το βιός τους. Δεν διστάζουν ούτε στιγμή. Τα ξεφορτώνουν. Η μια φορτώνει τις κάσες με τα πολεμοφόδια στην άλλη. Αφήνουν τα ζώα και συνεχίζουν ανθρώπινα υποζύγια, αλλοπαρμένες προχωρούν αγόγγυστα.

Να προλάβουν να φτάσουν στο στρατό πριν ξημερώσει και γίνουν στόχος του εχθρού. Αυτές οι παινεμένες Ζαγορίσιες να μην υπερασπιστούν τον τόπο τους! Πώς σκοτώνονταν οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο όταν το Ζαγόρι ζούσε ελεύθερο;

Μένουν άφωνοι οι παρατηρητές και οι στρατιωτικοί. Κι ο ίδιος ο στρατηγός Κατσιμήτρος ομολογεί: «Αι δε γυναίκες της περιοχής Ζ της Πίνδου πεφορτωμέναι με βαρύτατα κιβώτια πυρομαχικών αναριχήθηκαν εις τας αποτόμους κλιτύς των ορεινών όγκων Γκαμήλας και Παπίγκου κομίζουσαι πυρομαχικά. Είναι αι ηρωικαί γυναίκες της Πίνδου αι οποίαι προσέφεραν πολυτίμους υπηρεσίας εις την πατρίδα η οποία οφείλει να τας ευγνωμονεί». Γιατί οι πλάτες των γυναικών έσωσαν την κατάσταση.

Δυστυχώς η πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε όπως όφειλε να καταγράψει με λεπτομέρειες ονόματα και γεγονότα. Θα γινόταν ένα βιβλίο που μαζί με το φωτογραφικό υλικό της Βούλας Παπαϊωάννου, αλλά και των άλλων πολεμικών ανταποκριτών που θα το διάβαζαν σαν παραμύθι οι επόμενες γενιές. «Το παραμύθι του ‘40».

Φτάνουν. Οι στρατιώτες μας άυπνοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, τις καλοδέχονται. Τους φέρνουν απ’ όλα τα καλά. Ανακουφίζονται οι ήρωες, παίρνουν δύναμη κι εκείνες δεν ξαποσταίνουν.

Πλένουν με χιόνι και στολίζουν, τους νεκρούς. Παίρνουν το φτυάρι και τους παραχώνουν. Κλαίνε και μοιρολογούν. Να μην φάνε τα ζουλάπια τους ήρωες. Κι ύστερα μετριούνται, φορτώνουν τους τραυματίες σε όσα ζώα απόμειναν και φεύγουν πελώριες στιγμές χρέους. «Τέτοιες γυναίκες άντρισες στρατιώτισες γυναίκες» έγραψε ο Βαλαωρίτης για τις Σουλιώτισες. Σίγουρα ταιριάζουν και στις Ζαγορίσιες.

Τι απέγιναν αλήθεια αυτές οι γυναίκες; Ούτε τα ονόματά τους δεν ξέρουμε, ποιός τις τίμησε και ποιός τις βοήθησε στη ζωή τους; Τάχα είναι γραμμένα πουθενά τ’ ονόματά τους, το χωριό τους η προσφορά τους; Άγνωστες κι ανώνυμες και ξεχασμένες οι γυναίκες των χωριών γύρω από την ξακουστή Γκραμπάλα Άνω Κάτω, Σουδενά Τσερβάρι, Δοβράς, Αρτσίστα, Άγιος Μηνάς… Κι όμως θα ήταν καμάρι και τίτλος τιμής για το χωριό την οικογένεια ένας κατάλογος αυτών των γυναικών.

Θα καμάρωναν τα παιδιά και τα εγγόνια. «Ήταν κι η γιαγιά μου εκεί μοιρολόγησε κι έθαψε τα παλληκάρια στη Γκραμπάλα». «Η μάνα μου λέει πως ζύμωνε τη νύχτα με το κερί ψωμί για τους φαντάρους». «Κουβάλησε κι η θεία του η Όλγα σφαίρες».

Τίποτε δεν θυμίζει την προσφορά και τη θυσία. Που είναι το δικό μας αντίδωρο! Ούτε μια πλάκα αναμνηστική να γράφει τον τόπο και τη θυσία το ιστορικό της μάχης. Ούτε ένα εικονοστάσι, ένα καντήλι. Περνούν αδιάφορα οι ξένοι!

Δεν έχουν άδικο! Δεν ξέρουν τι κρύβουν αυτοί οι αγιασμένοι τόποι.

Άλλοι λαοί αναδεικνύουν σαν προσκύνημα λιγότερο σπουδαίους τόπους.

Εμείς τίποτε! Ένα στεφάνι κάθε χρόνο!

Ας είναι! Καρτερούν, ως πότε όμως;

Ξένε διαβάτη στάσου στο άγαλμα της γυναίκας του Ζαγορίου, και στη λιθοσωριά της Γκραμπάλας! Άναψε στο χώμα ένα λιγνοκέρι κι άφησε ένα αγριολούλουδο! Αρκεί!

proinoslogos.gr

Ο.Τ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.