«Αὐτοῦ ἀκούετε». Νὰ ἐκτελῆτε ὅ,τι λέει ὁ Χριστός. Ἐὰν γινόταν αὐτό, θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ προφητεία ποὺ λέει· «Ἐὰν θελήσετε νὰ μ᾽ ἀκούσετε, θὰ φᾶτε τῆς γῆς τὰ ἀγαθά· ἐὰν ὅμως δὲν θελήσετε καὶ δὲν μ᾽ ἀκούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάῃ» (Ἠσ. 1,19). Ἐὰν ἀκούγαμε τὸ Χριστό, θὰ τρώγαμε, ὅπως λένε, μὲ χρυσᾶ κουτάλια. Τώρα, κόλασι ἔγινε ἡ γῆ. Καὶ ἔγινε κόλασι, γιατὶ στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὸ Χριστό.
Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὡρισμένοι ἀκοῦνε τὸ ῥαδιόφωνο ὧρες ὁλόκληρες, ἀλλὰ ἂν καμμιὰ φορὰ βάλῃ κανένα κήρυγμα, ἔστω καὶ μικρὸ καὶ σύντομο, ἀμέσως μὲ μανία τὸ κλείνουν. Δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, μισοῦν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Μοιάζουν αὐτοί, ὅπως λέει ὁ ψαλμῳδός, μὲ κάποιο φαρμακερὸ φίδι ποὺ λέγεται ἀσπίς. Ὅταν ὁ ἐπαοιδός, ὁ μάγος, παίζῃ μουσική, ὅλα τὰ φίδια μαζεύονται κοντά του καὶ τιθασεύονται. Ἀρέσκονται στὸ τραγούδι τοῦ θηριοδαμαστοῦ τὰ φίδια· ἀλλὰ ἕνα φίδι δὲν ἀκούει καθόλου. Κλείνει τ᾿ αὐτιά του καὶ φεύγει μακριά. Αὐτὸ τὸ φίδι εἶνε ἡ ἀσπίς. «…Ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς» (Ψαλμ. 57,5). Ἀσπίδες εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Μισοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Βρισκόμαστε στὴν ἐποχή, ποὺ προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ ἄνθρωποι, εἶπε, στοὺς ἐσχάτους καιροὺς θὰ κλείσουν τ᾿ αὐτιά τους μὲ βουλοκέρι, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς ἀληθείας, τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιά τους στοὺς μύθους, στὴ φωνὴ τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,4). Τὸ πρωὶ δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τὸ βράδι ὅμως, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἀνοίγουν τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ ῥαδιόφωνα, γιὰ νὰ δοῦν καὶ ν᾿ ἀκούσουν ὅλες τὶς βλακεῖες, ὅλες τὶς ἀσχημίες, ὅλα τὰ ἄτοπα καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα.
Ἔχουν κλείσει λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τ᾿ αὐτιά τους στὴ φωνή τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Μισοῦν καὶ καταδιώκουν τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου· ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ τοὺς ἐξοντώσουν ὅλους, γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου.
Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὡρισμένοι ἀκοῦνε τὸ ῥαδιόφωνο ὧρες ὁλόκληρες, ἀλλὰ ἂν καμμιὰ φορὰ βάλῃ κανένα κήρυγμα, ἔστω καὶ μικρὸ καὶ σύντομο, ἀμέσως μὲ μανία τὸ κλείνουν. Δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, μισοῦν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Μοιάζουν αὐτοί, ὅπως λέει ὁ ψαλμῳδός, μὲ κάποιο φαρμακερὸ φίδι ποὺ λέγεται ἀσπίς. Ὅταν ὁ ἐπαοιδός, ὁ μάγος, παίζῃ μουσική, ὅλα τὰ φίδια μαζεύονται κοντά του καὶ τιθασεύονται. Ἀρέσκονται στὸ τραγούδι τοῦ θηριοδαμαστοῦ τὰ φίδια· ἀλλὰ ἕνα φίδι δὲν ἀκούει καθόλου. Κλείνει τ᾿ αὐτιά του καὶ φεύγει μακριά. Αὐτὸ τὸ φίδι εἶνε ἡ ἀσπίς. «…Ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς» (Ψαλμ. 57,5). Ἀσπίδες εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Μισοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Βρισκόμαστε στὴν ἐποχή, ποὺ προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ ἄνθρωποι, εἶπε, στοὺς ἐσχάτους καιροὺς θὰ κλείσουν τ᾿ αὐτιά τους μὲ βουλοκέρι, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς ἀληθείας, τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιά τους στοὺς μύθους, στὴ φωνὴ τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,4). Τὸ πρωὶ δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τὸ βράδι ὅμως, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἀνοίγουν τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ ῥαδιόφωνα, γιὰ νὰ δοῦν καὶ ν᾿ ἀκούσουν ὅλες τὶς βλακεῖες, ὅλες τὶς ἀσχημίες, ὅλα τὰ ἄτοπα καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα.
