Εὐλογημένα «γιατί»!
Ἐρώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στήν ἐκφορά του, τόσο δύσκολο στήν ἀπάντησή του.
Ἐρώτημα τόσο ἀληθινό, τόσο ἀνθρώπινο, τόσο ἀπαιτητικό, πού ὅμως ἀπό τή φύση του δέν ἀντέχει στόν λόγο, δέν ἐκφράζεται μέ τό στόμα, δέν μπαίνει σέ λέξεις, δέν δημοσιοποιεῖται σέ ἀκροατήριο, πολύ δέ περισσότερο, δέν ἐπιδέχεται μονοσήμαντες ἀπαντήσεις ἀπό κάποιους πού δῆθεν γνωρίζουν πρός κάποιους ἄλλους πού σίγουρα πονοῦν. Ἴσως εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θέμα γιά τό ὁποῖο δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά γίνονται ὁμιλίες. Εἶναι πολύ βαθύ γιά νά ἔλθει στήν ἐπιφάνεια τῆς συνειδητοποίησης. Εἶναι πολύ ἐπώδυνο γιά νά χωρέσει στόν ὁρίζοντα τῶν ἀντοχῶν μας. Εἶναι πολύ προσωπικό γιά νά ἐντοπισθεῖ στό στερέωμα τοῦ δημόσιου λόγου. Ἴσως αὐτό τό ἐρώτημα νά πονάει πιό πολύ καί ἀπό τήν αἰτία πού τό δημιουργεῖ. Γιατί ὅλοι ξέρουμε πώς δέν ἔχει εὔκολη ἀπάντηση. Καί ὅμως εἶναι τόσο ἐπίμονο καί ἀληθινό.
Γιατί σέ μένα, Θεέ μου; Ἠχεῖ στά αὐτιά μου αὐτό τό ἐρώτημα καί ἀντηχεῖ βαθιά στήν καρδιά μου. Εἶναι τό ἐρώτημα κάθε γονιοῦ πού τό παιδί του πάσχει ἤ κάθε ἄνθρωπου πού ἔχει χτυπηθεῖ ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια. Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό τό ἐρώτημα νά μεταμορφωθεῖ σέ ὁμιλία, συμβουλή, γνώμη ἤ ἀπάντηση;
Τό ἐρώτημα αὐτό συνεχῶς διατυπώνεται καί ἀπαντᾶται μόνο μέ δάκρυα, ὄχι μέ λέξεις, μέ αἰσθήματα, ὄχι μέ σκέψεις, μέ σιωπή, ὄχι μέ ἀπόψεις, μέ συμπόνια, ὄχι μέ ἀπαντήσεις. Πῶς νά τό κάνουμε; Συχνά τά μάτια μιλοῦν πιό εὔγλωττα ἀπό τό στόμα, ὁ ἀναστεναγμός πιό δυνατά ἀπό τή σκέψη καί ἡ πονεμένη ἀπορία ἐκφράζει περισσότερο τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ὅποια ἀπάντηση.
Γιατί;
Γιατί ὁ πόνος; γιατί ἡ ἀδικία; γιατί τά παιδάκια; γιατί τόσο πρόωρα; γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο; γιατί τήν ἀπερίγραπτη χαρά τῆς ἀθώας παρουσίας τους νά τή διαδέχεται ὁ ἀβάσταχτος πόνος; γιατί; Καί ἄν εἶναι γιά τό ἄγνωστο καλό μας, γιατί αὐτό τό καλό μας νά εἶναι τόσο πικρό;
Γιατί σέ μένα;
Τί κακό ἔκανα; Ποῦ νά ψάξω νά βρῶ μέσα μου τήν ἄγνωστη σέ μένα αἰτία; Καί ἄν φταίω ἐγώ, δέν μπορῶ κάτι νά κάνω γιά νά ἀναστρέψω τά πράγματα; Καί ποιός ὁ λόγος ἐξ αἰτίας μου νά ὑποφέρει αὐτό τό ἀθῶο πλασματάκι; Αὐτό μοῦ φαίνεται πιό ἀδύνατο νά τό ἀντέξω. Κινδυνεύω νά χάσω καί τή λίγη καί ἀσθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό τό ὄφελος αὐτῆς τῆς ἱστορίας;
Γιατί σέ μένα, Θεέ μου;
Δέν εἶμαι παιδί σου; δέν εἶσαι Θεός ἀγάπης; τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀγάπη Σου μέ τό μαρτύριό μου; Πῶς νά μέ προσελκύσουν τά μαστιγώματά Σου; Πῶς συνδυάζεται ἡ καλωσύνη Σου μέ τήν ἀνερμήνευτη λογική τοῦ πόνου, μέ τή θλίψη, μέ τό ἐνδεχόμενο τοῦ σκανδαλισμοῦ;
Ἡ «εὐλογία» τοῦ πόνου. Εὐλογημένα «γιατί»!
