Ετικέτες

18.11.17

ΤΟ ΑΓΙΟΚΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ



π. Δημητρίου Μπόκου

Τραντάχτηκαν συθέμελα τ ψηλ βουν π τ ξαφνικ μπουμπουνητό. Σν π στόματα μυριάδων κανονιν τρομερ βροντ ξεχύθηκε π τ βάθη το ορανο, χτύπησε πάνω στ γυμν καύκαλο τς ψηλότερης βουνοκορφς, κατρακύλησε σν πουλο ρπετ στ σκιερ ρεματιά, κόχλασε πόκωφα στς χαμηλς λοφοσειρές, σκαρφάλωσε σν αλουρος στν πλωτ ράχη τς ροσειρς, χύθηκε σν τ γεράκι στ’ νοιχτ διάσελο, χαμήλωσε, ξεθύμανε, σβησε…

λιος σκοτείνιασε ξαφνικά. Τ μαγιάτικο δειλιν χάθηκε ατοστιγμεί. Πυκν μαρα σύννεφα σκέπασαν τ φωτειν γαλάζιο το πειρου, ριξαν στ γ τ βαρειά τους σκιά. Δυνατς νεμοστρόβιλος, πρόδρομος καταιγίδας, σάρωσε κοιλάδες κα πλαγιές. Μι δεύτερη βροντ κολούθησε κατ πόδι τν πρώτη κα ο καταρράκτες το ορανο νοιξαν στ λεπτό. ξαφνικ νεροποντ συνεπρε τ πάντα. νθρωποι κα ζα, σκορπισμένοι στ παιθρο, σπου ν στρέψουν πορημένοι τ κεφάλια τους, βρέθηκαν ντελς κάλυπτοι κάτω στ νελέητο, πρόσμενο μαστίγωμά της. Πς ξέσπασε ξαφνικ τέτοιο κακό;
ταν στ μέσα το Μάη κι κόσμος το μικρο χωριο, ξωμάχοι νθρωποι, βρίσκονταν λοι στ χωράφια. Τ Πάσχα ρθε κι φυγε μς στ χαρά, σμιξαν λοι ξαν κα γιόρτασαν μ τ ξενάκια τους, γέμισαν ο καρδις π’ τν περίσσια εφροσύνη τς Λαμπρς. Τ αρ τν ψυχν συνδυάστηκε τέλεια μ τ αρ τς φύσης. νας θαυμάσιος καιρς συντρόφευε λες τς μέρες τν ναστάσιμη χαρά τους. νθουσιασμένα διαίτερα τ παιδι τίμησαν μ τ παραπάνω τν πέροχο συνδυασμό.
λλ κα πόλαμπρα καλοκαιρία ξακολούθησε στν διο ρυθμό. Στ ρειν μικρ χωρι ρχομς τς νοιξης θύμιζε παράδεισο. λοι ξεχύθηκαν μ κέφι στς δουλειές τους. ναστημένη π’ τ βαρυχειμωνι γ τους, γιόρταζε τ δική της πασχαλιά. Μικρο-μεγάλοι χαίρονταν τος νθοστόλιστους γρούς, καταπιάνονταν μ νοιξιάτικες σπορές, πάλευαν γεμάτοι ρεξη τν φτωχικό, μ γαπημένο τόπο τους. Τ ζωντανά τους σκόρπισαν στς καταπράσινες νομές. Νύχτα κα μέρα τ λιγυρ κυπροκούδουνα, νάκατα μ μουγκανητ κα βελάσματα, συνόδευαν μ τ γλυκόφωνη χώ τους τν ργατιά. τμόσφαιρα το Μάη φάνταζε πραγματικ παραδεισένια. ταν πανέμορφες ο μέρες του, λλ κα τοτο τ πόγευμα μαγευτικό. Πο φώλευε κρυμμένη τόση μανία κα καταστροφή;
νεαρ φοιτήτρια, ξαφνιασμένη π’ τν πότομη νατροπή, στάθηκε μπρς στ παράθυρο κστατική. Δν πρόλαβε οτε τ τζάμια ν κλείσει, τόσο πρόσμενα ξέσπασε καταιγίδα. Τ περθέαμα τς καιρικς λλαγς αχμαλώτισε τ βλέμμα της. κεραυνοβόλα εσβολ το σαρωτικο δρόλαπα τν καθήλωσε κατ κράτος. να τρομακτικ μεγαλειδες μυστήριο ναδυόταν π’ τν κκωφαντικ ρυμαγδ τς σφοδρς θύελλας. Διαμετρικ ντίθετο π’ τ σαγηνευτικ μαγεία το δεμικο δειλινο πο προηγήθηκε. Mysterium tremendum κα mysterium fascinans (τρομερ κα γοητευτικ μυστήριο), πως θ λεγε γαπημένος της φιλόσοφος Rundolf Otto. Πς γίνεται ν εναι τόσο μορφα κα τ δυό; μορφι ν δείχνει τόσο ντίθετες, λληλοαναιρούμενες πλευρές; Ν συνυπάρχουν δυ πόλυτα ντιφατικς ψεις στν διο κόσμο;
–  νθή! νθούλα! Πο εσαι;
δυνατ λαχανιαστ φων τς γρις πο νέβαινε κουτσαίνοντας π τ πόγειο, τν βγαλε π’ τν φιλοσοφικό της ρεμβασμό.
