Ετικέτες

6.5.16

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (Magna Grecia Bizantina)


ψηφιδωτό 6ου αιώνος, Ραβένα

Οἱ Ἑλληνικὲς ἀποικίες διετηρήθησαν ζωντανὲς πολλοὺς αἰῶνες. Στὰ χρόνια τοῦ Στράβωνος (67π.Χ. – 23μ.Χ.) ἐσώζοντο ἀκόμη ὁ Τάρας, τὸ Ρήγιον καὶ ἡ Νεάπολις μὲ τὴν ἑλληνική τους ὑπόστασι, ὅπως φαίνεται στὰ «Γεωγραφικά» αὐτοῦ. Οἱ Λατῖνοι ἐπίσης συγγραφεῖς Τάκιτος, Ἀπουλήϊος κ. ἄ., μᾶς βεβαιώνουν γιὰ τὴν ὕπαρξι τῶν Ἑλλήνων στὴν Ἰταλία.
Ἀφοῦ ἡ ἕδρα τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους μετεφέρθη στὴν πόλι Βυζάντιο, ἐν μέσῳ ἑνὸς καθαροαίμου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ὅπως οἱ Θρᾶκες, ἦταν ἑπόμενον ὁλόκληρος ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ νὰ ἀναζήσει, ἐνῶ ἡ Ρώμη καὶ μαζί της ὁ δυτικὸς κόσμος, νὰ χάσει ἕνα μέρος τῆς αἴγλης καὶ τῆς ζωτικότητος ποὺ εἶχε. Μὲ τὴν διανομὴ τῶν ἐδαφῶν τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἔκαναν οἱ διάδοχοι τοῦ Μ. Κωνσταντίνου προεκλήθη μεγάλη ἀνωμαλία. Ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος κυριάρχησε καὶ συνεχίσθη ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ «Παραβάτου». Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ «Μεγάλου» (395) οἱ διάδοχοί του μοιράσθηκαν τὸ Κράτος τὸ ὁποῖο ἔτσι ἐχωρίσθη σὲ δύο τμήματα : τὸ δυτικόν, μὲ ἕδρα τὴ Ρώμη (ποὺ ἔλαβε ὁ Ὀνώριος) καὶ τὸ ἀνατολικὸν μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν (ποὺ ἐκράτησε ὁ Ἀρκάδιος). Τὸ 476 τὸ δυτικὸν κράτος περιῆλθε στοὺς Γερμανούς.
Τὸ Ἀνατολικὸν Κράτος –καὶ πέραν τῆς πρωτευούσης του Κωνσταντινουπόλεως, ἐξαρχῆς ἑδράζετο κυρίως ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν χώρων καὶ πληθυσμῶν στὶς χερσονήσους τοῦ Αἵμου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Καὶ οἱ χῶροι αὐτοὶ ἀνῆκαν σὲ μία Ἀνατολικὴ Μεσόγειο ποὺ ἔζη μὲ τὸν πολιτισμὸν τοῦ προσφάτου ἑλληνιστικοῦ της παρελθόντος. Δὲν ἦταν λιγώτερες οἱ περιπέτειες ποὺ πέρασε τὸ Ἀνατολικὸν Κράτος ἐξ ἐκείνων ποὺ δοκίμασε τὸ Δυτικόν. Οὔτε οἱ ἐχθροί ποὺ τὸ ἀπείλησαν ἦταν λιγώτερο φοβεροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέλυσαν τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀρχαίας Ρώμης. Στὴν Ἀνατολή, ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Κόσμος συνεζεύχθησαν καὶ ἐπροστάτευσαν ἀλλήλους. Ἔτσι ἡ Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία ποὺ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς καιροὺς Ἑλληνικὴ στὴν οὐσία καὶ στὸ πνεῦμα, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ρωμαϊκὴ στὴν παράδοσι καὶ δὲν παύει νὰ διεκδικεῖ τὴν Ρώμη, τὴν γηραιὰν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μαζὶ μ’ αὐτήν, τὴν Δύσιν καὶ τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς ἑνότητος τοῦ Ρωμαϊκοῦ κόσμου, ὅπως δηλ. ἦταν.. στοὺς «παλαιοὺς καλοὺς καιρούς».
_____________________________

