Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης – Εορτάζει στις 10 Νοεμβρίου
~ Κάποτε στην μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου θα πήγαινε ο Χατζεφεντής από το χωριό στο Εξωκλήσι του Αγίου για αγρυπνία.
Κατέληξε όμως με το σουρούπωμα να ξεκινήση μαζί με πέντε προσκυνητές, τον Πρόδρομο Κορτσινόγλου, τον Χατζη-Χρήστο, τον Χατζη-Μηνά, τον Πρόδρομο Εζνεπίδη και τον Χριστοφορίδη, γιατί, όπως ξέρουμε, ο ένας πονεμένος τον φώναζε από εδώ και ο άλλος τον τραβούσε από εκεί. Μέχρι να βγουν από το χωριό, είχε νυχτώσει και δυσκολεύονταν να βαδίσουν, γι’ αυτό άρχισαν να αδημονούν.
– Τί πάθατε; Τους λέει ο Πατήρ Αρσένιος.
Εκείνοι απάντησαν:
– Την ευχή σου να έχουμε, Χατζεφεντή, δεν βλέπουμε. Και ο Πατήρ τους είπε:
– Ευλογημένοι, δεν βλέπετε τον φωτεινό Σταυρό που προπορεύεται μπροστά μας;
– Όχι, απάντησαν οι προσκυνητές, γιατί δεν έβλεπαν τίποτε. Μόνον ο Χατζεφεντής έβλεπε τον φωτεινό Σταυρό, και τους είπε:
– Ελάτε κοντά και πιαστήτε από το χέρι μου.
Κι έτσι, ακολουθώντας τον Πατέρα Αρσένιο, έφθασαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου έκαναν ολονυκτία και στην συνέχεια την Θεία Λειτουργία. Ύστερα βγήκαν χαρούμενοι έξω στην πρασινάδα και μετά το φαγητό οι μεν ηλικιωμένοι συζητούσαν, οι δε νέοι χόρευαν και τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ξαφνικά όμως η χαρά μετετράπη σε λύπη, όταν αγνάντεψαν να έρχεται ένας λόχος από λιποτάκτες του Τουρκικού στρατού, οι οποίοι έκαναν μεγάλες ληστείες και φόνους, γιατί ήταν και γερά οπλισμένοι – αυτοί ήταν χειρότεροι από τους Τσέτες. Άρχισαν λοιπόν τα γυναικόπαιδα να κλαίνε και να οδύρωνται και να κυκλώνουν τον Χατζεφεντή. Οι δε γέροι νουθετούσαν τα λίγα παλληκάρια του χωριού να αναμερίσουν και να μη ρίξουν ντουφεκιά, και γίνη μετά μακελλειό. Έλεγαν επίσης και στα γυναικόπαιδα να κρυφτούν και να μείνουν μόνον οι γέροι και οι γριές. Ο Πατήρ Αρσένιος όμως τους καθησύχαζε, γιατί είχαν αναστατωθή μικροί-μεγάλοι, και τους έλεγε:
«Μη φοβάστε· αφήστε τους να πλησιάσουν, αφήστε τους να πλησιάσουν».
Οι Φαρασιώτες ένιωθαν σιγουριά στα λόγια του Χατζεφεντή και καθησύχασαν. Μόλις λοιπόν πλησίασαν κοντά, σήκωσε το χέρι του ο Πατήρ Αρσένιος και τους είπε:
«Από τον Θεό να είσθε κατηραμένοι και από εμένα δεμένοι», κι έμειναν ακίνητοι εκεί που βρίσκονταν, με τα λόγια αυτά που τους είπε.
Τότε άρχισαν να μετανοούν οι Ληστές και να παρακαλούν τον Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέση:
«Συγχώρα μας, την ευχή σου να έχουμε, το αναγνωρίζουμε πως είμαστε εγκληματίες· λύσε μας να έρθουμε να πάρουμε την ευχή σου και θα γίνουμε στο εξής και εμείς καλοί άνθρωποι».
Τότε τους έλυσε ο Χατζεφεντής και τους είπε:
«Πετάξτε τα όπλα σας, εμείς όπλα δεν θέλουμε, και ελάτε εδώ».
Μπήκαν όλοι στην σειρά και απόθεσαν τα όπλα και μετά έπεσαν στα πόδια του Πατρός Αρσενίου με κλάματα ζητώντας συγχώρηση. Παράλληλα έκλαιγαν και τα γυναικόπαιδα από χαρά και συγκίνηση. Επειδή όμως δεν είχαν αφήσει τα λίγα παλληκάρια του χωριού να τους πολεμήσουν, ο Πρόδρομος ο Εζνεπίδης ήταν όλο στενοχώρια, γιατί ήθελε να ξεσπάση στους Τούρκους. Δεν μπόρεσε λοιπόν να συγκρατηθή, άρπαξε έναν από τους επικεφαλής, τον πιο ζωηρό, και τον έδερνε. Ο καλός ο Χατζεφεντής τον έβγαλε από τα χέρια του λέγοντας:
«Αφ’ετέριμ»[1].
Έμασαν μετά τα όπλα οι χωριανοί, τα φόρτωσαν στα μουλάρια και τα παρέδωσαν στην Τουρκική αρχή, στο Βερέκι (Άγιο Κωνσταντίνο).
Από τους λιποτάκτες αυτούς, εκτός που μετανόησαν και άλλαξαν ζωή, μερικοί μάλιστα έγιναν κρυφοί Χριστιανοί και έφυγαν κρυφά μαζί με τους Χριστιανούς, με την Ανταλλαγή, και ήρθαν στην Ελλάδα. Και αυτός που είχε φάει το ξύλο από τον Πρόδρομο Εζνεπίδη, είχε γίνει Χριστιανός, και από Σουλεϊμάν ονομάστηκε Ελευθέριος. Ήρθε με την Ανταλλαγή και αυτός κρυφά και εγκατεστάθηκε στα Γιαννιτσά. Το 1982 ζούσε ακόμη. Ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, και τον φώναζαν Τουρκολευτέρη.
[1] Τον συγχωρώ, του δίνω άφεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.