–  δ, γιαγιά! επε γυρίζοντας πρς τ μέρος της.
–  Τ’ γιοκέρι, παιδί μου! Γρήγορα!
–  Τί επες; ρώτησε πορημένη.
–  Τ κερ τς Λαμπρς, παιδί μου! Τρέξε, μν ργες!
γγον δν κουνήθηκε. μεινε ν κοιτάζει σν χαμένη τ γριά. Δν μποροσε ν καταλάβει κόμα τί τς λεγε. Μ γρι δν εχε πομονή.
–  Τί μ κοιτς σν γαλμα; Δν κος τί σο λέω; Τρέξε φέρε τ λαμπάδα τς νάστασης! κόσμος χάνεται, δν βλέπεις;
Χά! Τί θυμήθηκε τώρα γιαγιά της! Τ κερ τς νάστασης! Θ ξόρκιζε τέτοιο χαλασμ μ’ ατό! Πλάκα εχε πραγματικά!
Μ γρι δ χωράτευε.
–  Καλά, χάζεψες γι τ καλά; Κουνήσου, δν καταλαβαίνεις; πατέρας σου, μάνα σου, τ’ δέρφια σου, κόσμος λος εναι κε ξω. Τί περιμένεις; Ν πνιγον πρτα κα μετ ν κουνηθες;
Θέλοντας κα μή, πγε ν ψάξει γι τ κερί. Πο ν βρισκόταν τώρα κι ατό; Οτε κν θυμόταν πο τ εχε πετάξει τ βράδυ τς νάστασης, ταν γύρισαν σπίτι. Μέσα της γέλαγε μ τν φέλεια τς γιαγις της, μ δν μποροσε τώρα ν τς φέρει ντίρρηση. χι, δν συμφωνοσε μ’ ατ νθή. Εχε ποστασιοποιηθε ντελς π τς πλοϊκς ντιλήψεις το παίδευτου λαο. Σπούδαζε φιλοσοφία, δν ταν τ βγαλτο κοριτσόπουλο το χωριο. Ο ψηλς σπουδές της ναπροσδιόρισαν πολλ πράγματα μέσα της. Κα κυρίως πολλς π’ τς θρησκευτικές της ντιλήψεις.
ξωτερικ βέβαια δν δειχνε λλαγή. Φρόντιζε συμπεριφορά της ν μν εναι διαφορετική. Δν εχε κα πολλ ρεξη ν καταπιάνεται σ τέρμονες κα νώφελες συζητήσεις μ τος πλος νθρώπους κα ν τος ναστατώνει σκοπα. κολουθοσε κα λες τς συνήθειες τους, πως τς ξερε π μικρή, διαίτερα τς μεγάλες γιορτινς μέρες το χρόνου. Στ μικρ χωριό τους δν εχε κα μεγάλα περιθώρια ν διαφοροποιε τ πρόγραμμά της. Σ τελικ νάλυση μως τς ρεσαν κα ατηνς τ γιορτιν θιμα ατν τν μερν. Μ τ βλεπε σν θιμα κριβς. Καλ γι ν λλάζουν τν καθημεριν ρουτίνα το καταπονημένου νθρώπου, λλ τίποτε παραπάνω. φιλοσοφικς θεός της δν εχε κα πολλ κοιν σημεα μ τν φτωχ ησο τς παιδικς της λικίας.
