Ετικέτες

11.2.23

Ευαγγελική περικοπή Κυριακής του Ασώτου

  Σχετική εικόνα



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32




11 Επε δ· νθρωπς τις εχε δο υος. 12 κα επεν  νετερος ατν τπατρ· πτερ, δς μοι τ πιβλλον μρος τς οσας. κα διελεν ατος τν βον. 13 κα μετ’ ο πολλς μρας συναγαγν παντα  νετερος υἱὸςπεδμησεν ες χραν μακρν, κα κε διεσκρπισεν τν οσαν ατο ζνστως. 14 δαπανσαντος δ ατο πντα γνετο λιμς σχυρ κατ τν χραν κενην, κα ατς ρξατο στερεσθαι. 15 κα πορευθες κολλθη ντν πολιτν τς χρας κενης, κα πεμψεν ατν ες τος γρος ατοβσκειν χορους· 16 κα πεθμει γεμσαι τν κοιλαν ατο π τν κερατωνν σθιον ο χοροι, κα οδες δδου ατ. 17 ες αυτν δ λθν επε· πσοι μσθιοι το πατρς μου περισσεουσιν ρτων, γ δ λιμ δε πλλυμαι! 18ναστς πορεσομαι πρς τν πατρα μου κα ρ ατ· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου· 19 οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου· ποησν με ς να τν μισθων σου. 20 κα ναστς λθε πρς τν πατρα αυτοτι δ ατο μακρν πχοντος εδεν ατν  πατρ ατο κα σπλαγχνσθη, κα δραμν ππεσεν π τν τρχηλον ατο κα κατεφλησεν ατν. 21επε δ ατ  υἱὸς· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου, κα οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου. 22 επε δ  πατρ πρς τος δολους ατο·ξενγκατε τν στολν τν πρτην κα νδσατε ατν, κα δτε δακτλιον ες τν χερα ατο κα ποδματα ες τος πδας, 23 κα νγκαντες τν μσχον τν σιτευτν θσατε, κα φαγντες εφρανθμεν, 24 τι οτος  υἱός μου νεκρς ν κα νζησεν, κα πολωλς ν κα ερθη. κα ρξαντο εφρανεσθαι. 25 ν δ  υἱὸς ατο  πρεσβτερος ν γρ· κα ςρχμενος γγισε τ οκίᾳκουσε συμφωνας κα χορν, 26 καπροσκαλεσμενος να τν παδων πυνθνετο τ εη τατα. 27  δ επεν ατ τι  δελφς σου κει, κα θυσεν  πατρ σου τν μσχον τν σιτευτν, τι γιανοντα ατν πλαβεν. 28 ργσθη δ κα οκ θελεν εσελθεν.  ον πατρ ατο ξελθν παρεκλει ατν. 29  δ ποκριθες επε τ πατρ· δο τοσατα τη δουλεω σοι κα οδποτε ντολν σου παρλθον, κα μο οδποτε δωκας ριφον να μετ τν φλων μου εφρανθ· 30 τε δ  υἱός σου οτος,  καταφαγν σου τν βον μετπορνν, λθεν, θυσας ατ τν μσχον τν σιτευτν. 31  δ επεν ατ· τκνον, σ πντοτε μετ’ μο ε, κα πντα τ μ σ στιν· 32 εφρανθναι δ κα χαρναι δει, τι  δελφς σου οτος νεκρς ν κα νζησε, καπολωλς ν κα ερθη. 

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


11 Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. 12 Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του. 13 Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον. 14 Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά. 15 Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους. 16 Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους. 17 Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν; 18 Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου. 19Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου. 20 Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα. 21 Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου. 22 Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι. 23 Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι. 24 Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν). 25 Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται. 27 Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή. 28 Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε. 29 Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου. 30Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι. 31 Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα. 32 Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.