Ετικέτες

24.5.18

Παρουσίαση της βιβλιογραφίας που παραθέτουν 55 Ακαδημαικοί, στην δημόσια τοποθέτησή τους για την υιοθεσία και αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια

Πρόσφατα, 55 Ακαδημαικοί  τοποθετήθηκαν δημόσια, υποστηρίζοντας την αναδοχή και την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Αναφέρουν ότι η τοποθέτησή τους«βασίζεται αυστηρά στην επιστημονική βιβλιογραφία, που καταλήγει στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν έχει μετρήσιμες επιπτώσεις  στην ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, στην ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή. Δεν έχουν βρεθεί διαφορές αναφορικά με κρίσιμους παράγοντες, όπως η αυτοεκτίμηση, το άγχος, η κατάθλιψη και τα προβλήματα συμπεριφοράς».   Αναφέρουν ακόμα ότι «εκατοντάδες μελέτες που διεξήχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν οδηγήσει σε συμφωνία σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που σχετίζονται με την υγιή προσαρμογή των παιδιών και των εφήβων. Οι τρεις πιο σημαντικοί είναι: (1) η ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, (2) η ποιότητα των σχέσεων των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή του παιδιού ή του εφήβου (για παράδειγμα οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς) και (3) οι οικονομικοί και άλλοι πόροι που είναι στη διάθεση του παιδιού ή του εφήβου. Οι παράγοντες αυτοί φαίνεται να είναι οι ίδιοι ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό των γονέων» και ότι  «η εμπειρική έρευνα δεν υποστηρίζει την αντίληψη ότι η ανατροφή από ομοφυλόφιλο γονέα επηρεάζει την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου του παιδιού, ενώ δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα ότι η παρουσία τόσο του αντρικού όσο και του γυναικείου προτύπου στο σπίτι προάγει την προσαρμογή και ευεξία παιδιών και  εφήβων».                                                                                                                                                                                                                                                         
Τι απαντούμε:

Πιστεύουμε  ότι η επιστήμη μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες στην δημόσια συζήτηση και στον σχεδιασμό πολιτικών, αρκεί να στηρίζεται σε υψηλής ποιότητας έρευνες και να υποστηρίζει το δικαίωμα των παιδιών στην υγιή και απρόσκοπτη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του δυναμικού τους.
Ασφαλώς,  το ότι πολλοί παράγοντες έχουν αποδειχθεί επωφελείς, (όπως η ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού,  η ποιότητα των σχέσεων των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή του παιδιού  και οι οικονομικοί/άλλοι πόροι που είναι στη διάθεση του παιδιού)  δεν αποκλείει την πιθανότητα κάποιο άλλοι παράγοντες να είναι επιβλαβείς.
Με όλο τον σεβασμό στις ακαδημαικές περγαμηνές των 55 υπογραφόντων, θεωρούμε χρήσιμη μια πιο προσεκτική ματιά στην επιστημονική βιβλιογραφία που παραθέτουν. 
Θα δημοσιεύσουμε επίσης μελέτες που παραβλέφθηκαν, αν και αναδεικνύουν τις διαφορές μεταξύ παιδιών που υιοθετήθηκαν από ομόφυλα και από ετερόφυλα ζευγάρια.
(Ζητούμε συγνώμη για την σταδιακή παρουσίαση των άρθρων, αλλά είμαστε πάρα πολύ λιγότεροι από 55)


