Του Κώστα Τερψίδη
Η ομιλία του Ταμέρ Τσιλιγκίρ έγινε στην πλατεία Αγίας Σοφίας, της Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 19 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο της κοινής εκδήλωσης των τριών ποντιακών ομοσπονδιών για την επέτειο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Της ομιλίας προηγήθηκε παρουσίαση του βιογραφικού του ομιλητή από τον παρουσιαστή της εκδήλωσης.
Όπως ανέφερε, λοιπόν, ο παρουσιαστής, ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ γεννήθηκε στην περιοχή Ματσούκας της Τραπεζούντας. Μεγάλο διάστημα της ζωής του έζησε στην Μπακίρκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε μικρή ηλικία εκτός από τα Τουρκικά έμαθε να μιλάει και μία «άλλη γλώσσα». Τα πρώτα ερωτηματικά του για την εθνικότητά του δημιουργήθηκαν όταν άκουγε τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και όλη την οικογένεια στο χωριό του στην Τραπεζούντα να μιλούν Ρωμαίικα.
Όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς Τούρκους και μουσουλμάνους. Μιλούσαν ωστόσο Ρωμαίικα. Η απάντηση την οποία πήρε στο ερώτημα γιατί μιλάμε Ρωμαίικα ήταν: τα μάθαμε από τους γείτονές μας. Δεν υπήρχαν ωστόσο γείτονες που να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.
Η πρώτη μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν τα ξαδέλφια του ξυλοκοπήθηκαν απ’ τους δασκάλους γιατί δεν μιλούσαν Τουρκικά στο δημοτικό σχολείο αλλά Ελληνικά. Ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ, όταν ήταν νέος διώχτηκε λόγω του αγώνα του υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Αμφισβητώντας τελικά την ταυτότητά του αναζητούσε σαφή απάντηση στο ερώτημα: ποιοι είμαστε; Αυτό βεβαίως είχε ως αποτέλεσμα να εγκλειστεί για δέκα χρόνια στις φυλακές της Τουρκίας. Το 2004 πήγε στην Ελβετία, όπου ζήτησε άσυλο, ως πολιτικός εξόριστος.
Εκεί παρέδιδε μαθήματα αγγειογραφίας στα ιδιωτικά σχολεία της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια, απόγονοι όσων εκδιώχθηκαν πριν εκατό χρόνια από τις πατρίδες τους, έχουν ξεκινήσει μεγάλο διάλογο με χώρες τις Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Ο Τσιλιγκίρ ανέλαβε έντονη δράση σε όλο το κλίμα της διεκδίκησης. Μελέτησε δυτικούς ιστορικούς με αναφορά την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και έδωσε πλήθος συνεντεύξεων. Μελέτησε την συντριπτική πλειοψηφία των πηγών που αφορούν την ιστορία του Πόντου τα τελευταία 100 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα δημοσίευσε άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Το 2006 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο για την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στα Τουρκικά με τίτλο η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τις εκδόσεις Μπέλλου.
Όπως ανέφερε, λοιπόν, ο παρουσιαστής, ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ γεννήθηκε στην περιοχή Ματσούκας της Τραπεζούντας. Μεγάλο διάστημα της ζωής του έζησε στην Μπακίρκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε μικρή ηλικία εκτός από τα Τουρκικά έμαθε να μιλάει και μία «άλλη γλώσσα». Τα πρώτα ερωτηματικά του για την εθνικότητά του δημιουργήθηκαν όταν άκουγε τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και όλη την οικογένεια στο χωριό του στην Τραπεζούντα να μιλούν Ρωμαίικα.
Όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς Τούρκους και μουσουλμάνους. Μιλούσαν ωστόσο Ρωμαίικα. Η απάντηση την οποία πήρε στο ερώτημα γιατί μιλάμε Ρωμαίικα ήταν: τα μάθαμε από τους γείτονές μας. Δεν υπήρχαν ωστόσο γείτονες που να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.
