Η Θεοδώρα (λεπτομέρεια), Ραβένα
Ἀφρικανικῶν κτήσεων τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, ἦλθαν ὅλοι πρόσφυγες
στὴν Σικελία. Ἔτσι οἱ Ἕλληνες τῆς Σικελίας ἐπλήθυναν πάρα πολὺ καὶ ἡ
μεγαλόνησος ἔγινε ἀκόμη μίαν φορὰν σπουδαῖον κέντρον Ἑλληνισμοῦ, ὅπως ἦταν καὶ
στοὺς χρόνους τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος.
Ἀλλ’ ἡ Βυζαντινὴ παρουσία στὴν Σικελία δὲν κράτησε ὅσον ἐπὶ τῆς
μεσημβρινῆς ἰταλικῆς χερσονήσου (δηλ. τῆς Καλαβρίας), γιατὶ οἱ Ἄραβες πέρασαν ἀπὸ
τὴν Ἀφρικὴ στὴν Σικελία (τὸ 827), καὶ σιγὰ-σιγὰ κυρίευσαν ὅλην τὴ νῆσο.
Τότε τὸ πλέον σημαντικὸν μέρος τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Σικελίας ἠναγκάσθη νὰ
τὴν ἐγκαταλείψει καταφεύγοντας στὴν Καλαβρία. Συνέβη λοιπὸν καὶ στὴν ἠπειρωτικὴ
Ἰταλία ὅ,τι προηγουμένως στὴν Σικελία` κοντὰ στοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμούς, ποὺ ὑπῆρχαν
ἀπὸ παλαιότερα, προσετέθησαν οἱ Ἕλληνες πρόσφυγες τῆς Σικελίας. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς
, ἔφθασαν στὴν Ἰταλία καὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μετὰ
τοὺς διωγμοὺς στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας (726 – 843). Ἐκεῖ κάτω στὴ Ν. Ἰταλία,
οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ βρῆκαν ἐπιτέλους τὴν ἡσυχία τους μακρὰν τοῦ αὐστηροῦ ἐλέγχου τῶν
Ἰουδαιοφρόνων δυναστῶν καὶ μποροῦσαν ἀπρόσκοπτα νὰ τηροῦν τὰ καθιερωμένα τῆς
λατρείας τῶν ἁγίων εἰκόνων. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦταν ἱερωμένοι, καὶ ἄλλοι ὕστερα
ἀπὸ τὸν ἄδικον καὶ φοβερὸν κατατρεγμὸν ποὺ ὑπέστησαν, ἔγιναν μοναχοί. Καὶ ἀκριβῶς
ἀπὸ τότε κυρίως χρονολογοῦνται τὰ ἀμέτρητα ἐρημητήρια, οἱ κρῦπτες, οἱ λαῦρες καὶ
τὰ μοναστήρια τῆς Ν. Ἰταλίας, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία, καὶ τῶν ὁποίων πολλὰ
καὶ ἀξιόλογα λείψανα ἔχουν διασωθεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Τοιχογραφία σε υπόγεια κρύπτη, Σαλέντο
Ἐν τῶ μεταξὺ οἱ Ἄραβες ἔκαναν προόδους. Ματαίως οἱ Βυζαντινοὶ τοὺς
κατεπολέμουν καὶ μάταιες οἱ ἐπιτυχίες ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ μὲ τὸν στρατηγὸν
Μανιάκη (1030). Κύριοι τῆς Σικελίας οἱ Ἄραβες ἀπείλησαν καὶ τὴν ἄλλην Ἰταλία, ἀκόμη
καὶ τὴν Ρώμη καὶ τὴν Βενετία, οἱ δὲ στόλοι τῶν Σαρακηνῶν κυριάρχησαν σὲ ὁλόκληρη
τὴν Μεσόγειον καὶ κατετρόμαξαν τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἰταλίας.
Παρὰ τὴν ἀραβικὴν
πίεσι οἱ Βυζαντινοὶ κατόρθωσαν νὰ κρατηθοῦν στὴν Καλαβρία καὶ στὴν Ἀπουλία καὶ
μάλιστα ηὔξησαν τὸ ἔδαφος τῶν κτήσεών τους παίρνοντας τὸν Τάραντα καὶ τὸ Μπάρι
μὲ τὶς γύρω περιοχές. Ἔτσι ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886 –
912) οἱ βυζαντινὲς κτήσεις στὴν Ν. Ἰταλία ἀποτελοῦντο ἀπὸ δύο γενικὲς
διοικήσεις, ἢ θέματα : α΄) τὸ θέμα τῆς Λογγοβαρδίας, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα του ἀπὸ τοὺς πρώτους του κατόχους, μὲ
πρωτεύουσα τὸ Μπάρι καὶ μὲ ἔκτασι τὴν πέριξ περιοχὴν μέχρι τοῦ Τάραντος, δηλ. τὴν
Ἀπουλίαν, τὴν Λουκανίαν καὶ τὴν Σαλεντινὴν χερσόνησο, καὶ β΄) τὴν Καλαβρία, ἤτοι
τὴν περιοχὴν τοῦ Ρηγίου (Reggio Calabria) μέχρι τοῦ κόλπου τοῦ Τάραντος. Ἡ Καλαβρία ἀνῆκε διοικητικῶς
στὸ θέμα Σικελίας, μετὰ ὅμως τὴν ἀραβικὴν εἰσβολήν, ὁ στρατηγὸς διοικητὴς τῆς Σικελίας
μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του στὸ Ρήγιον περιμένοντας ματαίως τὴν ἀνάκτησιν τῆς
μεγαλο-νήσου. Στὰ 1016 πρωτοεμφανίζονται στὴν Σικελία οἱ Νορμανδοὶ καὶ στὰ
1040 οἱ υἱοὶ τοῦ Νορμανδοῦ ἱππότου Τανκρέδου ντ’ Ὡτεβὶλ ἐγκαθίστανται ὁριστικῶς
στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζουν πόλεμον κατὰ τῶν Ἀράβων. Ἀπὸ τυχοδιῶκτες καὶ μισθοφόροι τῶν
Βυζαντινῶν οἱ Νορμανδοὶ δὲν ἀργοῦν νὰ γίνουν οἱ κύριοι τοῦ τόπου (1060). Ἔτσι ὁ