Τά καθαγίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στόν σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;» Θεέ μου, γιατί μοῦ τό ’κανες αὐτό; Τί σοῦ ἔκανα; Δέν εἶμαι ὁ Υἱός σου; Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐρώτημα μέ τό δικό μου τό ὁποῖο ἔμεινε καί αὐτό ἀναπάντητο. Ἔμεινε ἀναπάντητο στά φαινόμενα. Τά γεγονότα ὅμως φανέρωσαν τήν ἀπάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγῆκαν καί ἀπό τό στόμα τοῦ πολυάθλου Ἰώβ ἤ τή γραφίδα τοῦ τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ἀνθρώπων πού οἱ τραγικοί θάνατοι τῶν παιδιῶν τους σφράγισαν τό πέρασμά τους ἀπό τήν ἱστορία καί πού μᾶς παρουσιάζονται συχνά ὡς μοναδικά πρότυπα πίστης, ἐγκαρτέρησης καί ὑπομονῆς.
Τό ἐρώτημα αὐτό τό ἀπευθύνουμε στόν Θεό, τό λέμε στόν ἑαυτό μας, τό ἐπαναλαμβάνουμε στούς ἀνθρώπους πού νοιώθουμε ὅτι ἰδιαίτερα μᾶς ἀγαποῦν. Τό λέμε κυρίως γιά νά ἐκφράσουμε τό μέσα μας, τό λέμε ὅμως καί προσδοκώντας τό χάδι μιᾶς ἀπάντησης. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά δώσει μία ἀπάντηση; Ἀκόμη κι ἄν τήν ξέρει, ποιός μπορεῖ νά μᾶς τήν πεῖ;
Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος πρός πενθοῦντα πατέρα ὅτι ὁ πόνος κάνει τόν ἄνθρωπο τόσο εὐαίσθητο, ὥστε μοιάζει μέ τό μάτι πού δέν ἀνέχεται οὔτε τό πούπουλο. Καί ἡ πιό τρυφερή κίνηση αὐξάνει τόν πόνο τοῦ πονεμένου. Καί ἡ πιό διακριτική ἀναλογία δέν ἀντέχεται. Ὁ λόγος πού ἐκφέρεται ὡς λογικό ἐπιχείρημα ἐνοχλεῖ ἀβάσταχτα. Μόνο τό δάκρυ, ἡ κοινωνία τῆς ἀπορίας, ἡ σιωπή, ἡ ἐσωτερική προσευχή θά μποροῦσαν νά ἀνακουφίσουν τόν πόνο, νά φωτίσουν τό σκοτάδι ἤ νά γεννήσουν μία μικρή ἐλπίδα.
Ὁ πόνος γεννᾶ ἀλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ὁ πόνος δέν ξυπνάει μόνον ἐμᾶς, ἀλλά γεννάει καί τήν ἀγάπη στούς γύρω μας. Προσπαθοῦν νά μποῦν στή θέση μας. Ἀγωνίζονται στόν καιρό τῆς ἀσφάλειάς τους νά μοιραστοῦν τά πιό ἀνεπιθύμητα γι’ αὐτούς δικά μας αἰσθήματα. Καί τό κάνουν. Ὁ πόνος γεννᾶ τήν ὑπομονή μας, ταυτόχρονα ὅμως γεννᾶ καί τόν ἐξ ἀγάπης σύνδεσμο μέ τούς ἀδελφούς μας. Ὁ πόνος γεννᾶ τήν ἀλήθεια. Ἡ συμπόνια τῶν ἄλλων τή φυτεύει στή δική μας καρδιά. Ἐκεῖ διακριτικά κρύβεται καί ἡ ἀπάντηση.
Ἔτσι γεννιέται στήν καρδιά ἡ παρηγοριά, ἡ γλύκα καί ἡ ἀνακούφιση τῆς ὁποίας εἶναι πολύ ἐντονότερες ὡς ἐμπειρίες ἀπό τό βάρος τοῦ πόνου.
