Όρθια, στητή, δεσπόζουσα, υπερχρονική και υπεριστορική παρουσία, μεσίτρια μεταξύ Χριστού και ανθρώπων, μεταξύ ουρανού και γης.
Έτσι ιστορεί ο βυζαντινός αγιογράφος τη Θεοτόκο στο γεγονός της Αναλήψεως.
Η συνείδηση της Εκκλησίας τη θέλει εκεί στο επισφράγισμα του λυτρωτικού έργου του Υιού της, στο πλήρωμα της θείας οικονομίας, στην ένωση γης και ουρανού, στηνυπερύψωση της σαρκός που περιεβλήθη διά της Θεοτόκου ο Χριστός και στη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Πατέρα Του.
Άξονας στην όλη σύνθεση της Αναλήψεως η Παναγία τοποθετείται ακριβώς κάτω από τη «δόξα» του Υιού της δεόμενη ισχυρώς, αλλά ήρεμη και ατάραχη μεταξύ των Αποστόλων, εκφράζοντας το αμετακίνητο της Εκκλησίας, γιατί αυτή αποτελεί την προσωποποίηση της Εκκλησίας, μεσολαβεί και ικετεύει για τη σωτηρία του πληρώματός της. «Η εκκλησιαστική σημασία της υπογραμμίζεται από την λεπτή κατακόρυφη στάση της προς τα επάνω και από τα χέρια της τοποθετημένα σαν προσφορά και ικεσία για τον κόσμο.»
Στην Ανάληψη του Κυρίου, τη στιγμή που στα μάτια των μαθητών αποκαλύπτεται η θεία φύση του Διδασκάλου τους, η Θεοτόκος υπογραμμίζει την ανθρώπινη φύση Του, την επί γης παρουσία Του και την αιώνια μαρτυρία της αποκαλύψεως του λόγου Του διά της Εκκλησίας. Αφού η Θεοτόκος είναι η «ἀδιάψευστη μαρτυρία τῆς θείας ἐνσαρκώσεως καί τῆς αἰωνίου παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς».
Άλλη μια φορά η παράδοση στη λειτουργική τέχνη, ενώνει δύο πραγματικότητες, το ιστορικό γεγονός και την «αποκάλυψη που ξεπερνά τα σύνορα του καιρού». Γιατί η Θεοτόκος γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην Ανάληψη και στην Δευτέρα παρουσία του Υιού της και βεβαιώνει για τη δική μας ανύψωση στη δόξα της κεφαλής της Εκκλησίας, στη δόξα του Χριστού. Γι’ αυτό ελκύει η Θεοτόκος τόσο τα μάτια και την καρδιά μας από τη Σάρκωση του Κυρίου έως την Ανάληψη και έως τη δική της Μετάσταση, αλλά και κάθε μέρα και ώρα συγκεντρώνει της παρακλήσεις και τις ελπίδες μας.
Μεταξύ ουρανού και γης η Θεοτόκος, η Μητέρα κάθε χαράς και ευλογίας όλης της κτίσεως, των ανθρώπων και των αγγέλων, η μόνη παρρησία και μεσίτρια ουρανού και γης του μόνου Μεσίτου Θεού και ανθρώπων, του Χριστού.
Ποια είναι η χαρά της εορτής της Αναλήψεως; (Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη)
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά, όπως λέει το ευαγγέλιο (Λουκ. Κδ΄52).
Ο Κύριος ξέρει ποια χαρά τους έδωσε, και οι ψυχές τους ζούσαν αυτή τη χαρά.
Η πρώτη τους χαρά ήταν πως γνώρισαν τον αληθινό Κύριο Ιησού Χριστό.
Δεύτερη χαρά, πως Τον αγάπησαν.
Τρίτη, πως γνώρισαν την αιώνια, ουράνια χαρά.
Και τέταρτη χαρά, πως ποθούσαν τη σωτηρία του κόσμου, όπως τη δική τους.
Και τέλος, χαίρονταν, γιατί γνώρισαν το Άγιο Πνεύμα και είδαν πώς ενεργεί Αυτό μέσα τους.
Οι Απόστολοι περιόδευαν στη γη και κήρυτταν στο λαό το λόγο για τον Κύριο και τη βασιλεία των Ουρανών. Oι ψυχές τους όμως ποθούσαν και διψούσαν να δουν τον αγαπημένο Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν το θάνατο, αλλά τον συναντούσαν με χαρά’ κι αν ήθελαν να ζουν στη γη, αυτό γινόταν μόνο για χάρη του λαού, που τον αγαπούσαν.
Οι Απόστολοι αγαπούσαν τον Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν κανένα πάθημα. Αγαπούσαν τον Κύριο, αγαπούσαν και το λαό, κι η αγάπη αυτή απόδιωχνε κάθε φόβο από μέσα τους. Δεν φοβόνταν ούτε μαρτύριο ούτε θάνατο, γι’ αυτό κι ο Κύριος τους απέστειλε στον κόσμο να φωτίσουν τους ανθρώπους.
( Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.