Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που μεγάλωνε σε ένα ορφανοτροφείο. Το μικρό αγόρι επιθυμούσε διακαώς να μπορούσε να πετάει όπως τα πουλιά.
Του ήταν όμως δύσκολο πολύ να καταλάβει γιατί δεν μπορούσε. Υπήρχαν πουλιά στο ζωολογικό κήπο που ήταν πολύ μεγαλύτερα του και όμως πετούσαν.
«Γιατί εγώ δεν μπορώ» σκεφτόταν. «Κάτι δεν πάει καλά με εμένα;» αναρωτιόταν.
Υπήρχε κι ένα άλλο ανάπηρο αγοράκι. Επιθυμούσε πολύ να μπορεί να περπατήσει και να τρέξει όπως όλα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια.«Γιατί δεν μπορώ να είμαι σαν αυτά;» σκεφτόταν.
Μία μέρα το ορφανό αγοράκι που ήθελε να πετάει σαν πουλί το έσκασε από το ορφανοτροφείο.
Πήγε σε ένα πάρκο όπου είδε το παιδάκι που δεν μπορούσε να περπατήσει ή να τρέξει, να παίζει σε μία αμμοδόχο. Έτρεξε κοντά του και το ρώτησε αν ποτέ είχε επιθυμήσει να πετάξει σαν ένα πουλί.
«Όχι» απάντησε το αγοράκι που δεν μπορούσε να βαδίσει ούτε να τρέξει. «Αλλά έχω αναρωτηθεί πώς θα ήταν να περπατά και να τρέχει κανείς, όπως τα άλλα αγόρια και κορίτσια».
«Αυτό είναι πολύ λυπηρό» είπε το αγόρι που ήθελε να πετάξει. «Θα ήθελες να γίνουμε φίλοι;» ρώτησε το αγοράκι που έπαιζε στην αμμοδόχο.
«Βεβαίως» απάντησε το μικρό ορφανό.
Τα δύο αγόρια έπαιξαν για ώρες δύο αγόρια έπαιξαν για ώρες.
Έφτιαξαν κάστρα με την άμμο και έκαναν πραγματικά αστείους ήχους με τα στόματά τους.
Ήχοι που τους έκαναν να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Σε μία στιγμή πλησίασε ο πατέρας του μικρού παιδιού με το αναπηρικό καροτσάκι για να πάρει το παιδί του. Το μικρό αγόρι που πάντα ήθελε να πετάξει έτρεξε προς τον πατέρα του φίλου του και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί.
«Εντάξει» είπε ο πατέρας.
Το μικρό αγόρι που πάντα ήθελε να πετάξει σαν πουλί πλησίασε τον καινούργιο του φίλο και του είπε: «Είσαι ο μοναδικός φίλος που έχω. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για σένα ώστε να περπατήσεις και να τρέξεις σαν όλα τα αγόρια και τα κορίτσια. Αλλά δεν μπορώ. Όμως υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σένα».
Το μικρό ορφανό αγοράκι έκανε στροφή και ζήτησε από τον φίλο του να γλιστρήσει στην πλάτη του. Ύστερα άρχισε να τρέχει πάνω στο γρασίδι. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα, μεταφέροντας στην πλάτη του το ανάπηρο αγόρι.
Γρηγορότερα αλλά και δυσκολότερα έτρεχε κατά μήκος του πάρκου. Τα πόδια του άρχισαν να λυγίζουν. Ο άνεμος σφύριζε και ράπιζε τα πρόσωπα των δύο μικρών παιδιών.
Ο πατέρας του μικρού αγοριού άρχισε να κλαίει καθώς παρακολουθούσε τον ανάπηρο όμορφο μικρό γιο του να χτυπά τα χέρια του καταχαρούμενος όλο αυτό το διάστημα και να ξεφωνίζει στη διαπασών:«Πετάω μπαμπά πετάω !»
Α.Γ.
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
ΚΥΡΙΑΚΗ
Τριμηνιαίο Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό
Ἀριθ. Φύλλου 6ο – 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.