Η γερμανική κατοχή σαν σμήνος από γεράκια και από ακρίδες κατέκλυσε σε όλη τη χώρα μας. Κατέλαβαν οι Γερμανοί και την πόλη Κατερίνη.
Συνήθιζαν με μερικά οχήματα να στρατοπεδεύσουν στους δρόμους. Σε ένα δρόμο δυτικού συνοικισμού της Κατερίνης μερικά γερμανικά οχήματα κατέφθασαν με ταχύτατα και στρατοπέδευσαν. Δυο Άγγλοι, που βρίσκονταν στο δρόμο εκείνον, δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν και παγιδεύτηκαν. Πριν τους αντιληφθούν οι Γερμανοί οι δυο Άγγλοι μπήκαν στην αυλή ενός αγροτικού σπιτιού. Προχώρησαν στο βάθος του κήπου και ξάπλωσαν ανάμεσα στις ντομάτες.
Η καλόψυχη αγρότισσα πήρε μια κατσαρόλα με φαγητό και ψωμί. Υποκρίθηκε ότι ταΐζει τις κότες και έλεγε πουλ-πούλ. Αυτές οι λέξεις προσκαλούσαν τα πουλάκια και τις κότες να φάνε. Προχωρούσε μέχρι τις ντομάτες και άφηνε τις τροφές στους Άγγλους στρατιώτες να φάνε. Αυτό το επαναλάμβανε αρκετές μέρες. Όμως, όποιος έκρυβε Άγγλους τον περίμενε θανατική καταδίκη και κάψιμο του σπιτιού του. Ο άνδρας της αγρότισσας φίλαυτος και άσπλαχνο της είπε:
- Τι τους κρατάς αυτούς εδώ. Θέλεις να μας σκοτώσουν όλους; Είναι κρίμα.
– Να τους διώξεις η να τους μαρτυρήσεις στους Γερμανούς να γλυτώσουμε.
– Εγώ ψυχή θα παραδώσω στο Θεό. Είναι κρίμα. Οι Γερμανοί θα τους σκοτώσουν. Εγώ θα τους ταΐζω και ο Θεός θα μας προστατέψει.
– Άμα μας πιάσουν και εμάς , κανένας Θεός δεν θα μας προστατέψει.
– Χωρίς το θέλημα του Θεού ούτε φύλλο δεν πέφτει. – Αν μας πιάσουν και μας σκοτώσουν, τότε θα δεις αν πέφτει το φύλλο.
– Στο δικό μου χέρι είναι να τους ταΐζω. Στο χέρι του Θεού είναι να μας προστατέψει. Ένα απόγευμα ένας αξιωματικός με γερμανική στολή παρουσιάσθηκε στην αυλή της γερόντισσας. Την αγρότισσα με τον άνδρα της τους έπιασε φόβος. Άρχισαν να τον καλοπιάνουν. Του πρόσφεραν το λίγο φαγητό που είχαν. Ο αξιωματικός δεν έφαγε και τις είπε:
- Αυτό να το πάς στο πούλ – πούλ ,όταν φύγω εγώ. Ύστερα είπε στον άνδρα της
- Εσύ δεν έχεις καλή ψυχή. Η γυναίκα σου είναι άνθρωπος του Θεού καλόψυχη. Εσύ δεν λυπάσαι άνθρωπο. Μόνο το τομάρι σου σκέπτεσαι. Η γυναίκα σου είναι και θρήσκα, αλλά έχει και πατριωτισμό και φιλότιμο. Με τη δική της ευλογία σε ελεεί και σένα ο Θεός. Ύστερα τους είπε:
- Τα πούλ – πούλ αύριο το πρωί να φύγουν από εδώ. Τους υπέδειξε και τρόπο φυγαδεύσεως του. Τα κάρα κάθε πρωί κουβαλούσαν εργάτες και εργάτριες στα χωράφια να δουλέψουν στα καπνά. Οι δύο Άγγλοι με μακρινά γυναικεία ρούχα. Σκέπασαν τα κεφάλια με μεγάλα μαντήλια, τσεμπέρια. Κράτησαν στα χέρια από ένα τσαπί. Ανακατεύτηκαν με τις εργάτριες και ανέβηκαν στο κάρο και κάθισαν. Σε λίγο το άλογο άρχισε να σέρνει το κάρο με τους εργάτες και βγήκαν έξω από την πόλη. Σε κάποιο σημείο οι δύο Άγγλοι κατέβηκαν. Συναντήθηκαν με έναν έφηβο που ειδοποιημένος τους περίμενε και τους οδήγησε στα βουνά ασφαλισμένους. Σ΄αυτή τη φυγάδευση των Άγγλων, ο αξιωματικός των Γερμανών πέρασε δίπλα από το κάρο για να μη τολμήσουν και υποψιαστούν οι άλλοι Γερμανοί. Το απόγευμα ο αξιωματικός πήγε στο σπίτι της αγρότισσας και κάθισε. Τους είπε ότι την επόμενη μέρα τον μεταθέτουν σε άλλη μονάδα. Τους είπε ότι από την πρώτη μέρα κατάλαβε ότι έκρυψαν τους Άγγλους. Άκουσε και όλες τις συζητήσεις που έκανε για τους Άγγλους το ανδρόγυνο. Μιλούσε και Ελληνικά. Χαρακτήρισε φιλοτομαριστή και συμφεροντολόγο το σύζυγο και Αγία τη γυναίκα. Κατάλαβε ότι από ευσπλαχνία και όχι από οργάνωση προστάτεψε τους Άγγλους και είπε στη γυναίκα.
– Εσένα σε προστάτεψε ο Θεός , γιατί μέσα μου κάτι αόρατο, ακαθόριστο με εμπόδισε να σου κάνω κακό. Και μόλις έμαθα για τη μετάθεσή μου, σκέφτηκα να τους φυγαδεύσετε γιατί εγώ είμαι Αυστριακός. Θα έρθει πραγματικός Γερμανός που αυτός θα σας σκότωνε. Προσέξτε να φυλάγεσθε. Αυτό με τους Άγγλους να μη το μαρτυρήσετε πουθενά για να μη μπλέξετε. Ο Θεός σας γλύτωσε. Να φυλάγεσθε από τώρα. Τέλος σηκώθηκε όρθιος. Χαιρέτησε το ηλικιωμένο ανδρόγυνο με χειραψία. Ασπάσθηκε το δεξί χέρι της αγρότισσας και είπε:
- Μάμα . Εσένα σε ακούει ο Θεός. Κάνε και για μένα προσευχή να με φυλάει ο Θεός. Μέσα στη κατάρα του πολέμου δεν ήταν όλοι απάνθρωποι και φονιάδες. Πολύς κόσμος σερνόταν αναγκαστικά ενώ μέσα του αναζητούσε το Θεό. Και τους ανθρώπους. Ανάμεσα στις ριπές των πολυβόλων και τα αμέτρητα βλήματα που ξερίζωνα τις ζωές, υπήρχαν οι άνθρωποι που νοσταλγούσαν του Θεού την ειρήνη. Η καλόψυχη αυτή αγρότισσα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή , εκτός από τα δικά της παιδιά προστάτεψε και μεγάλωσε και επτά ξένα ορφανά παιδάκια.
Από το βιβλίο του Λάζαρου Τσακιρίδη
Ανάμεσα στο σφυροδρέπανο και το στέμμα
Έκδοση Ελληνορθόδοξη διακονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.