Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – ε΄. Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλύτης
…Μιά γυναῖκα διηγήθηκε πώς κάποτε τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε ὁ π. Ἠλίας βγῆκε φῶς ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στάθηκε πάνω του.Ἔκανε συχνά λιτανεῖες γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά πού ἐρχόταν. Ἔλεγε: «Ἀπό τά ξερά ξύλα καίγονται καί τά χλωρά. Ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καίγονται καί οἱ καλοί», «χωρίς καλά ἔργα ἡ πίστις νεκρά ἐστι».
Ἕνα ἀπόγευμα μόλις ἄρχισε νά σκοτεινιάζη, ὁ ἐγγονός τοῦ π. Ἠλία Γιῶργος Κυριακίδης εἶδε ἕνα περίεργο φῶς πού ἄρχισε νά ἀνεβαίνη ἀπό τό δάσος χαμηλά πρός τό βουνό πού ἦταν τό σπίτι, καί ὅλο δυνάμωνε. Σάν νά πῆρε φωτιά ὅλος ὁ τόπος καί τό παιδί ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ρώτησε ὁ π. Ἠλίας γιατί κλαίει καί τό παιδί τοῦ ἀνέφερε γιά τό φῶς. Γέλασε ὁ πατήρ καί τοῦ εἶπε: «Μήν κλαῖς παιδί μου, αὐτός εἶναι ὁ ἁη–Γιώργης. Εἶναι ὁ καιρός πού ἔρχεται στήν Ἐκκλησία».
Στά τελευταῖα του χρόνια δέν μποροῦσε νά περπατήση. Οἱ συχνές γαστρορραγίες, ὁ καρκίνος τοῦ προστάτη, ἡ αἱματουρία τόν εἶχαν καταβάλει ἀφάνταστα. Σηκωτό τόν πήγαιναν στήν Ἐκκλησία. Ὅλη τήν μέρα ἦταν σάν νεκρός ἀλλά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σάν νά ἔμπαινε μιά θεία δύναμη στό ἀδύνατο σῶμα του καί παρακαλοῦσε νά τόν πᾶνε στόν ἁη–Γιώργη. Διάβαζε ἐπί τρεῖς ὧρες τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο, ὕστερα λειτουργοῦσε καί κοινωνοῦσε τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονταν ἀπό μακρυά μέσα στά χιόνια.
Στίς 6 Δεκεμβρίου 1939 ἡμέρα Παρασκευή, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἄργησε, δέν σηκώθηκε κατά τό σύνηθες στίς 3. Ὁ ἅγιος Νικόλαος τόν ἀγαποῦσε πολύ, συχνά τοῦ ἐμφανιζόταν καί συνωμιλοῦσαν. Ἦρθε λοιπόν ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ ἅγιος Νικόλαος λουσμένος σέ φῶς, τόν ξύπνησε μ᾿ ἕνα θωπευτικό ἁπαλό χτύπημα καί γελοῦσε ὅλος ἀπό ἱλαρότητα.
Τό ἴδιο ἔτος 1939 ἔφυγαν τά παιδιά του γιά τήν Ἑλλάδα. Ὁ π. Ἠλίας ἐνέτεινε τούς ἀγῶνες του καί ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τήν ἔξοδό του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.
Ὅταν πλησίασε ὁ καιρός τῆς κοιμήσεώς του, τίς τελευταῖες μέρες ἔμεινε κατάκοιτος. Δέν δεχόταν φαγητό τρεφόμενος ἀπό τήν προσευχή. Κοιμήθηκε ὁσιακά μέ μεγάλη εἰρήνη τόν Ἰούλιο τοῦ 1946. Τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα φῶς κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί τό δωμάτιό του πλημμύρισε ἀπό εὐωδία. Τό δεξί του χέρι ἔγινε σάν τό κερί καί μαρτυροῦσε τίς κρυφές του ἐλεημοσύνες. Ἐτάφη κατά τήν ἐπιθυμία του στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀγαπημένου του Ἁγίου. Δεξιά του ἀργότερα ἐτάφη ἡ πρεσβυτέρα του Σωτήρα πού κοιμήθηκε τό 1963 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν καί ἀριστερά του ἡ κόρη του Ἀγάπη (Μαρία μοναχή).
Ἀπό τόν τάφο του τίς νύχτες ἔβγαινε φῶς. Οἱ στρατιῶτες ἀπό τά γύρω ρωσσικά φυλάκια τό ἔβλεπαν χωρίς νά μποροῦν νά τό ἐξηγήσουν καί αὐτό τούς φόβιζε. Κάθε νύχτα στίς δώδεκα ἀκριβῶς τά μεσάνυχτα, ἔβγαινε τό φῶς ἀπό τόν τάφο του καί ἔρρεε μύρο. Ὅσοι χρίονταν ἀπό τό μύρο, ἀπό ὅποια ἀρρώστια καί ἄν ἔπασχαν, ἀμέσως γίνονταν καλά. Αὐτά ἔγιναν γνωστά καί πλέον ἦταν τόσοι αὐτοί πού πήγαιναν νά θεραπευθοῦν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία, πού δέν μποροῦσαν νά κρυφθοῦν˙ ἔγινε φανερό προσκύνημα.
Τότε ὁ Διοικητής τῆς Ἀστυνομίας βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Ἤθελε μέν νά προστατεύση τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ μεγάλη συρροή τῶν πιστῶν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία δημιουργοῦσε προβλήματα καί ἡ κατάσταση ξέφευγε ἀπό τόν ἔλεγχό του, γι᾿ αὐτό ἀπεφάσισε νά κάνουν τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν. Ἄνοιξαν τόν τάφο σηκώνοντας τήν πλάκα καί βγῆκε φῶς ἀπό τόν τάφο. Τό λείψανο τοῦ παπα–Ἠλία ἦταν ἀκέραιο καί εὐωδίαζε. Τό ἔθαψαν πάλι καί ἀπαγόρευσαν στόν κόσμο νά προσέρχεται στόν τάφο. Ἀργότερα, ὅταν ἄλλαξαν τά πράγματα καί δόθηκε ἐλευθερία, οἱ πιστοί ἄρχισαν πάλι νά πηγαίνουν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία, τόν ἀνακήρυξαν Ἅγιο στό Βατούμ καί ἔβαλαν τήν εἰκόνα του στήν Ἐκκλησία.
Τό 1962 Γεωργιανοί Ἐπίσκοποι ἄνοιξαν πάλι τόν τάφο του. Τό λείψανό του δέν βρέθηκε. Ὁ τάφος του εἶχε συληθῆ. Μετά τήν κοίμησή του ἀνέβλυσε ἁγίασμα πού θαυματουργεῖ σέ ὅσους ἀρρώστους πλύνονται ἤ πίνουν.
Από το βιβλίο: «Ασκητές Μέσα στον Κόσμο Α'» – ε΄. Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.