Ετικέτες

1.9.17

Γιά τήν ἐπέτειο τοῦ Μικρασιατικοῦ διωγμοῦ (Ἀναστάσιος Μυρίλλας)

Πρόσφυγες απο το Αϊβαλί. Μυτιλήνη, 1922.
ποσπάσματα πό τά βιβλία «ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΙΔΑ»καί «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ» μαζί μέ λίγες σημειώσεις γιά τήν θλιβερή πέτειο το διωγμο τν παππούδων μας πό τήν ελογημένη γ, τς τεσσάρων χιλιάδων τν λληνικς Μικρς σίας.
Η γιαγιά μου, λοιπόν, καί ο λλοι συγγενες, κατάφεραν καί μπκαν σέ να καράβι, πό ατά πού ζύγωναν… παιρναν … καί φευγαν γρήγορα, φήνοντας πίσω τους να μαρο χαλί πού κάθε του κόμπος ταν καί νας πελπισμένος νθρωπος, μιά τραγική φιγούρα πού ασθανόταν τό θάνατο δίπλα του.

θέα το αματος καί το θανάτου πό τά φρικτά βασανιστήρια τούς εχαν θολώσει τό μυαλό. ταν σάν παλαβωμένοι.
λλοι φώναζαν, λλοι κλαιγαν, ο μάνες μέ κλάματα καί κεσίες προσπαθοσαν νά ποτρέψουν τήν λυσσώδη κακοποίηση καί τήν θανάτωση κόμα, καί τν διων λλά καί τν παιδιν τους, ν δυσώδης μυρωδιά πό τά νεκρά σώματα, πού εχε γεμίσει λλοτε πανέμορφη προκυμαία ταν φόρητη.
ταν τόση πελπισία τους, πού μόλις ζύγωνε κάποιο καΐκι γιά νά πάρει λίγο κόσμο, ρμοσαν λοι νά νέβουν γιά νά σωθον μέ ποτέλεσμα νά βουλιάζει τό καΐκι καί νά χάνονται κι σοι εχαν νέβει πάνω.
Μάλιστα, λεγε γιαγιά τι ο μάνες στήν προσπάθειά τους νά σωθον, ντί νά πετάξουν στή θάλασσα τόν μπόγο μέ τά λιγοστά τους γαπημένα πράγματα γιά νά μπον στό καΐκι, πό τήν πελπισία τους πετοσαν κατά λάθος τό διο τους τό παιδί πού κρατοσαν στό λλο χέρι. Καί μόλις τό καταλάβαιναν, σπάραζαν καί τραβοσαν τά μαλλιά τους.
λλες πεφταν κι κενες καί χάνονταν μαζί μέ τό μικρό παιδάκι τους ν λλες τίς προλάβαιναν καί τίς κρατοσαν. Μά τί τά θέλεις, φταναν πιά στήν λλάδα σαλεμένες, τρελές, βλεπες ζωντανές νεκρές πού τό μυαλό τούς εχε πιά πό τήν πίκρα καί τήν θλίψη σταματήσει.
Κι λεγε κόμα γιαγιά τι νάμεσα στά μπουλούκια τν λλήνων πού μπαιναν πανικόβλητοι στά καράβια, στέκονταν Τορκοι, ο ποοι συχνά πυκνά ριχναν χατζαριές μέσα στά πλήθη, κόβοντας καί σκοτώνοντας κάποιους τυχους πό τούς σφυκτικά στριμωγμένους νθρώπους.
Τήν ρα, λοιπόν, πού προχωροσαν, δίπλα στή γιαγιά ταν μιά λλη γυνακα, ποία ξαφνικά βγαλε μιά κραυγή καί κρατοσε, μέ τό χέρι της, τό καταματωμένο πρόσωπό της.
– Τί παθες; Τήν ρώτησε τρομαγμένη γιαγιά.
νας Τορκος, τς πάντησε κείνη κλαίγοντας, μέ χτύπησε! Τς εχε κόψει μέ τή χατζάρα τό μισό μέτωπο μαζί μέ τό φρύδι!
Ο νθρωποι μέσα στό καράβι ταν στοιβαγμένοι στήν κυριολεξία νας πάνω πό τόν λλο καί λοι κλαιγαν. κουγες πό παντο κλάμματα.