Ὁ πόνος μᾶς βγάζει ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα.
Τελικά αὐτά τά «γιατί» δέν ἔχουν τίς ἀπαντήσεις πού ἡ φτώχια καί ἡ ἀδυναμία μᾶς περιμένει. Στή λογική αὐτή συνήθως παραμένουν ἀναπάντητα. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός γιά τόν θάνατο δέν εἶπε παρά ἐλάχιστα. Ἁπλά, ὁ Ἴδιος τόν ἐπέλεξε καί πόνεσε ὅσο κανένας ἄλλος. Καί ὅταν ἀναστήθηκε, τό στόμα Τοῦ ἔβγαλε περισσότερη πνοή καί λιγότερα λόγια. Δέν εἶπε τίποτε γιά ζωή καί θάνατο -μόνο προφήτευσε τό μαρτύριο τοῦ Πέτρου. Ὁ πόνος δέν ἀπαντιέται μέ ἐπιχειρήματα. Οὔτε ἡ ἀδικία καί ὁ θάνατος ἀντιμετωπίζονται μέ τή λογική. Τά προβλήματα αὐτά λύνονται μέ τό ἐμφύσημα καί τήν πνοή πού μόνον ὁ Θεός δίνει. Λύνονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ξεπερνιοῦνται μέ τήν ταπεινή ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι τόσο ἀληθινό ἀλλά συνήθως καί τόσο ἀκατανόητο.
Στό διάβα της ἡ δοκιμασία συνοδεύεται ἀπό τό σφυροκόπημα τῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Κι ἐμεῖς, γαντζωμένοι στά «μήπως», στά «γιατί», στά «ἄν» συντηροῦμε τίς ἐλπίδες καί ἀντέχουμε τήν ἐπιβίωση σέ αὐτόν τόν κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ἤ κάτι σταθερό. Αὐτό ὅμως συνήθως δέν ἐντοπίζεται στήν προτεινόμενη ἀπό μᾶς λύση, ἀλλά ἐπικεντρώνεται στήν ἀπροσδόκητη ὑπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια ἀντικατάστασής της μέ ἀνθρώπινα ὑποκατάστατα ἀδικεῖ ἐμᾶς τούς ἴδιους. Κάθε περιορισμός στήν ἀσφυκτική θηλιά τῶν ὀρθολογιστικῶν ἀπαντήσεων μᾶς παγιδεύει βαθύτερα στό δράμα μας. Στόν διάλογο μέ τόν πόνο, τήν ἀδικία καί τόν θάνατο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά βγοῦμε ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα. Αὐτή εἶναι ὄχι μόνον ἡ ἔξοδος ἀπό τή δοκιμασία ἀλλά καί ἡ εὐεργεσία της.
Ἡ μοναδική εὐκαιρία.
Τελικά, τό μέν ἐρώτημα μποροῦμε νά τό ὑποβάλλουμε, τήν δέ ἀπάντηση πρέπει νά τήν περιμένουμε. Ἤ ὁ Θεός δέν ὑπάρχει ἤ παραχωρεῖ μιὰ δοκιμασία γιά νά μᾶς δώσει μιὰ μοναδική εὐκαιρία. Ἄν δέν γινόταν ἡ Σταύρωση, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστός θά ἦταν ἕνας καλός δάσκαλος· ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Θεός δίνει τήν εὐκαιρία. Σέ μᾶς μένει νά τή δοῦμε καί νά τήν ἀξιοποιήσουμε. Ἡ δέ χαρά καί τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς εὐκαιρίας εἶναι πολύ μεγαλύτερα ἀπό τήν ἔνταση καί τόν πόνο τῆς δοκιμασίας. Ὁ θάνατος, ὁ πόνος, ἡ ἀδικία ἀποτελοῦν μυστήριο πού ἡ ὅποια ἀπάντηση τό διασαλεύει. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ἡ ἀλήθεια δέν ἐκφράζεται ὡς ἄποψη ἤ ἐπιχείρημα, ἀλλά προσφέρεται ὡς ταπείνωση καί κοινός πόνος. Ἡ πορεία στό μεθόριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τοῦ σκανδαλισμοῦ καί τῆς δοξολογίας, τοῦ θαύματος καί τῆς ἀδικίας παρουσιάζει στροφές καί κρυμμένες γωνιές, ὅπου διασφαλίζεται ἡ ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Ἄν ξεφύγει κανείς τόν πειρασμό νά λυγίσει, τότε ἀντικρίζει τήν ἀλήθεια μέ τέτοια ὄψη, πού ποτέ του δέν εἶχε κἄν φαντασθεῖ. Ὁ πόνος, ἄν κάποιος καταφέρει νά τόν ἀγκαλιάσει, γεννᾶ πρωτόγνωρες εὐαισθησίες καί ξεδιπλώνει πραγματικότητες πού κανείς ἀλλιῶς δέν βλέπει. Ἡ πρόκληση δέν εἶναι νά συμβοῦν γεγονότα καί ἀποκαλύψεις· αὐτά ὑπάρχουν. Ἡ πρόκληση εἶναι νά ἀνοίξει κανείς τά μάτια του γιά νά μπορεῖ νά τά ἀντικρύσει.