Τ βράδυ τς νάστασης κρατοσε κι ατ τ λαμπάδα της σν λο τν κόσμο. Μ δν βλεπε μπροστά της τν Θε πο πασχε, φορώντας νθρώπινη φύση κα κουβαλώντας στν πλάτη του τν πόνο το κόσμου. λα ατ ταν γι’ ατν μία ελικρινής, βέβαια, λλ οτοπικ κα ρομαντικ προσπάθεια νς εγενικο νθρώπου γι τν λλαγ τς μοίρας το κόσμου. Τ ξωπραγματικ νειρο νς γνο γωνιστ, μ προδιαγεγραμμένη μως τν ποτυχία του. Κάθε περφυσικ στοιχεο στ μορφή του, γέννημα πλοϊκς επιστίας κα χι ρθς λογικς, εχε ξοβελισθε π τ σκέψη της.
Μπροστά της βλεπε τν γνήσιο, ληθιν νθρωπο, πο ρίχτηκε π τ μοίρα του βορ στ φοβερ γρανάζια τς παντοδύναμης ξουσίας κα ταν τόσο φυσικ ν χει τ τέλος πο εχε. Το πιφυλάχτηκε ρόλος το συμπαθέστερου σως θύματος τς νθρώπινης στορίας. Μ νεαρ φοιτήτρια δν μποροσε τώρα πι ν δε κανένα ναστημένο Θε πίσω π’ τ θλιβερ εκόνα το σταυρωμένου νθρώπου ησο. παιδική της πίστη εχε νικηθε. νέος της θεός, ξιοπρεπής, χαλκευμένος στ τελειότερα διανοητικ ργαστήρια τς σκεπτόμενης νθρωπότητας, περβατικός, γνωστος, absconditus, μακρινς γι τν κόσμο, προσπέλαστος στ κλειστό του περπέραν, ν πρχε, δν μποροσε ν χει καμμι σχέση μ τν δύναμη, πάσχουσα δουλικ μορφ το ταπεινο Ναζωραίου.
Κι κόμα, ν κα τν νέπνεε τ συμπαθητικ μ τυχο μεγάλο κενο θύμα, ησος, τν ξόργιζαν πολλο π ατος πο λέγονταν πιστο κι κόλουθοί του. Κα περισσότερο κάποιες νέργειες πολλν του κπροσώπων. πως κα τ βράδυ τς φετινς νάστασης. Δν τς φτανε δικός της σκεπτικισμός, ρθε κα μι τυχη σκην ν παυξήσει τν ρνητική της πνευματικ προδιάθεση.
ταν ρα πο κκλησία εχε βυθιστε στ σκοτάδι, ο ψάλτες εχαν ψαλμωδήσει κατ δύναμιν σ χο βαρ τ πιβλητικ δο σκοτία κα πρωί… κα στ κεφαλόσκαλο τν ερν βημοθύρων πρόβαλε πορφυροντυμένος λειτουργός. ψώνοντας τ ναμμένο π’ τν κοίμητη κανδήλα λαμπριάτικο τρικέρι του, ρχισε μ βροντερ φων κα σ πλάγιο το πρώτου, τν πανηγυρικότερο τν χων, τ Δετε, λάβετε φς…
παντώντας στν πρόσκλησή του τ κκλησίασμα κινήθηκε σν να σμα μπροστά. ψωσαν λοι τς λαμπάδες τους ν πάρουν τ γιο φς. Δημιουργήθηκε στ στιγμ νας μικρς πανικός. Ο πι βιαστικο σπρώχτηκαν, δωσαν κα πραν γκωνιές, κάποιοι πρόλαβαν κιόλας ν ψιλοβριστον στ μουλωχτά, τ πρτο κύμα τέλος πάντων, παλεύοντας γι τ ελογημένο φς, πεσε σχεδν πάνω στν παπά.
