Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης ( Λόγοι Διαδαχῆς)
Ἐγὼ σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάποτε μὲ πλησίασε μία Γερόντισσα ἐκεῖ καὶ λέει:– Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
– Μὰ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ τοὺς καλογήρους, θὰ ἐξομολογήσω καλογριές;
– Ὄχι, θέλω νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, λέει.
– Ἔ, πὲς τὸν λογισμό σου.
Ἀφοῦ εἶπε κι ἐκείνη τὰ βάσανά της -γιατὶ πάντα βάσανα θὰ σοῦ πεῖ, δὲν θὰ σοῦ πεῖ χαρὲς- λέει:
«Εἶδα σὰν ἕνα ὅραμα, ὅτι πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καθόντουσαν οἱ Πατριάρχαι Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ λέω: Οἱ Πατριάρχαι εἴσαστε;
– Ναί, λένε, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
– Νά ῾ρθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
– Ἔλα.
– Ἀπὸ ποῦ νά ῾ρθω;
– Νά, ἀπὸ ῾κεῖ, ἀπ᾿ τὸν δρόμο.
– Δὲν βλέπω κανέναν δρόμο.
– Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, δὲν βλέπω δρόμο.
– Ψάξε, βρὲ εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι δεκαπέντε πόντους, πῶς θὰ περάσω; Ὅλο ἀγριοπούρναρα καὶ ἀγκάθια. Θὰ σχίσω τὰ φορέματά μου, θὰ ματώσω τὰ ποδάρια μου.
– Ἄ, κι ἐμεῖς ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω.»
Τὸ πράγμα θέλει νὰ πεῖ ὅτι διὰ μέσου τῶν θλίψεων, διὰ μέσου τῶν στενοχωριῶν, διὰ μέσου του αἵματος, ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό.
Μὲ ἀμεριμνία καὶ μὲ ἄνεση, μὲ αὐτοκίνητο δὲν πᾶμε, πάτερ, στὸν Παράδεισο. Θὰ δώσεις αἷμα, νὰ πάρεις πνεῦμα.
Πηγή: Nektarios
Εικόνα από:lighthouseofchrist
το «σπιτάκι της Μέλιας»
Ἐγὼ σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάποτε μὲ πλησίασε μία Γερόντισσα ἐκεῖ καὶ λέει:– Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
– Μὰ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ τοὺς καλογήρους, θὰ ἐξομολογήσω καλογριές;
– Ὄχι, θέλω νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, λέει.
– Ἔ, πὲς τὸν λογισμό σου.
Ἀφοῦ εἶπε κι ἐκείνη τὰ βάσανά της -γιατὶ πάντα βάσανα θὰ σοῦ πεῖ, δὲν θὰ σοῦ πεῖ χαρὲς- λέει:
«Εἶδα σὰν ἕνα ὅραμα, ὅτι πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καθόντουσαν οἱ Πατριάρχαι Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ λέω: Οἱ Πατριάρχαι εἴσαστε;
– Ναί, λένε, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
– Νά ῾ρθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
– Ἔλα.
– Ἀπὸ ποῦ νά ῾ρθω;
– Νά, ἀπὸ ῾κεῖ, ἀπ᾿ τὸν δρόμο.
– Δὲν βλέπω κανέναν δρόμο.
– Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, δὲν βλέπω δρόμο.
– Ψάξε, βρὲ εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι δεκαπέντε πόντους, πῶς θὰ περάσω; Ὅλο ἀγριοπούρναρα καὶ ἀγκάθια. Θὰ σχίσω τὰ φορέματά μου, θὰ ματώσω τὰ ποδάρια μου.
– Ἄ, κι ἐμεῖς ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω.»
Τὸ πράγμα θέλει νὰ πεῖ ὅτι διὰ μέσου τῶν θλίψεων, διὰ μέσου τῶν στενοχωριῶν, διὰ μέσου του αἵματος, ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό.
Μὲ ἀμεριμνία καὶ μὲ ἄνεση, μὲ αὐτοκίνητο δὲν πᾶμε, πάτερ, στὸν Παράδεισο. Θὰ δώσεις αἷμα, νὰ πάρεις πνεῦμα.
Πηγή: Nektarios
Εικόνα από:lighthouseofchrist
το «σπιτάκι της Μέλιας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.