  1. Farr RH.  Does parental sexual orientation matter? A longitudinal follow-up of adoptive families with school-age children.  Developmental Psychology, 2017;53(2):252-264
Οι συμμετέχοντες  στην έρευνα ήταν 106 ζευγάρια (56 ομόφυλα και 50 ετερόφυλα) Η έρευνα έγινε σε δύο χρονικές στιγμές, όταν τα υιοθετημένα παιδιά ήταν σε προσχολική ηλικία (1,5-5 ετών) και 5 χρόνια αργότερα.
Εξετάζονται τρείς παράμετροι και η σχέση μεταξύ τους: 1 ) γονεικό στρές, 2) προσαρμογή και ικανοποίηση μεταξύ του ζευγαριού,  3) προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού
Ο συγγραφέας τελικά συμπεραίνει  ότι η  προσαρμογή μεταξύ παιδιών γονέων, ζευγαριών και η λειτουργία της οικογένειας  δεν διέφεραν μεταξύ ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών. Όμως υπάρχουν πολλοί περιορισμοί στην συγκεκριμμένη έρευνα (αρκετούς από τους οποίους αναγνωρίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας), που δεν επιτρέπουν την γενίκευση του αποτελέσματος της μελέτης:
  • Οι γονείς που συμμετείχαν αποτελούν επιλεγμένο και ομοιογενές  δείγμα  (άτομα υψηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, που έκαναν  ιδιωτικές υιοθεσίες νεογέννητων υγιών βρεφών και επέλεξαν αυτοβούλως να συμμετάσχουν στην έρευνα).  Ως εκ τούτου το δείγμα των οικογενειών δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αντιπροσωπευτικό, καθώς η συνήθης οδός αναδοχών και υιοθεσιών είναι μέσω δημοσίων  κοινωνικών υπηρεσιών, και τα παιδιά είναι μεγαλύτερης ηλικίας και συχνά έχουν βιώσει  ψυχικά τραύματα ή  παρουσιάζουν  άλλα προβλήματα υγείας
  •  Η αξιολόγηση του γονεικού στρές και της προσαρμογής/ικανοποίησης του ζευγαριού έγινε μέσω αυτοσυμπληρούμενων ερωτηματολογίων (από τα ίδια τα ζευγάρια). Αυτό πολύ πιθανά σημαίνει ότι υπάρχει σφάλμα προς την κατεύθυνση  υπερβολικά θετικής απεικόνισης της οικογένειας.
  • Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς των παιδιών βασίστηκε επίσης στις αναφορές (μέσω αυτοσυμπληρούμενων ερωτηματολογίων) των θετών γονέων. Δεν υπάρχει  έκφραση άποψης από τα παιδιά, ούτε  εκτίμηση από ειδικό ψυχικής υγείας
Υπάρχουν επί πλέον 5 σημαντικοί  παράγοντες συγχύσεως, τους οποίους ούτε ελέγχει,  ούτε αναφέρει ο συγγραφέας:
  • Δεν αναφέρεται το φύλο του παιδιού σε σχέση με το φύλο του ομόφυλου ζευγαριού
  • Δεν αναφέρεται εάν συμμετείχε τρίτο άτομο στην ανατροφή (πχ νταντά σε ζευγάρι ομοφυλόφιλων ανδρών, πολύ πιθανή εκδοχή δεδομένου του υψηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου)
  • Δεν αναφέρεται το σχολικό πλαίσιο φοίτησης (πχ δημόσιο σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, εκπαίδευση στο σπίτι)
  • Αναφέρεται ότι 5 χρόνια μετά την πρώτη αξιολόγηση, το 63,5% των ζευγαριών είχε αποκτήσει και άλλα παιδιά ( 51% των ζευγαριών είχε δύο παιδιά, 10.4% τρία  παιδιά,  2,1% τέσσερα παιδιά). Δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς το ποιά ζευγάρια απέκτησαν και άλλα παιδιά, αν και ο μεγαλύτερος αριθμός παιδιών επηρεάζει τις διερευνώμενες παραμέτρους.
  • Στην δεύτερη φάση αποχώρησε από την έρευνα το 18% των ετερόφυλων ζευγαριών και μάλιστα αυτά που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα γονεικού στρες,  άρα και παιδιά  με λιγότερα προβλήματα. Αντίστοιχα αποχώρησε μόνο  το 1,7% των ομόφυλων ζευγαριών. Επομένως τα ομόφυλα ζευγάρια συγκρίθηκαν με τον εναπομείναντα, πιο «προβληματικό» πληθυσμό των ετερόφυλων ζευγαριών.
Βάσει των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η συγκεκριμμένη έρευνα δεν μπορεί να υποστηρίξει την προώθηση πρακτικών, πολιτικών και νόμων  σχετικά με την αναδοχή και υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια.