ψώθηκαν ψηλ τόσες λαμπάδες πο σκέπασαν τελικ τ ναμμένο τρικέρι κα να-να τ κεριά του σβηναν. πίεση ταν μεγάλη. παπς ποχωροσε λίγο-λίγο πρς τ ερ γι ν κρατήσει ναμμένο τ φς, μ ο «φλογερο» νορίτες του τν κολουθοσαν πτόητοι. Μ τ πολλ τ τρικέρι σβησε. παπς φρένιασε. Βλέποντας τος μπροστινούς, σπρωγμένους π’ τος παραπίσω, ν χουν περάσει κα τν ραία Πύλη κα ν πατον σχεδν στν για Τράπεζα μπροστά, το νέβηκε τ αμα στ κεφάλι.
–  Πίσω, θεόφοβοι! ξέσπασε συγκράτητος.
Τυφλωμένος π γανάκτηση κανε ν κατεβάσει τ σβηστ τρικέρι πάνω στ κεφάλια τους, μ τν τελευταία στιγμή, σν π θαμα, κρατήθηκε. νθρώπινη πλημμυρίδα πρς στιγμν νακόπηκε. Μουδιασμένος λίγο παπάς, σν ν ασθάνθηκε τν κτροπή του, ξανάναψε τ τρικέρι κα ξαναβγκε. Μ ζημι στν ψυχ τς νθς εχε γίνει. Καταγράφοντας τ σκην κούνητη π’ τ στασίδι της, φούντωσε. Μι βαθει πέχθεια εσέβαλε σν νεμος σαρωτικς στν ψυχή της. πάρχει τίποτε ληθιν δ μέσα; Τί σχέση μπορε νά ’χουν λα ατ μ τν φτωχ Ναζωραο πο γωνίστηκε γι τν γν σκοπό του κα πέθανε γι’ ατόν; Πιστεύει κόμα κανένας ληθιν σ’ ατόν; Νά, πο θυσία του ποδείχτηκε νώφελη! Μήπως πράγματι θρησκεία δν εναι τελικ τίποτε παραπάνω π να καλοστημένο ψέμα!
λοι εχαν νάψει τς λαμπάδες τους, βγαιναν ξω γι τν νάσταση, μ ατ δν παψε ν στέκει κίνητη, μ τ λαμπάδα της κόμα σβηστή. πέχθεια κα ργ μέσα της εχαν πετρώσει τν καρδιά της. Τελικ πρε φς π τ διπλανή της γι ν μ δώσει στόχο στος γύρω της. Μ μέσα της νάδευε σκοτάδι πηχτό. λειτουργία τελείωσε, κόσμος μετάλαβε, μ ατή, ηδιασμένη, οτε πο πλησίασε καθόλου, ν κα τό ’χε πάντα συνήθεια, τσι γι τ καλό, ν μεταλαβαίνει. λοι χαίρονταν, γελοσαν, εχαν κιόλας ξεχάσει τ συμβάν, μ ατ δν λεγε ν πάρει τ μυαλό της π ατό.
φερε τ λαμπάδα της ναμμένη στ σπίτι, μι κα γιαγιά της, κουτσ κι νίκανη γι πολλς μετακινήσεις, περίμενε τ γιο φς. γρι ναψε ελαβικ π’ τ λαμπάδα τς γγονς τ καντήλι της, φο σταυροκοπήθηκε πολλς φορές. Θ τ φύλαγε τώρα μέρα νύχτα σν τ μάτια της ν μν τς σβήσει. γγον νευρίαζε μ λα ατά, μ τί νά ’κανε; γιαγιά της δν σήκωνε στεα σ’ ατά. ταν κάποτε λη εροτελεστία τέλειωσε, νθ πρε τ λαμπάδα της κα τν πέταξε διάφορα σ κάποιο ντουλάπι.
ντε τώρα ν θυμηθε πο ταν καταχωνιασμένη κα ν ψάχνει! Μ τρεξε ν κάνει γρήγορα. γιαγιά της δν ταν νθρωπος πο θ παραιτονταν π’ τν σκοπό του. Δν ργησε ν τ βρε πατικωμένη κάτω π λλα πράγματα κα σπασμένη στ μέση. Καιρς ταν! Οτε πέντε λεπτ δν εχε πο ξέσπασε τ κακό, μ κόσμος ξω χάλαγε. δυνατ βροχ γύρισε πότομα σ καταστροφικ χοντρ χαλάζι. να σφίξιμο νέβηκε κα στ δική της καρδιά. φερε γρήγορα τν τσακισμένη λαμπάδα στ γιαγιά της.
