Βρισκόμαστε στά 1823. Ἡ ἐπανάσταση ἔχει ξεκινήσει πρίν ἀπό δυό χρόνια. Μεσούσης ὅμως αὐτῆς, ἔχει ξεσπάσει καί ὁ γνωστός ἐμφύλιος στήν πλευρά τῶν ἐξεγερμένων. Οἱ ἔριδες, ἡ διχόνοια, οἱ συγκρούσεις, δίνουν καί παίρνουν. Σχεδόν ὅλοι οἱ καπεταναῖοι μέ τά ἔνοπλα ἐπαναστατικά σώματά τους ἐντάσσονται σέ ἀντίπαλες παρατάξεις, ἐμπλεκόμενοι, δυστυχῶς καί αὐτοί, στήν ἀδυσώπητη κόντρα τῶν διάφορων προνομιούχων «τζακιῶν» καί τῶν πολιτικῶν φατριῶν. Μία κόντρα τήν ὁποία τρέφει ἡ ἀκόρεστη δίψα γιά ἐξουσία καί ἐπιβολή, μέ τήν παράλληλη ὑποδαύλιση βέβαια καί τοῦ ξένου παράγοντα. Οἱ συνέπειες εἶναι ὀλέθριες γιά τόν ἀγώνα (ἀλλά δέν εἶναι τῆς παρούσης νά τό ἀναλύσουμε διεξοδικά). Εἶναι σημαντικό, πάντως, νά κατανοηθεῖ πώς ἡ περίοδος αὐτή ἔχει ὀξύνει τίς ἀντιθέσεις καί τίς ἔχθρες ἀνάμεσα στούς ὁπλαρχηγούς τῆς ἐπανάστασης. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ Ὀθωμανική ἐξουσία ἐκμεταλλευόμενη τά γεγονότα θεωρεῖ κατάλληλη τή συγκυρία γιά νά ἐπιχειρήσει μία μεγάλου εὔρους ἀντεπίθεση ὥστε νά τσακίσει μιά καί καλή το ἐπαναστατικό κίνημα. Το τεράστιο ἐκστρατευτικό σῶμα πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή τοῦ κειμένου μας, ἐντάσσεται σέ αὐτό τό γενικό σχεδιασμό. Πρωταρχικός στόχος εἶναι ἡ κατάπνιξη τῆς ἐξέγερσης στά ἀδάμαστα Ἄγραφα, σέ ὅλη τή Ρούμελη καί κατόπιν στό Μοριά. Κατ’ ἐντολή τοῦ Σουλτάνου, ὁ Μουσταής πασάς κατηφορίζει, ἀπό τήν Σκόνδρα τῆς Βόρειας Ἀλβανίας, πιάνει Τρίκαλα καί στή συνέχεια διατρέχει τήν Εὐρυτανική γῆ, μέσω Ἀγράφων, πυρπολώντας, λεηλατώντας καί σφάζοντας. Τίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις τοῦ Μουσταῆ πασᾶ στήν περιοχή, ἐνισχύουν καί πολυπληθῆ στρατεύματα τοῦ Σούλτζια Κόρτζια καί τοῦ Ἄγου Βασιάρη. Οι μισθοφορικές ἀρβανίτικες ὀρδές, ἀποτελούμενες ἀπό χιλιάδες Σκοδριανούς, γκέκηδες, μιδρίτες καί ἄλλους, ἐξαπολύονται ἐναντίον τῶν Στορνάρη καί Καραϊσκάκη, ἁρματολῶν Ἀσπροποτάμου καί Ἀγράφων ἀντίστοιχα.