2. Farr RH, Forcell SF, Patterson CJ. Parenting and Child Development in Adoptive Families: Does Parental Sexual Orientation Matter?  Applied Developmental Science,2010;14(3):164–178 
Πρόκειται για την πρώτη φάση της προηγούμενης έρευνας, που δεν χρειαζόταν να συμπεριληφθεί στην βιβλιογραφία που υποστηρίζει τις θέσεις των 55 ακαδημαικών, αφού τα δεδομένα της είναι όμοια με της προηγούμενης. Επομένως, ισχύουν και εδώ τα προηγούμενα σχόλια.
Όμως, εδώ οι συγγραφείς δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την περιορισμένη έκταση της έρευνας στα θέματα υιοθεσίας και αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια.Αναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Ο βαθμός κατά τον οποίο οι γονεικές πρακτικές και οι συμπεριφορές κοινωνικοποίησης επηρεάζουν την ανάπτυξη του φύλου και την ψυχολογική προσαρμογή σε μικρά παιδιά που υιοθετήθηκαν από ομοφυλόφιλους ή ετεροφυλόφιλους γονείς δεν έχει εξεταστεί προσεκτικά«.   «Η ποιότητα της γονεικής φροντίδας και ο δεσμός είναι πιό σημαντικοί παράγοντες στην εξέλιξη του παιδιού από τη δομή της οικογένειας…Είναι πιθανόν να δειχθούν πιό σημαντικοί και από τον γονεικό σεξουαλικό προσανατολισμό,αλλά αυτά τα ζητήματα δεν έχουν ακόμη μελετηθεί σαφώς(άρα δεν έχουν αποδειχθεί ακόμα!).
Πιό κάτω,  οι συγγραφείς αναφέρονται στους επιστημονικούς περιορισμούς των ερευνών  «που προτείνουν ότι τα  ομοφυλόφιλα ζευγάρια είναι καλοί γονείς και τα παιδιά τους χαρούμενα και υγιή». Καταλήγουν δε ότι λόγω αυτών των περιορισμών είναι άγνωστο το κατά πόσον ευρήματα προηγουμένων μελετών μπορούν να γενικευθούν στο σύνολο του πληθυσμού.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
1) Οι έρευνες εστιάζουν σε γονεικά ζευγάρια λεσβιών, έτσι δεν υπάρχουν δεδομένα για γονεικά ζευγάρια ανδρών  ομοφυλοφίλων.
2) Χρησιμοποιούνται «βολικά δείγματα συμμετεχόντων»/»convenience samples», δηλαδή άτομα που είναι διαθέσιμα μέσω μη-τυχαιοποιημένης επιλογής, άρα μη-αντιπροσωπευτικής του πληθυσμού (πχ μέσω face-book,ή ενδιαφερόμενων οργανισμών.  Η τεχνική των «βολικών δειγμάτων» μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε στάδιο σχεδιασμού μιας μελέτης και όχι ως μέθοδος της κύριας μελέτης, καθώς έτσι παύει να είναι αξιόπιστη).
3)Χρησιμοποιούνται ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς (όπου φυσικά ο κάθε συμμετέχων δηλώνει ότι θέλει).
4) Δεν χρησιμοποιούνται ομάδες ελέγχου (οι ομάδες ελέγχου είναι ένας αριθμός ατόμων ίδιος με τον αριθμό του πληθυσμού που εξετάζεται, με αντίστοιχα ατομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, που χρησιμοποιείται ως βάση σύγκρισης). Οι έρευνες που δεν περιλαμβάνουν ομάδα ελέγχου στερούνται αξιοπιστίας
Τέλος, αναφέρει ότι υπάρχουν πολύ λίγες μελέτες που διερευνούν την λειτουργία της οικογένειας και την προσαρμογή των παιδιών σε περιπτώσεις υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια
Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε στην παρούσα έρευνα , ούτε στην προηγούμενη υπάρχει δήλωση «σύγκρουσης συμφερόντων»  (δηλαδή να δηλώνεται από τους ερευνητές και συγγραφείς ότι δεν έχουν λάβει χρηματοδότηση από άτομα ή οργανισμούς ή ομάδες υποστήριξης συμφερόντων, που θα αποκομίσουν όφελος από  συγκεκριμμένο αποτέλεσμα της έρευνας)
Δεν κατανοούμε γιατί η συγκεκριμμένη έρευνα συμπεριλήφθηκε στην λίστα των 55 Ακαδημαικών, αφού δεν προσθέτει κάτι σε σχέση με την προηγούμενη, αλλά ούτε και υποστηρίζει την «επιστημονική αυστηρότητα» της  σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας.

Κ. Προκοπάκη, Ψυχίατρος Παιδιών και Εφήβων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.