μικρότερος ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφούς, ὁ Ρογῆρος Ὡτεβὶλ κατακτᾶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὴν
Σικελία, τῆς ὁποίας γίνεται μέγας κόμης μὲ τὸν τίτλο Ρογῆρος ὁ Α΄ καὶ
ταυτοχρόνως ἱδρυτὴς τοῦ Σικελο-νορμανδικοῦ κράτους, ποὺ ἔλαμψε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη
καὶ ἄφησε μέχρι σήμερον σπουδαῖα μνημεῖα τέχνης. Ὁ Ροβέρτος – ὁ ἀδελφὸς τοῦ
Ρογήρου, (ὁ ἐπιλεγόμενος Γυϊσκάρδος), κατέκτησε τὰ ἄλλα μέρη τῆς κάτω Ἰταλίας,
γίνεται δούκας τῆς Καλαβρίας – τὴν ὁποίαν ἀποσπᾶ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, καὶ
διεκδικεῖ ὄχι μόνον τὶς ὑπόλοιπες Βυζαντινὲς κτήσεις, δηλ. τὸ θέμα τῆς
Λογγοβαρδίας, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν Βυζαντινὴν αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ὁποία εὑρίσκεται
σὲ διαρκῆ πόλεμον.
Ἡ ἐγκατάστασις τῶν Νορμανδῶν στὴ Σικελία καὶ στὴν κάτω Ἰταλία εἶναι ἔνα
ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ γεγονότα τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου κατὰ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδον καὶ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἱδρυθῆ τὸ βασίλειον τῶν δύο Σικελιῶν ἢ τῆς
Νεαπόλεως, ποὺ περιῆλθεν ὕστερα στοὺς Γερμανοὺς Hohenstaufen καὶ κατόπιν σὲ διαφόρους ἄλλους δυνάστες Ἀνδεγαυούς,
Ἀραγονέζους, Αὐστριακούς, Βουρβόνους κλπ., μέχρις ὅτου τελευταία ἑνώθηκε καὶ ἡ περιοχὴ αὐτὴ μὲ τὸ Σαρδικὸ βασίλειο καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ σημερινὸ Ἰταλικὸν κράτος. Αὐτὰ ὅλα ὅμως, εἶναι μεταγενέστερα. Γυρίζοντας πίσω στὴ μεσαιωνικὴ περίοδο, βλέπομε ὅτι μὲ τὴν ἐγκατάστασι τῶν Νορμανδῶν στὴ Ν. Ἰταλία οἱ Βυζαντινοὶ περιωρίσθηκαν ἀρχικῶς σὲ κάτι ἄκρες γύρω στὸ Μπρίντεζι καὶ τὸ
Μπάρι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ μέρη τὰ ἔχασαν τὸ
1071. Οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου κατέβαλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου νὰ ἐπανακτήσουν
τὰ ἐδάφη τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, ἰδίως ὁ Μανουὴλ Α΄ Κομνηνός (1143– 1180). Ἔπειτα
ἀπὸ τὴν βασιλεία ἐκείνου, ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία διέκοψεν ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα
κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴν ἰταλικὴ χερσόνησο. Ἄφησε ὅμως ἐκεῖ κάτω ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη της
μὲ τὰ διάφορα μνημεῖα τέχνης καὶ πολιτισμοῦ καὶ πρὸ παντὸς τοὺς ἑλληνοφώνους
πληθυσμούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν κυριωτέραν καὶ ζῶσαν μαρτυρίαν τῆς διαβάσεώς της.
Μετὰ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, τὸ ρεῦμα τῶν Ἑλλήνων
προσφύγων πρὸς τὴν Ἰταλία προσέλαβε νέαν ἔντασιν ἰδίως ἐπὶ Βησσαρίωνος, καθὼς
καὶ νέες κατευθύνσεις. Πολλοὶ Ἕλληνες ἰδίως λόγιοι καὶ ἀστοί, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι
τοῦ λαοῦ κατέφυγαν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα ὡς ἡ Ρώμη, ἡ Βενετία, ἢ τὸ Λιβόρνο, ἀλλὰ
καὶ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἰταλικοῦ Νότου ὅπως ἡ Μεσσήνη, ἡ περιοχὴ τῆς Καλαβρίας, ἡ
Πούλια καὶ γενικώτερον τὸ βασίλειον τῆς Νεαπόλεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν
Πελοποννήσιοι
Χρήστος Μαλτέζος
Δρ. Χημικός, Ερευνητής
πηγές:
Νικ.Π.Μεταξάς,
Μεγάλη Ελλάς (Magna Grecia), Θεσσαλονίκη 2010
Vasiliev Alexander, Βυζαντινή Ιστορία 324 - 1453, Εκδόσεις Πελεκάνος 2006
Charles Diehl, Histoire de l'Empire byzantin, A. Picard, 1920
Στράβωνος ΣΤ΄, C. 254, ἔκδ. Meineke (Teubner) Λειψίας 1853
Ἀπουληΐου Metamorphoses, XI, ἔκδ. Helm (Teubner) Λειψίας 1931.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.