Ο στρατηγός Βελισάριος

Τὸ 535 (ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ) ὁ στρατηγὸς Βελισάριος ἀποβιβάστηκε στὴ Σικελία καὶ ἀγωνιζόμενος κατέκτησε τὴν Ἰταλία. Τὸ ἔργο τοῦ Βελισαρίου συνέχισε ὁ Ναρσῆς, ἀξιωματοῦχος τῆς Αὐλῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τότε ἱδρύθη τὸ Ἐξαρχᾶτον τῆς Ραβέννης ὅπου σώζονται τὰ λαμπρὰ ψηφιδωτά ποὺ είκονίζουν τὸν Ἰουστινιανόν καὶ τὴ Θεοδώρα μὲ πρόσωπα τῆς Αὐτοκρατορικῆς τους Αὐλῆς .
Ὁ Ἰουστινιανὸς ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ μὲ πίστιν στὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας «Ρωμαϊκῆς Δόξης». Ἐπέτυχε νὰ ἐπαναφέρει τὸ Κράτος στὴν παλαιάν του αἴγλην καὶ ἡ Μεσόγειος ἔγινε πάλι «Ρωμαϊκὴ λίμνη». Τὰ ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας ἄρχιζαν ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες καὶ τελείωναν στὶς μακρυνὲς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, ἐκεῖ ποὺ χύνεται ὁ Εὐφράτης καὶ ὁ Τίγρης.

Ἡ ἀναβίωσις ὅμως αὐτὴ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἦταν καὶ τὸ κύκνειον ἆσμα του, γιατὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ Λογγοβάρδοι, λαὸς γερμανικός, ὅπως οἱ Φράγκοι καὶ οἱ Βουργούνδιοι, εἰσέβαλαν καὶ κατέκτησαν ὅλην τὴν βόρειον Ἰταλία (569). Σιγὰ-σιγὰ οἱ Λογγοβάρδοι προχώρησαν στὴ μέση Ἰταλία καὶ ἔφθασαν μέχρι τὸν κόλπον τοῦ Τάραντος. Οἱ Βυζαντινοὶ κατώρθωσαν νὰ διατηρήσουν ἐπ’ ὀλίγον τὴν Ραβέννα μὲ τὴν περιοχή της, τὴν Πεντάπολι καὶ Ρώμη` καὶ μονιμώτερα τὴ Νεάπολι, καθὼς καὶ τὶς γειτονικὲς περιοχὲς τοῦ Ἀμάλφι καὶ Γαέτας, δηλ. διάφορα τμήματα τῆς Ἰταλίας ἐντελῶς κομματιασμένα καὶ δίχως συνέχεια, οὔτε μὲ συγκοινωνία μεταξύ τους ἄλλη ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ὅμως οἱ Βυζαντινοὶ διατήρησαν σταθερὰ καὶ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὴν Σικελία καὶ ἕνα μέρος ἀρκετὰ σημαντικὸν τῆς κάτω Ἰταλίας, ἰδίως τὴν Καλαβρία καὶ μερικὰ μέρη ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ὑδροῦντος. Τὰ κομμάτια αὐτὰ τῆς Ν. Ἰταλίας κατώρθωσαν οἱ Βυζαντινοὶ νὰ τὰ κρατήσουν περισσότερον – καὶ μάλιστα νὰ τὰ αὐξήσουν ἀργότερον, ἀφ’ ὅτου ἀπώλεσαν τὴν Σικελία.

