Ετικέτες

8.4.18

Αληθώς Ανέστη

 ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

Αληθώς  Ανέστη

Η ΠΛΑΝΗ πάντα αυτοκαταστρέφεται και, χωρίς να το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφόσον έφραξαν με το βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως, μολονότι δεν έγινε κλοπή, ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο πως ο Χριστός αναστήθηκε. Είδες πώς, και μη θέλοντας, στηρίζουν την αλήθεια;


Αλλά και πότε θα Τον έκλεβαν οι μαθητές; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από το νόμο ούτε να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν το νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί, οι τόσο δειλοί, να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;

Και στ' αλήθεια, που στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους έντεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.

Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε το λόγο μιας υπηρετριούλας, κι αν όλοι οι άλλοι, όταν είδαν το Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν από το νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλιάδες και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειωθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστημένου;

Αλλά σ' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν, ανόητοι, το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το εβραϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που υποψιάζονταν και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;

Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί, οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πώς, με όσα κάνουν οι Εβραίοι, πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψέματα, οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει από την άγρυπνη προσοχή της κι από τα ξίφη της). Κι έπειτα, γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς, αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν υπήρχε ακόμα φρουρά στον τάφο, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα - γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί. Και, βέβαια, δεν τους έμελε που τα έκαναν αυτά σε μέρα Σαββάτου, παρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου. Βλέπετε, μόνο ένα πράγμα είχαν στο νου τους, το πώς με κάθε πανουργία θα πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως ήταν δείγμα τόσο έσχατης μωρίας όσο και συνταρακτικού φόβου. Γιατί, άραγε, Τον φοβούνταν νεκρό εκείνοι, που Τον έπιασαν ζωντανό; Αλλά η πέτρα και η σφραγίδα και η φρουρά, που δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, για να μάθουν οι Εβραίοι ότι με τη θέλησή Του έπαθε όσα έπαθε. Με όλα αυτά ένα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει δημόσια γνωστή η ταφή, κι έτσι να πιστέψουν οι άνθρωποι στην Ανάσταση.

Και τί γύρευαν στο έδαφος τα σουδάρια, τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και διηγήθηκε τα θαυμαστά γεγονότα στους αποστόλους, εκείνοι, χωρίς καθυστέρηση, τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να Τον κλέψουν, δεν θα Τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό, άλλα και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τί θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θα 'φευγαν γρήγορα.

Γι' αυτό, άλλωστε, πρωτύτερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης είπε, ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα, που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι στα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν. ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην πιστέψεις εκείνους που λένε ότι Τον έκλεψαν. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, για να σπαταλήσει σ' ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα ξόδευε πολύ χρόνο, και ήταν φυσικό, καθυστερώντας, να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά από το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς, ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από δω λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε, και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφτηκαν όλα τούτα, και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: "Πείτε εσείς πως Τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα".

Υποστηρίζοντας πως οι μαθητές Τον έκλεψαν, επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν, πάντως, ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται αναλήθευτη και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει κι από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.

Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί, μόλις αναστήθηκε, να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους.

Το ότι δεν υπήρχε όμως τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν πίστεψαν, άλλα κι εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού τόσο, που ήθελαν να σκοτώσουν και Αυτόν και το Λάζαρο.

Αφού λοιπόν, όταν ανέστησε άλλον, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά κι εξαγριώθηκαν εναντίον Του, αν τους φανερωνόταν όταν αναστήθηκε ο ίδιος, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Του, κι έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάστηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλαδή σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα, που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια από τα καρφιά και το τραύμα από τη λόγχη.

Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή Του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί η ίδια η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.

Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν το Χριστό αναστημένο, πώς τους ήρθε να φανταστούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν, ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;

Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα τεκμήρια από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνιστούν με τόση γενναιότητα, για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν τόσα χρόνια νεκρωμένα από την αμαρτία;

Κι αν ακόμα ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια, αλλά θα είχε επιτέλους κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές και άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα πιο άσχετο και με τη φιλοσοφία και με το να πείσεις κάποιον να σκέφτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πολύ περισσότερο που οι απόστολοι όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα από το παρελθόν ότι θα επικρατήσουν, αλλ' απεναντίας είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.

Πολλοί είχαν επιχειρήσει τον καιρό εκείνο να επιβάλουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλ' απέτυχαν. Και όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολλούς. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας, π.χ., έχοντας πλήθη ανθρώπων, χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς τους*.

Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός για να τους δι­δάξει. Αλλ' ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν ατένιζαν τα μελλοντικά αγαθά; Τί κέρδος προσδοκούσαν, με το να οδηγήσουν όλους σ' έναν που πέθανε και δεν αναστήθηκε, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι, που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στ' αμέτρητα αγαθά, δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα μάταια, ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση κι αν ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε, προσπαθώντας να τα πλάσουν όλ' αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς από τον ουρανό.

Άλλωστε, κι αν ακόμα είχαν μεγάλη προθυμία όσο ζούσε ο Χριστός, αυτή θα έσβηνε μόλις Εκείνος πέθανε. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' Αυτόν, μα θα Τον θεωρούσαν απατεώνα. Γιατί τους είχε βεβαιώσει ότι θ' αναστηθεί ύστερ' από τρεις ημέρες και τους είχε υποσχεθεί τη βασιλεία των ουρανών. Τους είχε πει ακόμα ότι θα λάβουν το Άγιο Πνεύμα, θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη και τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Όσο κι αν Τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα Τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο.

Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: "Βεβαίωσε ότι σε τρεις ημέρες θ' αναστηθεί, και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν Το έστειλε. Πώς λοιπόν να Τον πιστέψουμε για τα μελλοντικά, αφού διαψεύδονται τα τωρινά;".

Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, διαλαλούσαν πως αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα, ενώ επιπλέον ξεσήκωσε και ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα Τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύσσουν την απάτη και να Τον λένε απατεώνα και μάγο! Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν, ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα. Αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθητές κι έλεγαν; "Εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε", πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν, δεν αναρωτιέσαι, γιατί ν' ανταλλάξουν όλ' αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατότερη απ' όλ' αυτά τα γήινα αγαθά;

Κι αν, με όσα είπαμε ως τώρα, δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμα οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, για κανένα λόγο δεν θα κήρυσσαν στ' όνομά Του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε, γιατί θα χρησιμοποιούσαν τ' όνομά Του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί, κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν, θα χάνονταν, φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε πως η αγάπη των μαθητών στο Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμα, μαραινόταν σιγά-σιγά από το φόβο του επικείμενου μαρτυρίου. Όταν τους μίλησε για τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και το σταυρό, πάγωσαν από το φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να Τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με το Χριστό φοβόταν το θάνατο, χωρίς Αυτόν και τους άλλους μαθητές, δηλαδή μόνος του, πώς θ' αποτολμούσε;

Ύστερα, πίστευαν πως θα πεθάνει μεν, αλλά και πως θ' αναστηθεί. Κι όμως, υπέφεραν τόσο. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, πώς δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί, από την απελπισία τους για την απάτη κι από τη φρίκη για όσα τους περίμεναν; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τί θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλο ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή, τότε που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.

Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς από τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις που έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονιάδες, σ' εκείνους που Τον σταύρωσαν και Τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι σταυρωτές γίνονται πιστοί, τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και η απόδειξη της Αναστάσεως λάμπει.

Για να πιστεύουν τα πλήθη, σημαίνει πως οι μαθητές έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και έμεινε νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στ' όνομά Του; Πώς πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βέβαια έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν, και μολαταύτα κυριαρχούσαν παντού, αυτό θα ήταν θαύμα ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί κι αγράμματοι άνθρωποι.

Ασφαλώς, ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε, και χωρίς να θέλουν, κηρύσσουν, ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο, ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω πάλι: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στ' όνομά Του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς, βέβαια, δεν κάνει μετά το θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ, μετά το θάνατο του Χριστού, γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και ως προς τον τρόπο και ως προς τη φύση: Ως προς τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Ως προς τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε, μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή Του, οι δούλοι Του, επικαλούμενοι απλά το σεβάσμιο και άγιο όνομά Του, μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή Του.

Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται, αμέσως μετά το Σταυρό και την Ανάστασή Του, οι «Πράξεις», που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατεξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν Τον είδες αναστημένο με τα μάτια του σώματος; Αλλά Τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν Τον είδες ούτε με τα μάτια τούτα; Θα Τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.

Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα από τα προηγούμενα: Όχι έναν νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι έναν τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.

Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο σφαγμένος Χριστός έδειξε μετά το θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη Του, και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κινδύνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλ' αναστημένου και ζωντανού.

Πρόσεξε, παρακαλώ: Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος, από το φόβο τους Τον πρόδωσαν κι εξαφανίστηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα Τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που Τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό, και μες στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει πως ο σταυρωμένος και θαμμένος Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη μέρα και ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλ' αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.

Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού; Στην Ανάσταση! Τον είδε και συνομίλησε μαζί Του και άκουσε για τα μελλοντικά αγαθά, κι έτσι πήρε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με το κεφάλι προς τα κάτω.

Μα το πιο σπουδαίο είναι πως όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε Τον είδε ποτέ ούτε απόλαυσε τη συντροφιά Του, έδειξε τόσο ζήλο για χάρη Του, ώστε Του πρόσφερε θυσία την ίδια τη ζωή του.

Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν το θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός κι αποτρόπαιος ακόμα και σε άνδρες, και μάλιστα αγίους.

Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά, δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως το να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν, λέω, να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να ποθήσουν μόνο τη μέλλουσα ζωή!

Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ένας νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν, και κανένας τους δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος. μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν και οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!

*  Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από το λόγο του έντιμου Φαρισαίου Γαμαλιήλ στο μεγάλο συνέδριο του Ισραήλ: "Πριν από λίγο καιρό ξεσηκώθηκε ο Θευδάς κι έκανε τον σπουδαίο, και πήγαν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Αυτός σκοτώθηκε, όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και το κίνημά του έσβησε. Ύστερα ξεσηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος και παρέσυρε στην επανάστασή του λαό πολύ. Κι εκείνος χάθηκε κι οι οπαδοί του όλοι διασκορπίστηκαν" (βλ. Πράξ. 5:36-37).

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
"ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ"
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ  


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ Ιωάννης Α', αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρυσόστομος, όπως επονομάστηκε για την απαράμιλλη ευγλωττία του, είναι η εξοχότερη εκκλησιαστική μορφή όλης της οικουμένης από τη μεταποστολική εποχή μέχρι σήμερα.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας γύρω στα 350. Παιδαγωγήθηκε άριστα από την ενάρετη μητέρα του Ανθούσα και μορφώθηκε άρτια από τους έγκριτους δασκάλους του φιλόσοφο Ανδραγάθιο και ρήτορα Λιβάνιο. Μετά τη φοίτησή του στη Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας, έζησε ασκητικά για οκτώ χρόνια. Το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας, τον ομολογητή, και πέντε χρόνια αργότερα πρεσβύτερος από τον άγιο Φλαβιανό Αντιοχείας.

Ύστερ' από δεκαεξάχρονη εκκλησιαστική δράση στη γενέτειρά του, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της οποίας διαδέχθηκε το 398, παρά τη θέλησή του, τον άγιο Νεκτάριο.

Σύντομα, συγκροτώντας επιτελείο εκλεκτών συνεργατών (Πρόκλος, Ηρακλείδης, Κασσιανός, Ολυμπιάς κ.ά.), επιδόθηκε με φλογερό ζήλο σ' ένα πολύπλευρο έργο, εκκλησιαστικό και φιλανθρωπικό - κήρυγμα, διδαχή, ανάπτυξη της ιεραποστολής, αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, ηθική εξύψωση του κλήρου, διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας.

Τόσο η ανακαινιστική δραστηριότητά του όσο και το "χρυσό στόμα" του έκαναν το λαό να τον αγαπήσει με πάθος και να γεμίζει ασφυκτικά τους ναούς, για ν' ακούσει τα συναρπαστικά κηρύγματά του. Η ελεγκτική γλώσσα του, όμως, που δεν χαριζόταν ούτε στο παλάτι, δημιούργησε πολλούς εχθρούς. Αυτοί συνασπίστηκαν εναντίον του και, με κύριο μοχλό τη ματαιόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, πέτυχαν την εκτόπισή του το 404. Πέθανε εξόριστος το 407 στα Κόμανα του Πόντου. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. αμήν».

Από την πλουσιότατη συγγραφική παραγωγή του ιερού Χρυσοστόμου ξεχωρίζουν οι υπέροχες ομιλίες του, στις οποίες αναλύει με σαφήνεια και πειστικότητα ζητήματα ηθικά, κοινωνικά, ερμηνευτικά, δογματικά.

Λαμπρά δείγματα της εκπληκτικής ρητορείας του κορυφαίου ιεράρχη είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα από διάφορες ομιλίες του, όπου, με επιχειρηματολογία αμάχητη, απαντά πειστικά σ' όσους αμφισβητούν την ανάσταση του Χριστού, για να διακηρύξει στο τέλος θριαμβευτικά ότι «αληθώς ανέστη» ο Κύ­ριος!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.