Εἶναι ἀναντίλεκτη ἀλήθεια δυστυχῶς, συνήθως μόνο χάνοντας τά πολύ ἐπιθυμητά, γνωρίζουμε καί κερδίζουμε τά πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ὁ πόνος καί ἡ ἀδικία δέν μποροῦν νά καταργήσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὑπάρχει. Καί εἶναι ἀγάπη καί ζωή. Ἡ τέλεια ἀγάπη καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. Καί τό μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ὕπαρξής Του εἶναι ἡ συνύπαρξή Του μέ τόν πόνο, τήν ἀδικία καί τόν θάνατο.
Ἴσως καί ἡ μεγαλύτερη πρόκληση γιά τόν καθένα μας νά εἶναι ἡ συνύπαρξη μέ τόν δικό του προσωπικό πόνο, τό ἐλπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα μέ τά βαθύτερα αὐτά «γιατί», ἡ ταπεινή ἐσωτερική περιχώρηση στήν προσδοκία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τίς «ἀδικίες» πού νομίζουμε πώς Αὐτός μᾶς κάνει.
Πρό καιροῦ, μέ πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα πού τό καντηλάκι τῆς ζωῆς της φαίνεται νά τρεμοσβήνει. Μέσα στόν ἀβάσταχτο πόνο της διέκρινα τήν ἐλπίδα. Μέσα ἀπό τά δακρυσμένα μάτια της ἀντίκρισα τή χαρά, τή δύναμη καί τή σοφία
-Θέλω νά ζήσω, μοῦ εἶπε. Ἀλλά δέν ἦλθα γιά νά μοῦ τό ἐπιβεβαιώσετε. Ἦλθα γιά νά μέ βοηθήσετε νά φύγω ἕτοιμη ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.
-Ἐγώ εἶμαι παπάς τῆς ζωῆς καί ὄχι τοῦ θανάτου, τῆς ἀπαντῶ. Γι’ αὐτό καί θέλω νά ζήσεις. Ἐπίτρεψέ μου, ὅμως, νά σέ ρωτήσω κάτι• μέσα στή δοκιμασία σου, ρωτᾶς ποτέ «γιατί σέ μένα, Θεέ μου;»
-Δέν σᾶς καταλαβαίνω, πάτερ, μοῦ λέει. Ἐγώ ρωτῶ «γιατί ὄχι σέ μένα, Θεέ μου; Καί περιμένω ὄχι τόν θάνατό μου· προσδοκῶ τόν φωτισμό μου»
Νικόλαος Χατζηνικολάου (Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς
Έκδοση: Ἐκεῖ πού δέν φαίνεται ὁ Θεός. Ἔκδ. Σταμούλη
Χρ.Έκδοσης: 2009.
theomitoros.blogspot.gr
http://perivolipanagias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_3.html#more
1)῾Υπολαβὼν δὲ ᾿Ιὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ·οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν. τίς γάρ ἐστιν ὁ κρύπτων σε βουλήν; φειδόμενος δὲ ρημάτων, καὶ σὲ οἴεται κρύπτειν; τίς δὲ ἀναγγελεῖ μοι ἃ οὐκ ᾔδειν, μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἃ οὐκ ἐπιστάμην; ἄκουσον δέ μου, Κύριε, ἵνα κἀγὼ λαλήσω· ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ με δίδαξον. ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε· διὸ ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην, ἥγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν. ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ λαλῆσαι τὸν Κύριον πάντα τὰ ρήματα ταῦτα τῷ ᾿Ιώβ, εἶπεν ὁ Κύριος ᾿Ελιφὰζ τῷ Θαιμανίτῃ· ἥμαρτες σὺ καὶ οἱ δύο φίλοι σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδὲν ὥσπερ ὁ θεράπων μου ᾿Ιώβ.