Η πρώτη μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν τα ξαδέλφια του ξυλοκοπήθηκαν απ’ τους δασκάλους γιατί δεν μιλούσαν Τουρκικά στο δημοτικό σχολείο αλλά Ελληνικά. Ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ, όταν ήταν νέος διώχτηκε λόγω του αγώνα του υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Αμφισβητώντας τελικά την ταυτότητά του αναζητούσε σαφή απάντηση στο ερώτημα: ποιοι είμαστε; Αυτό βεβαίως είχε ως αποτέλεσμα να εγκλειστεί για δέκα χρόνια στις φυλακές της Τουρκίας. Το 2004 πήγε στην Ελβετία, όπου ζήτησε άσυλο, ως πολιτικός εξόριστος.
Εκεί παρέδιδε μαθήματα αγγειογραφίας στα ιδιωτικά σχολεία της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια, απόγονοι όσων εκδιώχθηκαν πριν εκατό χρόνια από τις πατρίδες τους, έχουν ξεκινήσει μεγάλο διάλογο με χώρες τις Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Ο Τσιλιγκίρ ανέλαβε έντονη δράση σε όλο το κλίμα της διεκδίκησης. Μελέτησε δυτικούς ιστορικούς με αναφορά την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και έδωσε πλήθος συνεντεύξεων. Μελέτησε την συντριπτική πλειοψηφία των πηγών που αφορούν την ιστορία του Πόντου τα τελευταία 100 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα δημοσίευσε άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Το 2006 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο για την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στα Τουρκικά με τίτλο η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τις εκδόσεις Μπέλλου.
Όταν Ταμέρ Τσιλιγκίρ ανέβηκε στο βήμα της εκδήλωσης άνοιξε και παρουσίασε ένα πανό που έγραφε στην τουρκική γλώσσα:
«353.000 δεν είναι ένας αριθμός. Είναι Άνθρωποι που με εντολή του Μουσταφά Κεμάλ, ο στρατηγός της εθνικής εκστρατείας Νουρεντίν πασάς και ο συμμορίτης Τοπάλ Οσμάν τους σκότωσαν».
«353.000 δεν είναι ένας αριθμός. Είναι Άνθρωποι που με εντολή του Μουσταφά Κεμάλ, ο στρατηγός της εθνικής εκστρατείας Νουρεντίν πασάς και ο συμμορίτης Τοπάλ Οσμάν τους σκότωσαν».
Την ομιλία μετέφραζε ο Κούρδος Σερχά Ντενίζ ο οποίος, κατά τον παρουσιαστή της εκδήλωσης, και αυτός υφίσταται την πολιτική εξόντωσης του Τουρκικού κράτους. Ακολουθεί η ομιλία:
Χαιρετίζω τους ήρωες απογόνους των Ελλήνων του Πόντου εκείνων που έγραψαν ιστορίες αντίστασης στα βουνά του, στην Νεβιάν, στην Σάντα.
Δεν ξεχάσαμε αυτούς που έκαψαν ζωντανούς τους ανθρώπους μας μέσα στις εκκλησίες, μέσα στα σχολεία τους, μέσα στα σπίτια τους.
Δεν ξεχάσαμε κι αυτούς που σκότωσαν, με φωτιά και με καπνούς, μέσα στις σπηλιές χιλιάδες άνδρες και τα γυναικόπαιδά μας.
Δεν ξεχάσαμε αυτούς που βίασαν τις γυναίκες μας, τα μικρά κορίτσια μας και τα πήραν στα χαρέμια τους.
Δεν ξεχάσαμε τους 353.000 Έλληνες του Πόντου που ακόμα δεν έχουν ταφεί.
Δεν θα ξεχάσουμε και δεν ξεχνάμε τους 200.000 Έλληνες του Πόντου που εξορίστηκαν από την πατρίδα τους στην οποία ζούσαν επί χιλιάδες χρόνια.
Δεν ξεχάσαμε και τον Μουσταφά Κεμάλ, που έδωσε την εντολή της Γενοκτονίας στις 19 Μαΐου, πηγαίνοντας ο ίδιος στην Σαμψούντα.