Στὰ μέρη αὐτά, ὅπου ἐγκατεστάθησαν μονίμως οἱ Βυζαντινοί. εὑρῆκαν πολλὰ καὶ σημαντικὰ λείψανα ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῶν ἀρχαίων ἀποικιῶν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος. Ἀκριβέστερα : βρῆκαν τὸν ἑλληνικὸν πληθυσμόν (ποὺ στὴν Σικελία - ὅπως εἴπαμε, ὑπερέβαινε τὸ 1/3 τοῦ συνολικοῦ της). Ἀποδεδειγμένα μάλιστα , κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἡ Ἑλληνικὴ ἦταν ἡ μητρικὴ γλῶσσα αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ μέρους τῶν κατοίκων καὶ διάφορα ἄλλα στοιχεῖα, ὅπως π.χ. οἱ ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς χριστιανικῶν τάφων στὶς κατακόμβες τῶν Συρακουσῶν, καθὼς καὶ κατάλογοι χωρικῶν μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἑλληνικότητα τοῦ μεγάλου τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς νήσου. Στὰ λείψανα τῶν ἀρχαίων ἀποικιῶν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος προσετέθησαν ὄχι μόνον οἱ Βυζαντινοὶ ὑπάλληλοι στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ οἱ Ἕλληνες τῆς Κυρηναϊκῆς καὶ γενικῶς τῆς Ἀφρικῆς, οἱ ὁποῖοι, μετὰ τὴν ἅλωσι τῆς Καρχηδόνος (τὸ 697) καὶ τὴν πλήρη κατάληψι τῶν
_________________________



Ο Ιουστινιανός με τον αρχιεπίσκοπο Μαξιμιανό και την ακολουθία του
Ο Ιουστινιανός (λεπτομέρεια), Ραβένα
Η Θεοδώρα με την ακολουθία της

Η Θεοδώρα (λεπτομέρεια), Ραβένα


Ἀφρικανικῶν κτήσεων τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, ἦλθαν ὅλοι πρόσφυγες στὴν Σικελία. Ἔτσι οἱ Ἕλληνες τῆς Σικελίας ἐπλήθυναν πάρα πολὺ καὶ ἡ μεγαλόνησος ἔγινε ἀκόμη μίαν φορὰν σπουδαῖον κέντρον Ἑλληνισμοῦ, ὅπως ἦταν καὶ στοὺς χρόνους τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος.
Ἀλλ’ ἡ Βυζαντινὴ παρουσία στὴν Σικελία δὲν κράτησε ὅσον ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς ἰταλικῆς χερσονήσου (δηλ. τῆς Καλαβρίας), γιατὶ οἱ Ἄραβες πέρασαν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ στὴν Σικελία (τὸ 827), καὶ σιγὰ-σιγὰ κυρίευσαν ὅλην τὴ νῆσο. Τότε τὸ πλέον σημαντικὸν μέρος τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Σικελίας ἠναγκάσθη νὰ τὴν ἐγκαταλείψει καταφεύγοντας στὴν Καλαβρία. Συνέβη λοιπὸν καὶ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἰταλία ὅ,τι προηγουμένως στὴν Σικελία` κοντὰ στοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμούς, ποὺ ὑπῆρχαν ἀπὸ παλαιότερα, προσετέθησαν οἱ Ἕλληνες πρόσφυγες τῆς Σικελίας. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς , ἔφθασαν στὴν Ἰταλία καὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μετὰ τοὺς διωγμοὺς στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας (726 – 843). Ἐκεῖ κάτω στὴ Ν. Ἰταλία, οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ βρῆκαν ἐπιτέλους τὴν ἡσυχία τους μακρὰν τοῦ αὐστηροῦ ἐλέγχου τῶν Ἰουδαιοφρόνων δυναστῶν καὶ μποροῦσαν ἀπρόσκοπτα νὰ τηροῦν τὰ καθιερωμένα τῆς λατρείας τῶν ἁγίων εἰκόνων. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦταν ἱερωμένοι, καὶ ἄλλοι ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄδικον καὶ φοβερὸν κατατρεγμὸν ποὺ ὑπέστησαν, ἔγιναν μοναχοί. Καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ τότε κυρίως χρονολογοῦνται τὰ ἀμέτρητα ἐρημητήρια, οἱ κρῦπτες, οἱ λαῦρες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Ν. Ἰταλίας, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία, καὶ τῶν ὁποίων πολλὰ καὶ ἀξιόλογα λείψανα ἔχουν διασωθεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. 