λλοι ρρωστοι, λλοι γέροι, λλοι τοιμοθάνατοι, πολλές γυνακες γκυες, μικρά παιδάκια πού ψαχναν τόν μπαμπά τους τήν μαμά τους, γιατί πολλοί γονες δέν προλάβαιναν νά μπονε στό καράβι καί πετοσαν τά παιδιά τους μέσα γιά νά τά σώσουν.
σοι ντρες κατάφεραν νά μπονε στά καράβια εχαν ντυθε γέροι καί σες κοπέλες νέες κατόρθωσαν νά σωθον ταν γιατί εχαν φορέσει βαριά ροχα καί καμπούριαζαν κάνοντας τίς γριές.
Τούς ντρες, πως σο επα πιό πάνω, τούς στράτευαν, τούς σκότωναν τούς παιρναν αχμαλώτους γιά βαριές ργασίες. Τίς δέ κοπέλες τίς παιρναν γιά τά χαρέμια.
Εναι γνωστές πιά ο διηγήσεις γιά τίς λληνίδες πού φο τίς κακοποιοσαν τούς κοβαν τά στήθη τίς θηλές καί φτιαχναν κομπολόγια!
γιαγιά τς μαμς σου ( μεγάλη γιαγιά Στέλλα) ταν τότε κοριτσάκι δώδεκα χρονν (σήμερα 95 τν) καί κόμα μς λέει τι θυμται τίς φωνές καί τίς κραυγές κείνων τν κοριτσιν, ταν ταν κρυμμένη μέ λλους λληνες σέ κάτι πόγεια!
Τί εδαν τά μάτια κείνων τν νθρώπων! άν βλέπαμε μες σήμερα λάχιστα πό ατά, θά εχαμε τρελαθε. κενοι, μως, ντεξαν!
ταν, ραγε φτιαγμένοι πό τσάλι μήπως πό σίδερο ταν βαθιά ναίσθητοι; Τίποτα πό λα ατά! ταν πλο νθρωποι κριβς σάν καί μς, μόνο πού εχαν μέσα τους πίστη!
Πίστη βαθιά, Πίστη ελικριν καί πάνω π’ λα γάπη στό Χριστό. 
λάχιστοι ταν ατοί πού φεύγοντας πό τό σπίτι τους καί φήνοντας πίσω λα τους τά πάρχοντα, δέν εχαν πάρει μαζί τους μιά εκόνα το Χριστο  τς Παναγίας κάποιου γίου γιά νά τίς σώσουν.
Προτιμοσαν νά πάρουν μιά εκόνα παρά χρυσάφια φλουριά (τά ποα καί εχαν)!
γιαγιά τς κας Βάσως, τς γιαγις το Παναγιωτάκη, μενε σέ να χωριό ξω πό τή Σμύρνη, στό Κουκλουτζά.
Φεύγοντας μέ τούς διωγμούς πό τό σπίτι της γιά νά πάει στό λιμάνι, φο μάζεψε σέ να μικρό ντορβά τά παραίτητα, εχε μπροστά της τρία σακιά μέ λίρες καί θελε νά πάρει τολάχιστον τό να.
ντί, μως, νά πάρει σακί μέ λίρες, πλωσε τά χέρια της καί πρε στόν κόρφο της τήν εκόνα τς Παναγίας μας.
φησε λοιπόν τίς λίρες, πρε τήν εκόνα γκαλιά καί τρεχε σάν παλαβή μέ τά πέντε μικρά της παιδιά νά φτάσει μέ κάθε τρόπο στό λιμάνι γιά νά προλάβει τά καράβια.
ταν φτασε, ο μαονες εχαν φύγει καί κανένας μαουνιέρης δέν τολμοσε νά πλησιάσει. Κάθισε τότε πελπισμένη σέ μιά γωνιά καί κλαιγε παρηγόρητα παρακαλντας συνέχεια τήν Παναγία νά τούς σκεπάσει καί νά τούς σώσει πό τήν λύσσα τν Τούρκων.
«Παναγία μου σσε μας, σέ παρακαλ, σσε τά παιδιά μου»ατά ταν τά λόγια τς πελπισμένης κείνης γυναίκας, πού κρατντας γκαλιά τά παιδιά της βλεπε τά χίλια μύρια νά συμβαίνουν γύρω της μέχρι πού σκοτείνιασε καί τό μόνο πού περίμενε ταν θάνατος!
