Της Λένας Σαββίδου.
Μάρτης του 1936 και στο πρώτο τεύχος των Ποντιακών φύλλων δημοσιεύεται ένα κείμενο του Καπασακάλη Κωνσταντίνου με θέμα του την ασήμωση της σκεπής της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα. Γνωρίζοντας σήμερα πως η Μονή δεν είναι ασημοσκέπαστη, το ενδιαφέρον τονώνεται για το τι διαδραματίστηκε τότε και η σκεπή του μοναστηριού διατηρήθηκε ως έχει.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Καπασακάλη, στα χρόνια του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τους Πέρσες και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Βεζύρη Φερχάτ Πασά εναντίον της Βαγδάτης, το στράτευμα του Βεζύρη που βρισκόταν στην περιοχή του Πυξίτη οδεύοντας προς Περσία, χρειάστηκε κατάλυμα. Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των μοναχών της Μονής της Παναγίας Σουμελά, ο Βεζύρης αποφάσισε την εκεί παραμονή του.

Οι μοναχοί, άνθρωποι του Θεού και μαθημένοι στις ξαφνικές επισκέψεις, τον δέχθηκαν εγκάρδια, τον φίλεψαν και τον φιλοξένησαν. Ο Βεζύρης θαύμασε όχι μόνον την ομορφιά του τόπου και του μοναστηριού μα και την οργάνωση του.

Είδε στην άκρη της γης, εκεί που ουρανός σκεπάζει τα δάση με τα σύννεφα του, ένα μοναστήρι με κτίσματα σωρό, περίλαμπρη αγιογράφηση, βιβλιοθήκες, μαγειρεία, φούρνους, αγροκτήματα και μια κοινότητα μοναχών σε πλήρη άνθιση, με οικονομική αυτάρκεια.

Στην ερώτηση του προς τον ηγούμενο πως τα κατάφεραν όλα τούτα αποκομμένοι έτσι όπως ζούσαν από τον υπόλοιπο κόσμο, ο ηγούμενος του μίλησε για ένα μυστικό ρητό που περνούσε μέσα στους αιώνες από ηγούμενο σε ηγούμενο και την ευλάβεια με την οποία το τηρούσαν και τα θαυμαστά αποτελέσματα του, που ήταν όλα τούτα που ο Βεζύρης έβλεπε και θαύμαζε.

Ως ήταν φυσικό ο Βεζύρης θέλησε να το μάθει και ο ηγούμενος δεν του αρνήθηκε τη γνώση: «Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που σήμερα μπορείς να κάνεις».

Ενθουσιασμένος ο Βεζύρης διέταξε ευθύς αμέσως τούτο το ρητό να χαραχθεί στο ασημένιο κανάτι που χρησιμοποιούσε καθημερινά στην προσευχή του για να μην το ξεχάσει ποτέ.


Οι αμέσως επόμενες ημέρες βρήκαν το Βεζύρη πολύ μακρυά από το μοναστήρι της Παναγίας να μάχεται για την Αυτοκρατορία. Στη σκέψη του, η επίσκεψη του στη μονή είχε σβηστεί και μοναχά ο ενθουσιασμός του για την εκπόρθηση της Βαγδάτης επικρατούσε.

Φτάνοντας στα τείχη της δέχθηκε αντιπροσωπεία των Περσών που τον επισκέφθηκε για να του παραδώσει αναίμακτα την πόλη με την παράκληση πως μιας και ο ήλιος είχε ήδη πέσει να γίνει η παράδοση της επόμενη το πρωί που όλοι θα ήταν πιο ξεκούραστοι. Δέχθηκε ο Βεζύρης και ευχαριστημένος ξεκίνησε τη διαδικασία της προσευχής του για να ευχαριστήσει το Θεό που όλα καλά του τα έφερε.

Τότε είδε το ρητό στο κανατάκι, θυμήθηκε τον ηγούμενο της Σουμελά που του τόνισε πως όλα τα θαυμαστά με την ευλαβική τήρηση αυτού του ρητού τα κατάφεραν και αποφάσισε να προχωρήσει σε κατάληψη της Βαγδάτης το ίδιο εκείνο βράδυ, αθετώντας τον λόγο του.