Τοιχογραφία σε υπόγεια κρύπτη, Σαλέντο

Ἐν τῶ μεταξὺ οἱ Ἄραβες ἔκαναν προόδους. Ματαίως οἱ Βυζαντινοὶ τοὺς κατεπολέμουν καὶ μάταιες οἱ ἐπιτυχίες ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ μὲ τὸν στρατηγὸν Μανιάκη (1030). Κύριοι τῆς Σικελίας οἱ Ἄραβες ἀπείλησαν καὶ τὴν ἄλλην Ἰταλία, ἀκόμη καὶ τὴν Ρώμη καὶ τὴν Βενετία, οἱ δὲ στόλοι τῶν Σαρακηνῶν κυριάρχησαν σὲ ὁλόκληρη τὴν Μεσόγειον καὶ κατετρόμαξαν τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἰταλίας.
Παρὰ τὴν ἀραβικὴν πίεσι οἱ Βυζαντινοὶ κατόρθωσαν νὰ κρατηθοῦν στὴν Καλαβρία καὶ στὴν Ἀπουλία καὶ μάλιστα ηὔξησαν τὸ ἔδαφος τῶν κτήσεών τους παίρνοντας τὸν Τάραντα καὶ τὸ Μπάρι μὲ τὶς γύρω περιοχές. Ἔτσι ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912) οἱ βυζαντινὲς κτήσεις στὴν Ν. Ἰταλία ἀποτελοῦντο ἀπὸ δύο γενικὲς διοικήσεις, ἢ θέματα : α΄) τὸ θέμα τῆς Λογγοβαρδίας, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα του ἀπὸ τοὺς πρώτους του κατόχους, μὲ πρωτεύουσα τὸ Μπάρι καὶ μὲ ἔκτασι τὴν πέριξ περιοχὴν μέχρι τοῦ Τάραντος, δηλ. τὴν Ἀπουλίαν, τὴν Λουκανίαν καὶ τὴν Σαλεντινὴν χερσόνησο, καὶ β΄) τὴν Καλαβρία, ἤτοι τὴν περιοχὴν τοῦ Ρηγίου (Reggio Calabria) μέχρι τοῦ κόλπου τοῦ Τάραντος. Ἡ Καλαβρία ἀνῆκε διοικητικῶς στὸ θέμα Σικελίας, μετὰ ὅμως τὴν ἀραβικὴν εἰσβολήν, ὁ στρατηγὸς διοικητὴς τῆς Σικελίας μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του στὸ Ρήγιον περιμένοντας ματαίως τὴν ἀνάκτησιν τῆς μεγαλο-νήσου. Στὰ 1016 πρωτοεμφανίζονται στὴν Σικελία οἱ Νορμανδοὶ καὶ στὰ 1040 οἱ υἱοὶ τοῦ Νορμανδοῦ ἱππότου Τανκρέδου ντ’ Ὡτεβὶλ ἐγκαθίστανται ὁριστικῶς στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζουν πόλεμον κατὰ τῶν Ἀράβων. Ἀπὸ τυχοδιῶκτες καὶ μισθοφόροι τῶν Βυζαντινῶν οἱ Νορμανδοὶ δὲν ἀργοῦν νὰ γίνουν οἱ κύριοι τοῦ τόπου (1060). Ἔτσι ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφούς, ὁ Ρογῆρος Ὡτεβὶλ κατακτᾶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὴν Σικελία, τῆς ὁποίας γίνεται μέγας κόμης μὲ τὸν τίτλο Ρογῆρος ὁ Α΄ καὶ ταυτοχρόνως ἱδρυτὴς τοῦ Σικελο-νορμανδικοῦ κράτους, ποὺ ἔλαμψε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἄφησε μέχρι σήμερον σπουδαῖα μνημεῖα τέχνης. Ὁ Ροβέρτος – ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ρογήρου, (ὁ ἐπιλεγόμενος Γυϊσκάρδος), κατέκτησε τὰ ἄλλα μέρη τῆς κάτω Ἰταλίας, γίνεται δούκας τῆς Καλαβρίας – τὴν ὁποίαν ἀποσπᾶ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, καὶ διεκδικεῖ ὄχι μόνον τὶς ὑπόλοιπες Βυζαντινὲς κτήσεις, δηλ. τὸ θέμα τῆς Λογγοβαρδίας, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν Βυζαντινὴν αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ὁποία εὑρίσκεται σὲ διαρκῆ πόλεμον.