Ὁ Στορνάρης φεύγει μέ τόν κόσμο του κατά τό Βάλτο χωρίς, κατ’ οὐσία, νά προβάλει καμιά ἀντίσταση. Ὁ Μουσταής περνάει ἀπό τόν Ἀσπροπόταμο ἀτουφέκιστος. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Καραϊσκάκης εκτός του τρομερά ἀρνητικοῦ συσχετισμοῦ δυνάμεων, ἔχει νά ἀντιμετωπίσει καί πολλά ἐπιπρόσθετα προβλήματα: τή συγκεκριμένη ἐποχή ἐκτός του ὅτι εἶναι σοβαρά ἄρρωστος, ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ καί ἀπό τούς ἄλλους καπεταναίους που τον ἔχουν αφησει μονάχο καί ἀβοήθητο, ἐνῶ παράλληλα ἔχουν προκύψει καί ἐσωτερικές διαφωνίες μέ διάφορα πρωτοπαλίκαρά του, πολλά ἐκ τῶν ὁποίων ἀποχωροῦν! Ὁ ”γιός τῆς καλόγριας”, μέ καμιά πεντακοσαριά πιστούς μαχητές που τοῦ ἔχουν ἀπομείνει, ἐλλίσεται μέσα στα αγραφιώτικα βουνα ἀποφεύγοντας νά συγκρουστεῖ κατά μέτωπο μέ τά λεφούσια του Μουσταή που περνωντας ἀπό τή μεριά τῆς Ὀξιᾶς σαρώνουν τά πάντα στό πέρασμά τους! Ὁ Καραϊσκάκης, ἔχει στο νοῦ του, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τήν προάσπιση τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Ἔτσι, ἀφού χωριζεί το νταϊφά του σέ μικρές εὐέλικτες ὁμάδες, δίνει κάποιες μεμονωμένες μάχες ἀντιπερισπασμοῦ, ὅπως στό Λεοντίτο, κατορθώνοντας νά φυγαδεύσει ὁλόκληρα χωριά τῆς περιοχής σε ἀπρόσιτα σημεῖα, μέσα σέ σπηλιές καί πυκνά δάση. Κατόπιν, δίνει ἐντολή γιά νά κατευθυνθοῦν ὄσo γίνεται περισσοτερες φαμίλιες ἀπό τούς διωκόμενους πληθυσμούς σε κάποιες ἐλεγχόμενες προστατευμένες περιοχες -κύρια στό Σοβολάκο- καί στή συνέχεια ἀποσύρεται πρός τά ἐκεῖ καί ὁ ἴδιος μαζί μέ κάμποσους ἐπίλεκτους συντρόφους του. Στήν αἱματηρή πορεία καθόδου τοῦ Μουσταῆ, ἀνάστημα ὀρθώνει ὁ θρυλικός ἀγραφιώτης Θανάσης Τσιάκας, παλιό Κατσαντωνόπουλο (βλ. σχετικό ἀφιέρωμα) πού παρενοχλεῖ μέ 30 (!!!) ἀτρόμητα παλικάρια τά στρατεύματα τοῦ Μουσταῆ στήνοντας καρτέρια θανάτου καί πραγματοποιώντας κάθε τόσο ξαφνικές ἐπιθέσεις στά στενά καί τίς κλεισοῦρες!
Τελικά ὁ ἐχθρός, μέ μιά συντονισμένη ματωμένη ἐπέλαση, φτάνει μέσα στό Καρπενήσι τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ σάν ἐνδιάμεσο σταθμό, μέ ἑπόμενο προορισμό τό μαρτυρικό Μεσολόγγι πού σχεδιάζουν νά χτυπήσουν ἀντάμα μέ τόν Ὀμέρ Βρυώνη τῆς Ἠπείρου. Στό κατειλημμένο Καρπενήσι, ὁ Μουσταής πασάς, μέ τόν ἀέρα πού τοῦ δίνει ἡ τεράστια ἀριθμητική του ὑπεροχή, ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ντόπιους καπεταναίους καί ἁρματολούς, δηλώσεις ὑποταγῆς καί ἔνταξης στό στράτευμά του γιά νά δώσει «συγχώρεση». Κάποιοι τό πράττουν, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ κατάπτυστος Νίκος Θέος, πού εἶχε παλιότερα δολοφονήσει τό Λεπενιώτη, τόν ἀδερφό τοῦ Κατσαντώνη. Ἄλλοι, προσπαθοῦν μέ διάφορα τεχνάσματα νά κερδίσουν χρόνο ὥστε νά ἀποφασίσουν ἐάν καί πως θα κινηθοῦν, ὅπως π.χ. ὁ ἁρματολός Γιολδάσης πού δῆθεν συνδιαλέγεται μέ τό Μουσταή ἐπιτυγχάνοντας προσωρινή δεκαπενθήμερη διορία μέ τίμημα, ὅμως, τήν ὁμηρία δικῶν τοῦ ἀνθρώπων. Ἐπίσης, ὁρισμένοι ὁπλαρχηγοί ἔχουν ἀποτραβηχτεῖ γιά ἀσφάλεια στά ἀπάτητα βουνά τους καί τέλος μερικοί σκόπιμα κωφεύουν! Ἡ συνολική κατάσταση εἶναι ἀπογοητευτική. Ὁ ἐχθρός, παρά τίς ὅποιες διάσπαρτες ἑστίες ἀντίστασης, ἔχει κατορθώσει νά ἐπιβάλλει τήν παρουσία του στόν τόπο.