γρι τν ναψε μέσως π’ τ καντήλι που καιγε τ γιο φς. Πγε κοντ στ νοιχτ παράθυρο, σιωσε τ σακατεμένο π’ τ χρόνο μικρό της νάστημα κι καμε τρες φορς τν σταυρό της, ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος. Κα πάνω πο μι νέα φοβερ βροντ ρχισε ν τραντάζει γι πολλοστ φορ τ γ κα τ οράνια, ψωσε τ ναμμένο σπασμένο γιοκέρι τς Λαμπρς κόντρα στν τρομερ θύελλα, σταύρωσε μ’ ατ τρες φορς τ πέρατα κα επε καθαρ κα δυνατ τ λόγια πο εχε καλ μαθημένα π’ τ συχωρεμένη μάνα της: Μέγα τ νομα τς γίας Τριάδος! Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μν!
νθ παρακολουθοσε σάλευτη. ερωνική της διάθεση κανε φτερά. ντυπωσιάστηκε π’ τ βαθει πίστη κα τ σθένος τς γιαγις της. γράμματη, μικρόσωμη, κουτσ γρι φάνταξε μπροστά της διος ρχάγγελος μ πύρινη ρομφαία. Μ ,τι κολούθησε τν τράνταξε κόμα περισσότερο.
φοβερ βροντ κόπηκε μαχαίρι στ μέση. Τ φονικ χαλάζι πο λύπητα μαστίγωνε κατάσαρκα τ γ, ντελς νέλπιστα σταμάτησε πότομα. μανιασμένη λαίλαπα κοψε ξαφνικ τν ρμή της. Σν κάποιος ν τς βαλε χαλιν κα ν τν πρόσταξε ν σταθε. Σιώπα, πεφίμωσο! Τ σύννεφα ρχισαν ν τρέπονται σ τακτη φυγ κυνηγημένα. ριδίζοντας μ τ στιλπνά του χρώματα τ τόξον ν τ νεφέλ, σημεον τς διαθήκης ναμέσον ορανο κα γς, λαμψε παρήγορο. ορανς καθάρισε γοργά, τ φς γκάλιασε τ γ ξαν πρν λθει παλ τ λιοβασίλεμα. Κα κόπασεν νεμος κα γένετο γαλήνη μεγάλη. κοσμάκης σώθηκε!
–  Δόξα σοι, Θεέ μου! Δόξα σοι, Παναγία μου! σταυροκοπήθηκε πάλι γριά.
Κάποιος εχε τ δύναμη λοιπν ν πιτιμ τν νεμο κα τ σύννεφο κα στ πρόσταγμά του κεραυνς κα θύελλα πισωγύριζαν πάκουα. Κάποιος πο τν γνώριζαν τ τρομερ στοιχεα τς φύσης κα πο ατ θελημένα γνοοσε.
Κι ν γρι κούτσα-κούτσα ξανακατέβηκε στ δουλειά της σν ν μν γινε τίποτε παράξενο, σν νά ’χε κάνει τ πι συνηθισμένο πράγμα το κόσμου, γγονή της συγκλονισμένη, μ πόδια πο τρεμαν, κάθησε στν καναπέ. Προσπάθησε ν βάλει σ τάξη τ μυαλό της, ν πεξεργαστε τ δεδομένα. Μ δυναμικ το πράγματος ρνιόταν ν ποταχτε στ λογική της. ταν τόσο πρόσμενα λα, τόσο δυνατά, πο μόνο σύμπτωση κα τύχη δν θ μποροσε ν πικαλεστε. Κάποιος λλος παράγοντας ξω κα πάνω π τ φύση εχε μπε ρμητικ σ δράση. Τ γεγονότα νικοσαν τ λογική της.
Ο καλοστημένοι νθρώπινοι λογικο στοχασμο πο τν κρατοσαν μ τν πειθώ τους θαμπωμένη ποχώρησαν. νέσυρε π’ τ βυθ τς λήθης τν λόγο το ησο πο ξερε π μικρή, πς εχε κατεβε π’ τν οραν μ σκοπ ν προκαλέσει κα χι ν χαϊδέψει τ λογικ το νθρώπου. Πς θ τ κανε ατό; Φανερώνοντας κα δείχνοντας τν Πατέρα. χι μι πινοημένη κα ποταγμένη στ μέτρα τς νθρώπινης λογικς θεότητα. λλ τν ντελς σύλληπτο στ γήινη σοφία, στν νθρώπινο στοχασμ Θεό, πο παίζει στ δάχτυλά του τος σοφος ποδεικνύοντας μωρία τν ξυπνάδα τους.
