Ετικέτες

12.3.19

Ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου» (ΜΕΡΟΣ 4)

Αποτέλεσμα εικόνας για κατάκριση
Τὰ «ἐμὰ πταίσματα» καὶ ἡ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ

Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσ᾿ μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ἀκόμα κι ἂν ζοῦσες ἑκατὸ χρόνια καὶ κάθε μέρα ἔριχνες δάκρυα ὅσο εἶναι τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ξεπλύνεις τὰ πραγματικά σου ἐλαττώματα, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ διακρίνεις. Ἂς ἔχει καθένας μας τὴν αἴσθηση μίας στοιχειώδους αὐτογνωσίας, πῶς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες συνεχῶς διαπράττουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτογνωσία. «Δώρησαί μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». Νὰ ἀντικρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.
Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς πιὸ γλυκοὺς καὶ ἀγαπημένους πρόσφατους ἁγίους, ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Νέος της Καλύμνου. Ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1948. Πέρασε καὶ ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα. Τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ Κάλυμνος. Σύγχρονος ἅγιος! Λίγο μετὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Ἕνας γλυκύτατος ἄνθρωπος. Ἕνας ἐπιεικέστατος ἅγιος. Παραμυθητικός, φιλάνθρωπος, γεμάτος συμπάθεια καὶ κατανόηση, ἐπιείκεια καὶ συγχωρητικότητα. Συνέρρεε ὁ κόσμος γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅλα τὰ συγχωροῦσε. Γιὰ δύο ὅμως ἁμαρτίες ἦταν ἀδυσώπητος. Ἡ μία ἡ βλασφημία, καὶ τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ δεύτερη ἡ κατάκριση. Κατέκρινες τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ τὸ ἔλεγες; Αὐστηρὸ κανόνα ἔβαζε. Ἀκοινωνησία! Νηστεύεις; Ρωτοῦσε. Μὰ ἐσὺ καταβροχθίζεις τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁ ἅγιος αὐτός, αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης. Μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ροκανίζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ ἕνας νὰ φάει τὸν ἄλλον. Νὰ τὸν κουτσομπολέψει, νὰ τὸν καταδικάσει. Μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐνορία, στὰ σπίτια μας, στοὺς χώρους ἐργασίας μας. Σκληροὶ ἐπικριτές, ἀνυποχώρητοι θεατὲς ἐλαττωμάτων, ἐπίμονοι ἐρευνητὲς σφαλμάτων. Δυστυχῶς, ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἶναι καὶ παλιὰ καὶ βαθειὰ καὶ διαδεδομένη.
Θὰ κάνω μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἂν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα χαρακτηριστικά.

Ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἑστιάζει μέσα μας
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀποφεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μίσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς καταστάσεις. Ποιὸς ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἀνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδόμυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, ἐπανεισι εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνονται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθειά της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὔκ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφό· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέφεται.
Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ ὁ νοῦς, τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προσευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμαζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπεινοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.

Οἱ ἀρετὲς ὡς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὲς οἱ ἀρετές, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποῦ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατάθεσή τους: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α´ Κορ. 4,7).

Τὸ «πνεῦμα» ὡς φρόνημα
Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας», δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχταρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ὥστε πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.

Δοῦλος καὶ ἀδελφός
Καὶ τὸ τέταρτο εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς». Δὲν θὰ τὸ σχολιάσουμε αὐτό. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῶ δούλῳ. Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατὶ εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθανθεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἔτσι ἂν ξεκινήσουμε τὴν πορεία μας τὴν πνευματική, μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂν τὴν ἀναβαπτίσουμε, θὰ μπορέσουμε, νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ διακρίνουν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας σὲ κάποιο βαθμό, ἀλλὰ κυρίως θὰ δώσει νὰ ἀνθίσουν στὸ ἔδαφος τῶν πνευματικῶν κοινοτήτων μας, τῆς ἴδιας μας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ζούσαμε ὡς Ἐκκλησία αὐτὴν τὴ καθαρότητα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μιλᾶμε γιὰ κάθαρση. Ὅταν στὴν Ἐκκλησία μας κυριαρχεῖ ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη , ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε τί θέση ἔχει ἡ λεγόμενη κάθαρση; Τότε δὲν θὰ ἤμασταν Ἐκκλησία ποὺ τῆς ἀπαιτοῦν κάθαρση , ἀλλὰ θὰ ἤμασταν κοινωνία ποὺ θὰ χόρταινε ἀπὸ γνήσια μαρτυρία.
Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε, ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε. Μία προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας.
Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Νὰ δώσει λοιπὸν ὁ Θεὸς πλούσια τὴν εὐλογία Του καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἀξιώσει πανέτοιμοι, ἢ μᾶλλον ὅσο τὸ δυνατὸν ἕτοιμοι, νὰ μποῦμε μέσα στὸ κανάλι αὐτὸ τὸ εὐλογημένο , σὲ αὐτὸν τὸν μετασχηματιστὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιὰ νὰ φθάσουμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὡς δοῦλοι καὶ μεταξὺ μας ὡς ἀδελφοί,γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε Ἀναστάντα. Ἀμήν.

πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκδ. Ἐν πλῷ, 2008 (Αποσπάσματα)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.