Κοντά στό Βραχώρι (Ἀγρίνιο) βρίσκεται ὁ 33χρονος Μάρκος Μπότσαρης. Παλιός μπαρουτοκαπνισμένος Σουλιώτης ἀρβανίτης μαχητής καί νῦν στρατηγός τῆς Ἐπανάστασης στη Δυτικῆ Ἑλλάδα. Μαθαίνοντας τί συμβαίνει, περνάει ἀρχικά ἀπό τό Μεσολόγγι γιά νά παραβρεθεῖ σέ μία σύναξη συμφιλίωσης μέ ἄλλους ὁπλαρχηγούς –κατά κύριο λόγο Σουλιῶτες ἀλλά καί κάποιους Ρουμελιῶτες- μέ ὁρισμένους ἐκ τῶν ὁποίων βρίσκεται ἀπό παλιά σέ διένεξη (Τζαβελαίους). Ἐκεῖ ὁ Μάρκος, ἀφοῦ πρῶτα κάνει ἔκκληση γιά ἑνότητα πρό τοῦ κινδύνου τῆς ἐχθρικῆς ἐπέλασης, κατόπιν, γιά νά ἀποδείξει τοῦ λόγου τό ἀληθές καί γιά νά καταλαγιάσει ἐμπράκτως τίς χρόνιες ἀντιζηλίες καί ἀντιθέσεις, βγάζει τό δίπλωμα τοῦ στρατηγοῦ πού τοῦ ἔχει ἀπονεμηθεῖ ἀπό τήν πολιτική διοίκηση καί ἐνώπιον ὅλων το σκίζει λέγοντας: «νά μονιάσουμε χρειάζεται, τά χαρτιά δεν μας βοηθᾶνε, ὅποιος εἶναι ἄξιος, τό δίπλωμα τό παίρνει κατευθείαν ἀπό τό Σκόντρα πασά»! Στή συνέχεια ὁ Μάρκος Μπότσαρης, μέ τή συνδρομή καί μερικῶν ντόπιων ὁπλαρχηγῶν, συγκεντρώνει περίπου 1250 μαχητές (ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν 350-400 “δικοί του” Σουλιῶτες) καί ἀφοῦ ἐφοδιάζεται μέ πυρομαχικά ἀνηφορίζει κρυφά μέ τά παλικάρια του γιά τήν Εὐρυτανία. Στίς 30 τοῦ Ἁλωνάρη μήνα, συναντήθηκε στό Σοβολάκο μέ τόν Καραϊσκάκη, ὁ ὁποῖος (πιθανόν) τόν ἐνίσχυσε με ορισμένους πολεμιστές τῶν τμημάτων του, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν τόν ἀκολούθησε διοτι βαριά ἄρρωστος ἀπό φυματίωση καί μετακινούμενος πάνω σε ἕνα ξυλοκρέβατο, ἀναγκάστηκε νά ἀποσυρθεῖ στό μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ γιά νοσηλεία. (Κάποιοι, δύσπιστοι ἱστορικοί μελετητές, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ συγκεκριμένη στάση εἶχε νά κάνει μέ τήν παλιά ἔχθρα τοῦ Γιώργη Καραϊσκάκη μέ τούς Σουλιῶτες καί εἰδικά μέ τή φάρα τῶν Μποτσαραίων ἐξαιτίας παλιότερων συγκρούσεων μεταξύ των στά Ἄγραφα. Ἴσως αὐτό νά εἶχε κάποια βάση, ἀν δεν γνωρίζαμε πως ὁ Καραϊσκάκης ἔτρεφε, εἰδικά γιά τό Μάρκο, μεγάλη ἐκτίμηση καί σεβασμό, γεγονός πού θά διαφανεῖ παρακάτω).