Τότε πό τό πουθενά, μφανίστηκε νας βαρκάρης, ποος φο πλησίασε μέ τό μικρό του καΐκι τό μέρος το λιμανιο πού καθόταν γυνακα, τς λέει «Γρήγορα, νέβα πάνω. Σέ βλέπω τόση ρα πού κλας καί λυπήθηκα τά παιδιά σου. λα γρήγορα»!
νέβηκαν λοι στή βάρκα καί τήν τελευταία στιγμή πρόλαβαν τό καράβι πού φευγε! Ποιές λίρες, ραγε, καί πόσες θά μποροσαν νά φέρουν τόν βαρκάρη κείνη τήν ρα στό λιμάνι; Ποιά περιουσία μπορε νά γοράσει τήν Σκέπη τς Παναγία μας;!
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, βάζω λίγο τόν αυτό μου στή θέση το παππο μου τς γιαγις μου καί πραγματικά μέ πιάνει πόγνωση καί θλίψη. χι μόνο γι’ ατά πού πέρασαν λλά καί γιά μένα τόν διο, ταν βλέπω τήν βαθιά δική τους πίστη καί τήν ρηχή πίστη τήν δική μου.
Θά περίμενε κανείς λοι ο πρόσφυγες μετά πό λα ατά τά φρικτά πού πέρασαν νά ταν σαλεμένοι καί κάθε στιγμή νά βλασφημοσαν τόν Θεό.
Κι μως κενοι χι μόνο συνέχιζαν νά ζον φυσιολογικότατα καί μάλιστα μία ζωή χριστιανική, γεμάτη πό τό θέλημα το Θεο πού παραδειγμάτιζε τούς γύρω τους, λλά καί χωρίς νά βαρυγκωμήσουν σ’ κενον ποτέ γιά λα ατά πού πέρασαν.
Μάλιστα μάλωναν γρια μέ τούς δ λλαδτες, ταν ο δεύτεροι συχνότατα βλαστημοσαν τήν Παναγία καί τόν Χριστό.  δεκαεπτάχρονος, τότε, θεος  μου πιάστηκε στά χέρια μέσα στό τράμ, ταν νας λλαδίτης φο τόν βρισε τουρκόσπορο, ρχισε νά βλαστημ τήν Παναγία.
Καί ταν τούς πγαν στό τμμα καί τόν ρώτησε στυνόμος γιατί τό κανε, κενος μέ τά λίγα λληνικά πού ξερε το επε:
-ν σένα βριζαν μανολα σου τί κανες;
-Γιατί, βρισε τήν μάνα σου;
-μένα βρισε Παναγία μου, πιό πάνω πό μάνα μου. Τί πρεπε κάνω; Νά κάτσω νά κούω; (κάτι πού παρεμπίπτοντος κάνουμε μες σήμερα).
Μακάρι λοιπόν, νά εχαμε τήν πίστη καί τήν γάπη πού εχαν κενοι ο νθρωποι γιά τόν Χριστό. ς εχονται πό κε πού εναι γιά λους μς τούς λιγόπιστους, πού ,τι καί νά μς τύχει, ρχίζουμε τό «γιατί σ’ μένα» καί τό «τί Σο κανα καί μο τό ’στειλες ατό».
Θεός νά ναπαύει τίς ψυχές λων κείνων πού χάθηκαν τόσο βάναυσα κι πάνθρωπα κε, λλά καί σων κατάφεραν κι φτασαν δ καί τελείωσαν τήν γεμάτη βάσανα, πόνο καί δάκρυα πορεία τς ζως τους στά χώματα πού πατμε σήμερα μες, ο κοντινοί τους πόγονοι, ο δικοί τους νθρωποι … πού τόσο μά τόσο εκολα ξεχνμε, λησμονομε καί προδοτικά διαγράφουμε. 
Θεός νά μς φωτίζει!
 ντιγραφ γι τ  «σπιτκι τς  Μλιας»
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ Ι. ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΥΚΑΚΙΩΝ
ΕΤΟΣ ΙΓ’ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 – ΑΡΙΘ. ΤΕΥΧΟΥΣ 144-145 
Εκόνα π:  mikrasia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.