Κα ο ατόπτες κα ατήκοοι μάρτυρές του πάλι τ διο καμαν. λόγος κα τ κήρυγμά τους ταν οκ ν πειθος νθρωπίνης σοφίας λόγοις. Δν νοιάστηκαν ποτ ν πείσουν τν περοπτικ νθρώπινη σκέψη. Κατέθεσαν πλς πέναντί της γεγονότα: Ατ πο εδαν, πο κουσαν, πο ψηλάφησαν, πο ζησαν κοντά του. Τ ζωνταν πτ μπειρία τους κόντρα στ περισπούδαστα τεχνάσματα κα τ περίτεχνα σοφίσματα τς γαυριώσας χοϊκς νόησης. Μι μπειρία πού, δίχως ν καταργε, ξεπερνοσε τ λογική. Κα φησαν στν καθένα τν πιλογ ν μπιστευθε τ μήνυμά τους ν τ πορρίψει. Ν τος θεωρήσει πατενες ξιόπιστους. λεύθερα.
Πρε στ χέρια της τ ερ βιβλίο πο βρισκόταν χρόνια ξεχασμένο στ ράφι. Τ ξεφύλλισε ργά, βρκε τν τόπο που ταν καταγραμμένη μαρτυρία τους: ν π’ ρχς, κηκόαμεν, ωράκαμεν κα α χερες μν ψηλάφησαν, ατ παγγέλλομεν μν… ,τι κριβς σκανδάλιζε τν πηρμένη λογικ το νθρώπου, ατ κατέθεταν ο ατόπτες. Πράγματα πο δν μποροσαν ν ποσιωπήσουν, γιατ τ ζησαν κα τος συγκλόνισαν: τι σταύρωση το Υο το νθρώπου δν ταν κάποιο πρόβλεπτο τύχημα. ντιθέτως! ταν τ σχέδιό του ατό. Ν γεννηθε, ν νδρωθε, ν πάθει, ν θυσιασθε. λα ατ κούσια, γι λογαριασμ λων, π νείπωτη γάπη, δι’ μς τος νθρώπους κα δι τν μετέραν σωτηρίαν. Κα πειδ ταν κα μονογενς Υἱὸς το Θεο Πατρός, Θες ληθινός, Κύριος τν πάντων, τάφος δν μπόρεσε ν τν κρατήσει. ναστήθηκε ατεξουσίως, μ τ δική του δύναμη κα ς ρχηγς τς ζως νίκησε τν θάνατο, ξασφαλίζοντας γι λους τ ζωή.
νθ νοιωσε τ θεϊκή του νέργεια, πανίσχυρη μ κα γεμάτη γάπη, ν φτάνει κα σ’ ατήν, κε μπροστά της σήμερα, ν κα π δρόμο φοβερ σκανδαλώδη, νεξήγητο. να σπασμένο λαμπριάτικο κερί, πο πρε φς π τ χέρι νς νάξιου παπ κα μέσα π’ τ πιστο δικό της χέρι φτασε στ χέρι μις γράμματης πιστς γρις, ταν ρκετ γι ν στράψει μέσα της λήθεια λοζώντανη. Πς να μόνο νομα πάρχει στν π’ ορανν γι ν σωθε, ν ζήσει κόσμος: Τ πρ πν νομα το ησο πο κυβερν πανσθενουργ τ σύμπαντα. Μπροστά του μέλλει ν καμφθε πν γόνυ πουρανίων κα πιγείων κα καταχθονίων. 
νεαρ φοιτήτρια, συντετριμμένη, μ νάλαφρη, πελευθερωμένη ψυχικά, γειρε μπρς στ περένδοξο νομα το ησο κα τ προσκύνησε. Κάμπτοντας νώπιόν του ταπειν τ γόνυ τς ψυχς κα το σώματος, μολόγησε ναφωνώντας κστατικά:
–   Κύριός μου κα Θεός μου…!
Πάσχα 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.