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης φτάνει ἀπαρατήρητος κοντά στό Καρπενήσι, στό Μικρό Χωριό στίς ράχες τῆς Χελιδόνας. Ἀπό ἐκεῖ στέλνει μήνυμα γιά συνάντηση σέ ἄλλους διάσπαρτους καπετάνιους τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀρχίσει νά συγκλίνουν στή θέση Λακκώματα τῆς Καλιακούδας, ἐκεῖ ὅπου ἤδη βρίσκονται καί μερικοί ἀπό τούς Τζαβελαίους. Ὁ Μάρκος προσπαθεῖ νά τούς ἐμψυχώσει καί νά τούς συντονίσει ἔχοντας ὅμως νά ἀντιμετωπίσει καί τήν παραδοσιακή κόντρα μεταξύ Σουλιωτῶν-Στερεοελλαδιτῶν πού σίγουρα δυσκολεύει τή συνεννόηση καί τή συνεργασία. Ἐντούτοις, ἐπιτυγχάνει νά πραγματοποιήσει μέ πολλούς ἐξ αὐτῶν (Γιολδάσηδες, Κοντογιανναίους, Φωτομάρα, Σιαδήμα, Τζαβέλα κ.α.) μιά μυστική συναντηση στό χωριό Κλαψί, ὅπου ἐκεῖ προτείνει ταυτόχρονο αἰφνιδιαστικό χτύπημα τοῦ ἀντιπάλου ἀπό δύο πλευρές: Ὁ Μάρκος μέ 350 θά ἐπιτεθεῖ στόν Τζελαλεδίν μπέη εἰσβάλλοντας μέσα στό Κεφαλόβρυσο καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι (ἄλλες πηγές ἀναφέρουν 800 καί ἄλλες πολυ περισσότερους ἀπό 2000) θά ἐφορμήσουν στό ἐχθρικό στράτευμα ἀπό τήν κορυφογραμμή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα στά Πλατάνια, ἀποκόπτοντας παράλληλα μέ συντονισμένες ἐνέργειες καί τήν ἐπικοινωνία μεταξύ των διαφορετικῶν στρατοπέδων τοῦ ἐχθροῦ. Τό σχέδιο, παρά ἐπιμέρους διαφοροποιήσεις, ἐγκρίνεται. Ὅμως στήν πράξη δέν τηρήθηκε ἀπό ὅλους ὅπως εἶχε συμφωνηθεῖ. Ἐδῶ, λοιπόν, ὀφείλουμε νά σημειώσουμε κάτι ἰδιαίτερα σημαντικό: ἡ ἔκβαση τῆς καταδρομικῆς ἐπίθεσης τοῦ Μάρκου ἐναντίον τῶν στρατευμάτων τοῦ κατακτητῆ, θά εἶχε ἀκόμη μεγαλύτερη ἐπιτυχία ἐάν δέν ὑπῆρχαν οἱ παλινωδίες, οἱ ὑπεκφυγές καί ἐν τέλει ἡ πρώιμη ἀπόσυρση τῶν ἄλλων καπεταναίων οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἔριξαν μονάχα μερικές ντουφεκιές, “γιά τήν τιμή τῶν ὄπλων”, δέν κατῆλθαν καί ἀποχώρησαν γρήγορα δίχως νά συνδράμουν επί της οὐσίας τους Σουλιῶτες τοῦ Μπότσαρη στήν ἐπιχείρηση. Πλήν τοῦ Κίτσου Τζαβέλα πού αὐτός ἐνήργησε ὑποβοηθώντας τό Μάρκο.