ἐγκατάστασις τῶν Νορμανδῶν στὴ Σικελία καὶ στὴν κάτω Ἰταλία εἶναι ἔνα ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ γεγονότα τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου κατὰ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδον καὶ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἱδρυθῆ τὸ βασίλειον τῶν δύο Σικελιῶν τῆς Νεαπόλεως, ποὺ περιῆλθεν ὕστερα στοὺς Γερμανοὺς Hohenstaufen καὶ κατόπιν σὲ διαφόρους ἄλλους δυνάστες Ἀνδεγαυούς, Ἀραγονέζους, Αὐστριακούς, Βουρβόνους κλπ., μέχρις ὅτου τελευταία ἑνώθηκε καὶ περιοχὴ αὐτὴ μὲ τὸ Σαρδικὸ βασίλειο καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ σημερινὸ Ἰταλικὸν κράτος. Αὐτὰ ὅλα ὅμως, εἶναι μεταγενέστερα. Γυρίζοντας πίσω στὴ μεσαιωνικὴ περίοδο, βλέπομε ὅτι μὲ τὴν ἐγκατάστασι τῶν Νορμανδῶν στὴ Ν. Ἰταλία οἱ Βυζαντινοὶ περιωρίσθηκαν ἀρχικῶς σὲ κάτι ἄκρες γύρω στὸ Μπρίντεζι καὶ τὸ Μπάρι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ μέρη τὰ ἔχασαν τὸ 1071. Οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου κατέβαλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου νὰ ἐπανακτήσουν τὰ ἐδάφη τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, ἰδίως ὁ Μανουὴλ Α΄ Κομνηνός (1143– 1180). Ἔπειτα ἀπὸ τὴν βασιλεία ἐκείνου, ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία διέκοψεν ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴν ἰταλικὴ χερσόνησο. Ἄφησε ὅμως ἐκεῖ κάτω ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη της μὲ τὰ διάφορα μνημεῖα τέχνης καὶ πολιτισμοῦ καὶ πρὸ παντὸς τοὺς ἑλληνοφώνους πληθυσμούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν κυριωτέραν καὶ ζῶσαν μαρτυρίαν τῆς διαβάσεώς της. Μετὰ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, τὸ ρεῦμα τῶν Ἑλλήνων προσφύγων πρὸς τὴν Ἰταλία προσέλαβε νέαν ἔντασιν ἰδίως ἐπὶ Βησσαρίωνος, καθὼς καὶ νέες κατευθύνσεις. Πολλοὶ Ἕλληνες ἰδίως λόγιοι καὶ ἀστοί, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ κατέφυγαν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα ὡς ἡ Ρώμη, ἡ Βενετία, ἢ τὸ Λιβόρνο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἰταλικοῦ Νότου ὅπως ἡ Μεσσήνη, ἡ περιοχὴ τῆς Καλαβρίας, ἡ Πούλια καὶ γενικώτερον τὸ βασίλειον τῆς Νεαπόλεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν Πελοποννήσιοι

Χρήστος Μαλτέζος
Δρ. Χημικός, Ερευνητής

πηγές: 
Νικ.Π.Μεταξάς, Μεγάλη Ελλάς (Magna Grecia), Θεσσαλονίκη 2010
Vasiliev Alexander, Βυζαντινή Ιστορία 324 - 1453, Εκδόσεις Πελεκάνος 2006
Charles Diehl, Histoire de l'Empire byzantin, A. Picard, 1920
Στράβωνος ΣΤ΄, C. 254, ἔκδ. Meineke (Teubner) Λειψίας 1853
Ἀπουληΐου Metamorphoses, XI, ἔκδ. Helm (Teubner) Λειψίας 1931.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.