Ἔχουν κλείσει λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τ᾿ αὐτιά τους στὴ φωνή τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Μισοῦν καὶ καταδιώκουν τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου· ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ τοὺς ἐξοντώσουν ὅλους, γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου.
* * *
«Αὐτοῦ ἀκούετε». Μᾶς ἔδωσε αὐτιὰ ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο του καὶ νὰ τὸν ἐφαρμόζουμε. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας ἔγιναν κουφοί, ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι. Κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους στὸ Θεό, καὶ τ᾿ ἀνοίγουν στὸν διάβολο.
Ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, ὑπάρχουν, ναί ὑπάρχουν, καὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἄγνωστοι Χριστιανοί. Στὴν Ἀλβανία ἀχούρια ἔκαναν τὶς ἐκκλησιὲς οἱ ἄθεοι, καὶ ἔλυωναν τὶς καμπάνες, καὶ καταδίωκαν τοὺς Χριστιανούς· ἀλλὰ τὴ νύχτα οἱ πιστοὶ κατέβαιναν στὰ ὑπόγεια καὶ προσκυνοῦσαν τὶς εἰκόνες, καὶ τὴν Κυριακὴ ἄνοιγαν τὰ ῥαδιόφωνα ν᾿ ἀκούσουν τὴ θεία λειτουργία, καὶ ἔκλαιγαν.
Τώρα ἐμεῖς γίναμε ἀναίσθητοι. Καὶ ἂν ἐκκλησιαζώμαστε, τυπικὰ καὶ ἀδιάφορα ἐκκλησιαζόμαστε· χωρὶς αἴσθημα, χωρὶς συγκίνησι, χωρὶς ἀγάπη καὶ λατρεία πρὸς τὸ Θεό. Ἐνῷ στὶς χῶρες ὅπου καταδιώκεται ὁ χριστιανισμός, ὅσοι πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, πηγαίνουν πραγματικὰ γιὰ τὸ Θεό. Θὰ ἔρθουν ὅμως χρόνια καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Θὰ τιμωρηθοῦμε, γιατὶ περιφρονήσαμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Τώρα δὲν μᾶς στοιχίζει τίποτε ὁ Χριστός. Διασκέδασι· πᾶμε στὰ πανηγύρια, ἀνεβαίνουμε στὸ βουνό, παίρνουμε καθαρὸ ἀέρα, ἀγναντεύουμε τὰ πελάγη. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀκίνδυνος χριστιανισμός. Ἀλλὰ ἔρχονται ἡμέρες, ποὺ τὸ νὰ εἶνε κανεὶς Χριστιανὸς θὰ στοιχίζῃ πάρα πολύ· καὶ τότε θὰ φανοῦν οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί.
Ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, ὑπάρχουν, ναί ὑπάρχουν, καὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἄγνωστοι Χριστιανοί. Στὴν Ἀλβανία ἀχούρια ἔκαναν τὶς ἐκκλησιὲς οἱ ἄθεοι, καὶ ἔλυωναν τὶς καμπάνες, καὶ καταδίωκαν τοὺς Χριστιανούς· ἀλλὰ τὴ νύχτα οἱ πιστοὶ κατέβαιναν στὰ ὑπόγεια καὶ προσκυνοῦσαν τὶς εἰκόνες, καὶ τὴν Κυριακὴ ἄνοιγαν τὰ ῥαδιόφωνα ν᾿ ἀκούσουν τὴ θεία λειτουργία, καὶ ἔκλαιγαν.
Τώρα ἐμεῖς γίναμε ἀναίσθητοι. Καὶ ἂν ἐκκλησιαζώμαστε, τυπικὰ καὶ ἀδιάφορα ἐκκλησιαζόμαστε· χωρὶς αἴσθημα, χωρὶς συγκίνησι, χωρὶς ἀγάπη καὶ λατρεία πρὸς τὸ Θεό. Ἐνῷ στὶς χῶρες ὅπου καταδιώκεται ὁ χριστιανισμός, ὅσοι πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, πηγαίνουν πραγματικὰ γιὰ τὸ Θεό. Θὰ ἔρθουν ὅμως χρόνια καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Θὰ τιμωρηθοῦμε, γιατὶ περιφρονήσαμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Τώρα δὲν μᾶς στοιχίζει τίποτε ὁ Χριστός. Διασκέδασι· πᾶμε στὰ πανηγύρια, ἀνεβαίνουμε στὸ βουνό, παίρνουμε καθαρὸ ἀέρα, ἀγναντεύουμε τὰ πελάγη. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀκίνδυνος χριστιανισμός. Ἀλλὰ ἔρχονται ἡμέρες, ποὺ τὸ νὰ εἶνε κανεὶς Χριστιανὸς θὰ στοιχίζῃ πάρα πολύ· καὶ τότε θὰ φανοῦν οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί.