Η κατάληψη της πόλης έγινε με ευκολία περισσή γιατί ο στρατός που φρουρούσε την πόλη δεν τον περίμενε, μα είχε επαναπαυτεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κι έτσι σε λίγες ώρες η Βαγδάτη ήταν στα χέρια του Βεζύρη.

Εκείνο το πρωινό κι ενώσω ο Βεζύρης περιδιάβαινε τα τείχη της πόλης ως νικητής, διαπίστωσε πως στρατιωτικές ομάδες διάσωσης της πόλης ερχόταν από μακρυά. Τότε κατάλαβε το δόλιο σχέδιο των Περσών.

Την ώρα που αυτός θα βρισκόταν μέσα στην πόλη και θα γινόταν η τελετή παράδοσης της, οι Περσικές δυνάμεις που θα κατέφθαναν, θα τον εγκλώβιζαν μέσα σε αυτήν και όντας ανάμεσα σε δυο πυρά θα ηττούνταν ήττα πικρή.

Πολέμησε και νίκησε τον στρατό που κατέφθασε για τη διάσωση της πόλης κι αφού ευχαρίστησε το Θεό που τελικά όλα του πήγαν όπως θέλησε, θυμήθηκε ξανά τον ηγούμενο της Σουμελά και ένοιωσε μέσα του την ανάγκη εμπράκτως να δείξει την ευγνωμοσύνη του.

Ένα χρόνο αργότερα την ησυχία της Μονής διατάρασσε θόρυβος πολύς από ασκέρι ολάκερο στρατιωτών κι εργατών που κατέφθασε με περισσή όρεξη για να εργαστεί για την ασημοσκέπαση της Μονής. Το χρυσόβουλο που παραδόθηκε στον Ηγούμενο τα εξηγούσε όλα.

Σε αυτό ο ίδιος ο Σουλτάν Μουράτ ο Γ, απέδιδε την κατάληψη της Βαγδάτης στην καλή επιρροή που άσκησε ο ηγούμενος στη σκέψη και το λογισμό του Μεγάλου Βεζύρη και θέλοντας να τον ευχαριστήσει του έστελνε ασήμι κι εργάτες που θα σκέπαζαν την στέγη της Μονής με καθαρό ασήμι.

Τον αρχικό ενθουσιασμό των μοναχών για το ανέλπιστο και πλούσιο δώρο, αντικατέστησε η νηφάλια σκέψη του ηγούμενου ο οποίος ευγενικά αρνήθηκε το δώρο.

Ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου δεν πίστευε στ αυτιά του όταν άκουσε την άρνηση τούτη και συμβούλεψε να μην ανακινήσει τέτοιο θέμα η μονή, γιατί η προσβολή που θα ένοιωθε ο Σουλτάνος θα ήταν τέτοια που η ευγνωμοσύνη του θα μετατρεπόταν σε έχθρα.

Στα παρακάλια του ηγούμενου αντέδρασε με κωφότητα και ξεκίνησε να καλύπτει τη στέγη με ασήμι όπως είχε διαταγή να πράξει. Θορυβημένος ο ηγούμενος έστειλε αντιπρόσωπο στην Μητρόπολη Τραπεζούντας με την παράκληση να μεσολαβήσει στην Μεγάλη Πύλη και να αλλάξει το φιρμάνι. Δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί η μονή ένα τέτοιο δώρο.

Ήδη αποκομμένη και πλούσια όπως ήταν, δεχόταν συχνά ληστρικές επιθέσεις, αν ήταν και σκεπασμένη με ασήμι, οι μοναχοί άλλη δουλειά δε θα χαν από το να απωθούν ληστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή τους στο Θεό που ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επέλεξαν να μονάσουν.

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας έβαλε τα δυνατά του και πολύ σύντομα το αναιρετικό δεύτερο φιρμάνι είχε εκδοθεί. Σε αυτόν τον χρόνο όμως ήδη το μικρό πύργωμα που βρισκόταν στην μέση της στέγης του ιερού, είχε σκεπαστεί με ασήμι.

Ο Ηγούμενος το άφησε ως έχει και δεν το ξήλωσε θεωρώντας πως αφού έγινε, καλώς έγινε. Εξάλλου είχε γλυτώσει το μεγαλύτερο κακό, να διαταραχθεί η πνευματική ζωή της μονής.


Πηγή: Ανατολικά της Ορθοδοξίας

το «σπιτάκι της Μέλιας»