Δεν ξεχάσαμε τις συμμορίες του Τοπάλ Οσμάν και τον Ιπσίζ Ρετζέπ, που εφάρμοσαν την εντολή της Γενοκτονίας καθώς, και την Κεντρική Στρατιά και τον στρατηγό της Νουρεντίν Πασά.
Δεν ξεχάσαμε και τις τουρκικές κυβερνήσεις που αρνούνται εδώ και 100 χρόνια την Γενοκτονία και την ύπαρξη των Ελλήνων του Πόντου.
Δεν ξεχάσαμε επίσης αυτούς που υπέγραψαν την Συνθήκη της Ανταλλαγής Πληθυσμών και όλους όσους συνέβαλαν σ’ αυτό.
Δεν ξεχάσαμε επίσης τα λόγια του Υπουργού του κυβερνώντος κόμματος ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί Γενοκτονία.
Δεν ξεχάσαμε αυτούς που έκαψαν ζωντανούς τους ανθρώπους μας μέσα στις εκκλησίες, μέσα στα σχολεία τους, μέσα στα σπίτια τους.
Δεν ξεχάσαμε κι αυτούς που σκότωσαν, με φωτιά και με καπνούς, μέσα στις σπηλιές χιλιάδες άνδρες και τα γυναικόπαιδά μας.
Δεν ξεχάσαμε αυτούς που βίασαν τις γυναίκες μας, τα μικρά κορίτσια μας και τα πήραν στα χαρέμια τους.
Δεν ξεχάσαμε τους 353.000 Έλληνες του Πόντου που ακόμα δεν έχουν ταφεί.
Δεν θα ξεχάσουμε και δεν ξεχνάμε τους 200.000 Έλληνες του Πόντου που εξορίστηκαν από την πατρίδα τους στην οποία ζούσαν επί χιλιάδες χρόνια.
Δεν ξεχάσαμε και τον Μουσταφά Κεμάλ, που έδωσε την εντολή της Γενοκτονίας στις 19 Μαΐου, πηγαίνοντας ο ίδιος στην Σαμψούντα.
Δεν ξεχάσαμε τις συμμορίες του Τοπάλ Οσμάν και τον Ιπσίζ Ρετζέπ, που εφάρμοσαν την εντολή της Γενοκτονίας καθώς, και την Κεντρική Στρατιά και τον στρατηγό της Νουρεντίν Πασά.
Δεν ξεχάσαμε και τις τουρκικές κυβερνήσεις που αρνούνται εδώ και 100 χρόνια την Γενοκτονία και την ύπαρξη των Ελλήνων του Πόντου.
Δεν ξεχάσαμε επίσης αυτούς που υπέγραψαν την Συνθήκη της Ανταλλαγής Πληθυσμών και όλους όσους συνέβαλαν σ’ αυτό.
Δεν ξεχάσαμε επίσης τα λόγια του Υπουργού του κυβερνώντος κόμματος ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί Γενοκτονία.
Στον Πόντο τα δεινά βιώθηκαν με τρεις διαφορετικές μορφές:
1). Αυτά που έζησαν οι 353.000 άνθρωποί μας, που έχασαν την ζωή τους κατά το διάστημα 1914-23.
2). Όλα όσα έζησαν οι απόγονοί τους, οι παππούδες σας, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους. Οι παππούδες σας που εκτοπίστηκαν με την συνθήκη της Λοζάνης από την πατρίδα τους, τον Πόντο, όπου ζούσαν επί χιλιάδες χρόνια.
3) Αυτά που ζήσαμε εμείς, δηλαδή αυτοί που μείναμε εκεί! Οι Έλληνες του Πόντου, αυτοί που πριν την Γενοκτονία και κατά την διάρκειά της εξισλαμίστηκαν, δηλαδή οι παππούδες μου, οι γιαγιάδες μου. Αυτοί που η αγάπη τους για τον Πόντο τους ανάγκασε να τα βάλουν, με φόβο, όλα όσα έζησαν μέσα τους και να μην πουν τίποτα στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Οι περισσότεροι επινόησαν ακόμα και ψεύτικες ιστορίες.