Τό αὐγουστιάτικο φεγγάρι ἔχει λουφάξει στά σύννεφα καί ἡ νυχτιά εἶναι ἰδανική γιά τόν αἰφνιδιασμό. Οἱ μαχητές, ξεγελώντας τούς φρουρούς, διεισδύουν ἔξυπνα μέσα στό ἀντίπαλο στρατόπεδο καί κατευθύνονται ἀπαρατήρητοι πρός τίς σκηνές τῶν ἀξιωματούχων. Τήν κομβική στιγμή, πρῶτος ὁ Μάρκος δίνει μέ μιά σάλπιγγα τό σύνθημα τῆς ἐπίθεσης καί τραβώντας τή σπάθα χυμάει καταπάνω στόν ἐχθρό. Οἴ λίγοι ἀλλά ψυχωμένοι ἐπαναστάτες τόν ἀκολουθοῦν ἀλαλάζοντας σέ ἕνα γιουρούσι τρόμου, σκορπώντας τόν ὄλεθρο στούς ἀλαφιασμένους ἀρβανίτες τοῦ Τζελαλεδίν μπέη πού πρίν προλάβουν νά συνέλθουν πέφτουν κομμένοι. Τά παλικάρια τοῦ Μάρκου, μέ σημάδι τή χαρακτηριστική “μαντιλοδεσιά” πού λέγαμε παραπάνω, ἐνῶ ἀναγνωρίζονται καί συντονίζονται μεταξύ τους, καταφέρνουν μέ τήν ἀμφίεση καί τίς πολεμικές κραυγές τους, στήν ἀρβανίτικη γλώσσα, νά προκαλέσουν ἀπίστευτη σύγχυση καί ταραχή στόν ἐχθρό πού δέν μπορεῖ ἀρχικά οὔτε νά διακρίνει καί βέβαια οὔτε νά κατανοήσει τί συμβαίνει μέσα στό στρατόπεδο καί ἀπό ποιούς! Γιά πολλή ὥρα ἐπικρατεῖ πανδαιμόνιο καί μέσα στό χαμό οἱ ἐχθροί μακελεύονται ἀκόμη καί ἀναμεταξύ τους. Ἡ μάχη ἀνάβει γιά τά καλά καί οἱ δύο πλευρές συγκρούονται μέ μοναδικό πεῖσμα γιά ὧρες.
Ὁ Μάρκος, ὅμοιο λιοντάρι, δέν βρίσκει ἀναπαμό. Πολεμάει σά θηρίο, σπέρνει τό θανατικό δεξιά καί ἀριστερά, ὀργώνει τόν τόπο, μπαίνει μέ τό γιαταγάνι του σέ σκηνές ἀξιωματούχων καί τούς πετσοκόβει ἀλύπητα. Κάποια στιγμή μιά μπαταριά τόν πληγώνει στό βουβώνα ἀλλά δέ λυγίζει! Συνεχίζει ἀποφασισμένος. Ὥσπου, ὅταν πάει να σκαρφαλώσει σε ένα μαντρότοιχο γιά νά πραγματοποιήσει ἕφοδο, μᾶλλον πρός τή σκηνή τοῦ ἴδιου του Τζελαλεδίν μπέη, ἕνα θανατηφόρο βόλι τόν βρίσκει στό μέτωπο, στό δεξί φρύδι, καί πέφτει νεκρός. Ὁ ξάδερφός του, Τούσια Μπότσαρης, σκεπάζει με μία χλαίνη τό ἄψυχο σῶμα τοῦ ἀρχηγοῦ καί κατόπιν το φορτώνεται στήν πλάτη ἀπομακρύνοντας το κρυφά γιά νά μήν κιοτέψουν οἱ σύντροφοι. Κοντά στό χάραμα δίνεται καί τό σύνθημα τῆς συντεταγμένης ἀποχώρησης πρός τά βουνά, μέ κυρίαρχό το αἴσθημα τῆς νίκης. Ξοπίσω κείτονται νεκροί κοντά στούς 800 ἀπό τό μισοδιαλυμένο ἀντίπαλο στρατόπεδο καί σιμά στούς 60 ἐπαναστάτες. Οἱ λαβωμένοι εἰναι καμιά 40ριά. Οἱ μαχητές ἀνηφορίζουν θριαμβευτές στά εὐρυτανικά βουνά φορτωμένοι μέ λάφυρα, ὅπλα κι ἄλογα καί μέ αἰχμάλωτο τόν ἴδιο τόν Ἄγο Βασιάρη! Ἡ χαρά τῆς ἐπιτυχίας μετατρέπεται σέ θρῆνο ὅταν στόν Κώνισκο ἀντικρίζουν τόν Τούσια Μπότσαρη μέ τό νεκρό ἀρχηγό. Ὁ ἐπιτόπου ἀποκεφαλισμός τοῦ συλληφθέντα Ἄγου Βασιάρη (σ.σ. ἦταν αὐτός πού παλιότερα εἶχε συλλάβει καί ὁδηγήσει στά Γιάννινα τό θρυλικό Κατσαντώνη) εἶναι ἡ ἄμεση ἀπάντηση γιά τό χαμό τοῦ καπετάνιου. Οἱ ἔνοπλοι συνεχίζουν τήν περιπετειώδη ἀνάβαση. Περνώντας ψηλά ἀπό τόν Προυσό, ὁ ἄρρωστος Καραϊσκάκης βγαίνει σερνάμενος ἀπό τό μοναστήρι καί προσκυνάει τό ἄψυχο κορμί τοῦ Μάρκου λέγοντας: «Ὁ Μάρκος ἤτανε τρανός. Εἶχε μυαλό ὅσο κανείς ἄλλος. Οὔτε τό δάχτυλό του δέν φτάνουμε ἐμεῖς.Ἄμποτες ἥρωα Μάρκο ἀπό τέτοιο βόλι νά πήγαινα κι ἐγώ».