* * *
«Αὐτοῦ ἀκούετε». Ποιός λοιπὸν ἔχει αὐτὶ γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ; Ἕνας ποὺ εἶνε κουφός, ὅ,τι μουσικὴ καὶ νὰ τοῦ παίξῃς, Μπετόβεν νὰ παίξῃς, δὲν καταλαβαίνει καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε. Ὅπως λοιπὸν ὁ κουφὸς δὲν εἶνε εἰς θέσιν ν᾿ ἀκούσῃ καὶ νὰ καταλάβῃ τίποτε κι ἀπὸ τὴν πιὸ ὡραία μουσικὴ κι ἀπὸ τὸ καλύτερο βιολί, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε κουφοὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι.
«Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 11,28). Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι; Ὑπάρχουν. Καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ παιδιὰ καὶ γέροι, καὶ ἀγράμματοι καὶ ἐγγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες. Λίγοι εἶνε, ὅμως ὑπάρχουν. Ἀλλὰ ἡ μικρὴ αὐτὴ ἡ μειοψηφία δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπογοητεύῃ.
Θὰ ἔρθῃ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία μὲ βροντὲς καὶ ἀστραπὲς θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅταν θὰ πέφτουν κεραυνοὶ κι ἀστροπελέκια, θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιά· τότε ὅμως θὰ εἶνε ἀργά. Τώρα δὲν ἀκοῦνε, ὅπως δὲν ἄκουγαν καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Κανείς δὲν ἄκουγε τὸ Νῶε. Τὸν κορόϊδευαν. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ πλημμύρησε ἡ γῆ, τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ τ᾿ αὐτιά τους· ἀλλὰ ἦταν ἀργά. Θ᾿ ἀνοίξουν λοιπὸν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος ὅταν θ᾿ ἀκούσουν τὶς βροντὲς καὶ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φοβερὴ καταστροφὴ τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ λαλήσῃ ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Τότε δὲν θὰ ἔχῃ καμμία ἀξία.
Σήμερα λοιπόν, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀνοίξη τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος, ν᾿ ἀνοίξῃ τ᾿ αὐτιά μας, γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε μικροὶ καὶ μεγάλοι. Κι ὅταν τὰ ἐφαρμόσουμε, τότε θὰ εἴμαστε ἄξιοι μακαρισμοῦ. Γιατὶ εἶπε ὁ Κύριος «Μακάριοι», καλότυχοι, – ποιοί; Ὄχι οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ «οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Εἴθε μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν τῆς εὐλογημένης αὐτῆς μερίδος, ἐκείνων ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν, νὰ εἶστε κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἀκοῦτε καὶ διαβάζετε τὰ λόγια αὐτά.
«Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 11,28). Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι; Ὑπάρχουν. Καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ παιδιὰ καὶ γέροι, καὶ ἀγράμματοι καὶ ἐγγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες. Λίγοι εἶνε, ὅμως ὑπάρχουν. Ἀλλὰ ἡ μικρὴ αὐτὴ ἡ μειοψηφία δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπογοητεύῃ.
Θὰ ἔρθῃ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία μὲ βροντὲς καὶ ἀστραπὲς θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅταν θὰ πέφτουν κεραυνοὶ κι ἀστροπελέκια, θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιά· τότε ὅμως θὰ εἶνε ἀργά. Τώρα δὲν ἀκοῦνε, ὅπως δὲν ἄκουγαν καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Κανείς δὲν ἄκουγε τὸ Νῶε. Τὸν κορόϊδευαν. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ πλημμύρησε ἡ γῆ, τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ τ᾿ αὐτιά τους· ἀλλὰ ἦταν ἀργά. Θ᾿ ἀνοίξουν λοιπὸν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος ὅταν θ᾿ ἀκούσουν τὶς βροντὲς καὶ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φοβερὴ καταστροφὴ τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ λαλήσῃ ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Τότε δὲν θὰ ἔχῃ καμμία ἀξία.
Σήμερα λοιπόν, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀνοίξη τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος, ν᾿ ἀνοίξῃ τ᾿ αὐτιά μας, γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε μικροὶ καὶ μεγάλοι. Κι ὅταν τὰ ἐφαρμόσουμε, τότε θὰ εἴμαστε ἄξιοι μακαρισμοῦ. Γιατὶ εἶπε ὁ Κύριος «Μακάριοι», καλότυχοι, – ποιοί; Ὄχι οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ «οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Εἴθε μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν τῆς εὐλογημένης αὐτῆς μερίδος, ἐκείνων ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν, νὰ εἶστε κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἀκοῦτε καὶ διαβάζετε τὰ λόγια αὐτά.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ὑψώματος 1020 Φλωρίνης τὴν 6-8-1977.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.