Τι δύσκολο που είναι να φανερώνεις τον εαυτό σου σ’ αυτούς που σε βλέπουν σαν εχθρό; Επειδή τα παιδιά τους δεν γνώριζαν Τουρκικά και τα ξυλοκοπούσαν για τον λόγο αυτό στο σχολείο, οι γονείς τους σταμάτησαν να τα μιλούν Ποντιακά. Για να επιζήσουν, όλα αυτά τα τα 100 χρόνια, προσπάθησαν να φανερώνουν στο τουρκικό κράτος έναν άλλον εαυτό. Ν’ αποδείξουν δηλαδή ότι είναι οι καλύτεροι μουσουλμάνοι, οι καλύτεροι Τούρκοι. Αυτό έγινε μια κοινωνική συμπεριφορά των Ποντίων. Στράφηκαν προς το Ισλάμ και τον Τουρκικό Εθνικισμό. Όμως, παρ’ όλα αυτά το τουρκικό κράτος τους είχε και πάλιν ως «άλλους».
Κατά την διάρκεια της τουρκικής δημοκρατίας, από τα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η κοινωνική και οικονομική ζωή στον Πόντο υποβιβάστηκε. Δεν έγιναν καθόλου επενδύσεις. Στα λιμάνια της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, που ήταν κάποτε από τα σημαντικότερα του κόσμου, δεν πλησίαζε πλέον κανένα πλοίο. Οι Πόντιοι καταδικάστηκαν στην πείνα. Γι αυτό τον λόγο δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι αναγκάστηκαν για να επιζήσουν, να μετακομίσουν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.
1). Αυτά που έζησαν οι 353.000 άνθρωποί μας, που έχασαν την ζωή τους κατά το διάστημα 1914-23.
2). Όλα όσα έζησαν οι απόγονοί τους, οι παππούδες σας, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους. Οι παππούδες σας που εκτοπίστηκαν με την συνθήκη της Λοζάνης από την πατρίδα τους, τον Πόντο, όπου ζούσαν επί χιλιάδες χρόνια.
3) Αυτά που ζήσαμε εμείς, δηλαδή αυτοί που μείναμε εκεί! Οι Έλληνες του Πόντου, αυτοί που πριν την Γενοκτονία και κατά την διάρκειά της εξισλαμίστηκαν, δηλαδή οι παππούδες μου, οι γιαγιάδες μου. Αυτοί που η αγάπη τους για τον Πόντο τους ανάγκασε να τα βάλουν, με φόβο, όλα όσα έζησαν μέσα τους και να μην πουν τίποτα στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Οι περισσότεροι επινόησαν ακόμα και ψεύτικες ιστορίες.
Τι δύσκολο που είναι να φανερώνεις τον εαυτό σου σ’ αυτούς που σε βλέπουν σαν εχθρό; Επειδή τα παιδιά τους δεν γνώριζαν Τουρκικά και τα ξυλοκοπούσαν για τον λόγο αυτό στο σχολείο, οι γονείς τους σταμάτησαν να τα μιλούν Ποντιακά. Για να επιζήσουν, όλα αυτά τα τα 100 χρόνια, προσπάθησαν να φανερώνουν στο τουρκικό κράτος έναν άλλον εαυτό. Ν’ αποδείξουν δηλαδή ότι είναι οι καλύτεροι μουσουλμάνοι, οι καλύτεροι Τούρκοι. Αυτό έγινε μια κοινωνική συμπεριφορά των Ποντίων. Στράφηκαν προς το Ισλάμ και τον Τουρκικό Εθνικισμό. Όμως, παρ’ όλα αυτά το τουρκικό κράτος τους είχε και πάλιν ως «άλλους».
Κατά την διάρκεια της τουρκικής δημοκρατίας, από τα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η κοινωνική και οικονομική ζωή στον Πόντο υποβιβάστηκε. Δεν έγιναν καθόλου επενδύσεις. Στα λιμάνια της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, που ήταν κάποτε από τα σημαντικότερα του κόσμου, δεν πλησίαζε πλέον κανένα πλοίο. Οι Πόντιοι καταδικάστηκαν στην πείνα. Γι αυτό τον λόγο δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι αναγκάστηκαν για να επιζήσουν, να μετακομίσουν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.