Ἡ πομπή φτάνει στό Μεσολόγγι μέ τό νεκρό Μάρκο δεμένο ὁλόρθο πάνω στό ἄλογό του, περιστοιχισμένο ἀπό 100 διαλεχτούς συντρόφους του. Ὁλόκληρη ἡ πόλη θρηνεῖ καί μέ μία περίλαμπρη κηδεία τιμᾶ τόν ἀτρόμητο λεβέντη πού δέν δίστασε νά τά βάλει μέ ὁλόκληρο στρατό! Στήν Εὐρώπη ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου Μπότσαρη προκαλεῖ τεράστια συγκίνηση στούς ἀλληλέγγυους πρός τήν ἐπανάσταση, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ Τοῦρκοι πανηγυρίζουν τό χαμό του, ρίχνοντας χαρμόσυνες κανονιές ἀπό τά φρούρια ὅλων των εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τους! Ὅμως τό μεγάλο γεγονός πού κατέγραψε ἡ θυσία τοῦ Μάρκου εἶναι ὅτι τό πάθος ἑνός γενναίου καί ἀποφασισμένου ἐπαναστάτη εἶναι δυνατότερο ἀπό κάθε ἀντίπαλο ὅσο ἰσχυρός καί ἄν εἶναι αὐτός!
Σήμερα… ἐκεῖ στό εἰδυλλιακό Κεφαλόβρυσο (μόλις 2,5 χιλιόμετρα ἀπό τό Καρπενήσι) μέ τά αἰωνόβια πανύψηλα πλατάνια, τίς λίμνες, τό ξύλινο γεφυράκι καί τίς δροσερές πηγές, διαλέγουμε πολλοί ἀπό ἐμᾶς νά πιοῦμε τόν καφέ ἤ τό κρασί μας στό ἐξοχικό κεντράκι πού φωλιάζει καταμεσίς στό πανέμορφο τοπίο. Ἅς θυμόμαστε πού καί πού νά ἀφήνουμε ἕνα κόκκινο γαρύφαλλο ἐκεῖ στό παλιό ἤ στό καινούργιο μνημεῖο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη. Εἶναι φόρος τιμῆς στό αἷμα τοῦ μεγάλου ἐπαναστάτη πού πότισε τόν τόπο αὐτό. Γιατί, ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ!
*Γιά τή συγγραφή αὐτοῦ του ἄρθρου, ὁ ΑΠΤ ἀντλησε κάποια χρήσιμα ἱστορικά στοιχεῖα ἀπό τήν προσωπική του βιβλιοθήκη καί τά βιβλία των: Μ. Γκιόλια (“Ἱστορία τῆς Εὐρυτανίας στούς νεότερους χρόνους 1393-1821”, ἐκδόσεις Πορεία), Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (τόμος ΙΒ, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν), “Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους” (Τόμος 7ος Παπαρρηγόπουλος), Κ. Δέτσικα (“ΚαραΙσκάκης ὁ στρατάρχης”, ἐκδόσεις Ἡλιοτρόπιο) καί Χ. Μηχιώτη (“Τυμφρηστός καί Τυμφρήστιοι”, ἐκδόσεις Κασταλία)
“Εὐρυτάνας Ἰχνηλάτης”
Ἕνα ἱστορικό κείμενο τοῦ ΑΠΤ γιά τό blog “Εὐρυτάνας Ἰχνηλάτης”
ΠΗΓΗ Ε.Ρ.Ω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.