ΑπάντησηΔιαγραφή2) Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
3) ᾿Εάν με χειρώσηται ὁ δυνάστης, ἐπεὶ καὶ ἦρκται, ἦ μὴν λαλήσω καὶ ἐλέγξω ἐναντίον αὐτοῦ.
4) ᾿Εκτείνων βορέαν ἐπ᾿ οὐδέν, κρεμάζων γῆν ἐπὶ οὐδενός.
5) Τί γάρ; μὴ τάξις ἐστὶ ρήμασι πνεύματος; ἢ τί παρενοχλήσει σοι, ὅτι ἀποκρίνῃ;
6) Καὶ ἐγένετο ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, καὶ ἰδοὺ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθε μετ᾿ αὐτῶν. καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν παραγέγονας; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ διάβολος τῷ Κυρίῳ εἶπε· περιελθὼν τὴν γῆν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν πάρειμι. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Κύριος· προσέσχες τῇ διανοίᾳ σου κατὰ τοῦ παιδός μου ᾿Ιώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνθρωπος ἄμεμπτος, ἀληθινός, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος; ἀπεκρίθη δὲ ὁ διάβολος καὶ εἶπεν ἐναντίον τοῦ Κυρίου· μὴ δωρεὰν ᾿Ιὼβ σέβεται τὸν Κύριον; οὐ σὺ περιέφραξας τὰ ἔξω αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσω τῆς οἰκίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἔξω πάντων τῶν ὄντων αὐτοῦ κύκλῳ; τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ εὐλόγησας καὶ τὰ κτήνη αὐτοῦ πολλὰ ἐποίησας ἐπὶ τῆς γῆς. ἀλλὰ ἀπόστειλον τὴν χεῖρά σου καὶ ἅψαι πάντων, ὧν ἔχει· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει. τότε εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου, ἀλλ᾿ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου. -
7) ῾Υπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται, παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ βούτομον. σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα μεγάλα σὺν ραδάμνοις καὶ κλῶνες ἀγροῦ.
8) Διότι συκῆ οὐ καρποφορήσει, καὶ οὐκ ἔσται γενήματα ἐν ταῖς ἀμπέλοις· ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν· ἐξέλιπον ἀπὸ βρώσεως πρόβατα, καὶ οὐχ ὑπάρχουσι βόες ἐπὶ φάτναις. ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσομαι, χαρήσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου. Κύριος ὁ Θεὸς δύναμίς μου καὶ τάξει τοὺς πόδας μου εἰς συντέλειαν· ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἐπιβιβᾷ με τοῦ νικῆσαί με ἐν τῇ ᾠδῇ αὐτοῦ.
9) Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου. καὶ εἶπα· ἄρα σκότος καταπατήσει με, καὶ νὺξ φωτισμὸς ἐν τῇ τρυφῇ μου· ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς, οὕτως καὶ τὸ φῶς αὐτῆς.
10) ᾿Έζησε δὲ ᾿Ιὼβ μετὰ τὴν πληγὴν ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, τὰ δὲ πάντα ἔτη ἔζησε διακόσια τεσσαράκοντα· καὶ εἶδεν ᾿Ιὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν αὐτοῦ, τετάρτην γενεάν.
11) Καὶ ἔδειξέ μοι Κύριος ᾿Ιησοῦν, τὸν ἱερέα τὸν μέγαν, ἑστῶτα πρὸ προσώπου ἀγγέλου Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος εἱστήκει ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τοῦ ἀντικεῖσθαι αὐτῷ.
12) Καὶ ἀποδώσομαι τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν εἰς χεῖρας τῶν υἱῶν ᾿Ιούδα, καὶ ἀποδώσονται αὐτοὺς εἰς αἰχμαλωσίαν εἰς ἔθνος μακρὰν ἀπέχον, ὅτι Κύριος ἐλάλησε. -
13) Καὶ Νῶε καὶ Δανιὴλ καὶ ᾿Ιὼβ ἐν μέσῳ αὐτῆς, ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν υἱοὶ ἢ θυγατέρες ὑπολειφθῶσιν, αὐτοὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτῶν ρύσονται τὰς ψυχὰς αὐτῶν.
ΑπάντησηΔιαγραφή14) Καὶ ἐὰν ὦσιν οἱ τρεῖς ἄνδρες οὗτοι ἐν μέσῳ αὐτῆς, Νῶε καὶ Δανιὴλ καὶ ᾿Ιώβ, αὐτοὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτῶν σωθήσονται, λέγει Κύριος.
15) Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θύγατερ ᾿Ιδουμαίας ἡ κατοικοῦσα ἐπὶ γῆς· καί γε ἐπὶ σὲ διελε‘ύσεται τὸ ποτήριον Κυρίου καὶ μεθυσθήσῃ καὶ ἀποχεεῖς.
16) Προφῆταί σου εἴδοσάν σοι μάταια καὶ ἀφροσύνην καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν ἐπὶ τὴν ἀδικίαν σου τοῦ ἐπιστρέψαι αἰχμαλωσίαν σου, καὶ εἴδοσάν σοι λήμματα μάταια καὶ ἐξώσματα.
17) Εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος.
18) Εἰ πάντα τὰ ἔθνη ὡς σταγὼν ἀπὸ κάδου καὶ ὡς ροπὴ ζυγοῦ ἐλογίσθησαν καὶ ὡς σίελος λογισθήσονται.
19) Τί ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί; τίς ἔστησε τὰ ὄρη σταθμῷ καὶ τὰς νάπας ζυγῷ;
20) ᾿Εν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπάξει ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν καὶ τὴν μεγάλην καὶ τὴν ἰσχυρὰν ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν φεύγοντα, ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν σκολιὸν καὶ ἀνελεῖ τὸν δράκοντα.
21) ᾿Εξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τὰ ἔργα σου, καὶ ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα.
22) Καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν.
23) Μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί. τὰ ἐξουδενώματα αὐτῶν ἔτη ἔσονται. τὸ πρωΐ ὡσεὶ χλόη παρέλθοι, τὸ πρωΐ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη.
24) Καὶ κατελάλησαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπαν· μὴ δυνήσεται ὁ Θεὸς ἑτοιμάσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμῳ;
25) Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με, τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν. ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον. καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
1) Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν. ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς.
ΑπάντησηΔιαγραφή2) Καὶ ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον.
3) Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.
4) Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.
5) ᾿Εν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς, ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δὲ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ.
6) Χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι, πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστιν καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται.
7) Καίπερ ὢν υἱὸς, ἔμαθεν ἀφ’ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν.
8) Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.
9) ᾿Ιδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας· τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε, καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καὶ οἰκτίρμων.
10) ῾Ο δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται. ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται.
11) Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.
12) ῾Ότι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν.
13) Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
14) Οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται.
15) Κύριον δὲ τὸν Θεὸν ἁγιάσατε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου.
16) Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα.
17) Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ μὴ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ.
18) Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα.
19) Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε.
20) Πεποιθὼς αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ὁ ἐναρξάμενος ἐν ὑμῖν ἔργον ἀγαθὸν ἐπιτελέσει ἄχρις ἡμέρας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
21) Φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις.
ΑπάντησηΔιαγραφή22) Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.
23) Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· Ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω· Ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν.
24) Καὶ ἐκλέλησθε τῆς παρακλήσεως, ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ’ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί. εἶτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν; οἱ μὲν γὰρ πρὸς ὀλίγας ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ. πᾶσα δὲ παιδεία πρὸς μὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμένοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης.
25) Οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον.
26) ᾿Αλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
27) Οὐκ ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ.
28) Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι.
29) Καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος.
30) Σὺ δὲ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται.
31) ῾Ότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.
ΑπάντησηΔιαγραφή32) ῾Ο γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.
33) ᾿Ή οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
34) ῾Η γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι· γέγραπται γάρ· ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν.
35) Καὶ μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.
36) Μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ’ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ καλοῦντος, ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἡσαῦ ἐμίσησα. Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. τῷ γὰρ Μωϋσεῖ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτιρήσω ὃν ἂν οἰκτίρω. ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει.
37) Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν.
38) Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
39) Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
40) Τοῖς μὲν καθ’ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον.