Ετικέτες

17.11.14

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΕΣΩ ΒΟΥΔΙΣΜΟΥ

Γράφει ὁ Nilus Stryker: «Ἕνα ἀπόγευμα στά τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 1999, πῆγα στό βωμό μου γιά τήν τακτική ἡμερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα νά ἀρχίζω μέ ἕνα γιόγκικο τραγούδι, ἔλεγα τήν προσευχή mantra καί μετά ἔκανα καθιστική σιωπή. Ἄναψα τά κεριά στό βωμό μου καί ἀφοῦ τελείωσα τό τραγούδι καί τήν προσευχή μου, προχώρησα στήν ἄσκησι σιωπῆς.

Δέν μπορῶ νά πῶ πόση ὥρα ἀκριβῶς καθόμουν ἔτσι, ὅταν ἄκουσα ὁλοκάθαρα τήν φωνή μου νά ξεστομίζη, μέ δικά μου λόγια, “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς”. Τό εἶπα μεγαλόφωνα. Ἔμοιαζε σάν νά βγῆκε μέσῳ ἐμοῦ καί ὄχι σάν νά τό πρόφερα ἐγώ ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο γιά ἔξωθεν φωνές. Ἦταν ξεκάθαρο πώς ἐγώ τό εἶπα. Ὅταν εἶπα “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς” αἰσθάνθηκα νά γεμίζω μέ μιά λαχτάρα. Δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ὀνομάσω. Ἄλγος. Πονοῦσα μέσα μου. Αἰσθανόμουν αὐτό τόν ἀπόλυτο νόστο (: νοσταλγία ἐπιστροφῆς) καί δέν τό πίστευα…
Σίγουρα θά εἶχε σχέσι μέ τή Χριστιανοσύνη τῶν παιδικῶν μου χρόνων… Ἄν καί οἱ γονεῖς μου ἦταν νομιναλιστές Χριστιανοί, εἶχα ἀνατραφῆ ὡς Πρεσβυτεριανός λόγῳ τῆς κοντινῆς ἀποστάσεως τῆς ἐκκλησίας ἀπ’ τό σπίτι μας. Οἱ γονεῖς μου πάντως δέν ἦταν ἀπ’ αὐτούς τούς φανατικούς καί ἐπικριτικούς Χριστιανούς…
Ἐκείνη τή νύκτα, στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα, ξύπνησα ἀπό μιά “παρουσία” μέσα στό δωμάτιό μου. Ἀνησύχησα, μήπως κάποιος εἶχε μπεῖ κρυφά μέσα στό σπίτι. Βγῆκα ἀπ’ τό κρεββάτι καί ἔλεγξα ὅλα τά δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Δέν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος (ἐκτός ἀπ’ τή σύζυγό μου) μέσα στό σπίτι καί αὐτή κοιμόταν βαθειά. Ἀποφάσισα —μιᾶς καί ξαγρύπνησα— νά κάνω καμμία ἄσκησι, ἔτσι πῆγα στό βωμό μου στό ἀτελιέ μου. Ἔκανα διαλογισμό γιά περίπου 30-45 λεπτά καί ἐπέστρεψα στό κρεββάτι μου. Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔλεγξα ἄν ὅλες οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες καί κάπως διστακτικά ἔρριξα μιά ματιά σ᾽ ὅλο τό σπίτι, μήπως καί βρῶ κάτι πού νά ἐξηγοῦσε ἐκείνη τήν “παρουσία”. Κατοικίδια δέν ἔχουμε, ὁπότε, ρώτησα τή Νταϊάν ἄν εἶχε σηκωθῆ τή νύκτα γιά κάποιο λόγο. Κοιμόταν συνεχῶς…
Ἐπί μία ἑβδομάδα, [ἡ “παρουσία”] μέ καλοῦσε νά ξυπνήσω στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα. Ἄρχισα νά τρομάζω λιγάκι. Δέν διέθετα καμμία ἐξήγησι γι’ αὐτά τά ὁποῖα συνέβαιναν καί καμμία ἀπολύτως ἰδέα γιά τό πῶς νά τό χειρισθῶ. Παραδέχθηκα πώς ἦταν κάτι πέραν ὅλων ὅσα εἶχα βιώσει καί ἤλπιζα πώς θά μέ βοηθοῦσε ὁ δάσκαλός μου νά καταλάβω καί νά ἀντιμετωπίσω τίς ἐμπειρίες μου. Ἄν κάποιος θά μποροῦσε νά ξέρη τί ἦταν αὐτό πού μοῦ συνέβαινε, θά ἦταν αὐτός. Τελικά, ἐπικοινώνησα μέ τό δάσκαλό μου στήν Οὐαλία καί τοῦ ἀφηγήθηκα ὁλόκληρη τήν σειρά τῶν ἐμπειριῶν μου. Μοῦ ἔδωσε τό ὄνομα μίας θεότητος τοῦ Θιβέτ τήν ὁποία μποροῦσα νά ἐπικαλεσθῶ, καθώς καί μιά προσευχή-mantra πού συσχετιζόταν μέ ἐκεῖνο τό “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” (τό sangha μας (: τό βουδιστικό μας τάγμα) χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” ἐν ἀντιθέσει μέ τόν παραδοσιακό ὅρο “θεότητα”). Μοῦ εἶπε πώς ἄν συνέχιζαν οἱ ἐμπειρίες, νά κάνω τήν ἄσκησί μου καί νά ἀπαγγείλω τήν προσευχή-mantra τήν ὁποία μοῦ εἶχε δώσει.
Ἐκεῖνο τό βράδυ μέ ξύπνησε πάλι ἡ αἴσθησι μιᾶς “παρουσίας”. Πῆγα στό βωμό μου καί ἄναψα τά κεριά. Κάθησα σέ σιωπηλό διαλογισμό γιά λίγο, πρίν ἀρχίσω νά λέω τήν προσευχή-mantra καί νά καλῶ τή Βουδιστική θεότητα τήν ὁποία μοῦ εἶχαν ὑποδείξει νά χρησιμοποιήσω. Ἡ μεσιτεία του ἦταν ἰσχυρότατη. Ἐπικράτησε μιά βαθειά σιγή καί ἔνοιωσα μιά ἠρεμία καί γαλήνη πού διαπερνοῦσαν —μοῦ φάνηκε— τό δωμάτιό μου. Κάλεσα τό ὄνομα τῆς θεότητος ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Rinpoche (τιμητικός τίτλος γιά δάσκαλο Vajrayana πού στήν κυριολεξία σημαίνει Πολύτιμο Πετράδι). Πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, ἄκουσα μιά φωνή νά λέη “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἡ φωνή αὐτή. Μοῦ φάνηκε σάν τήν δική μου φωνή, παρότι δέν θυμᾶμαι νά ξεστόμισα ἐγώ ἐκεῖνες τίς λέξεις. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ μέ ἀκρίβεια ἄν ἡ φωνή αὐτή ἦταν ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική, πάντως ἦταν μιά φωνή πού εἶπε καθαρά καί χαρακτηριστικά “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”.
Ταράχθηκα συθέμελα. Καθόμουν ἀποσβολωμένος καί ἀμίλητος. Σηκώθηκα καί βγῆκα ἔξω ἀπ’ τό σπίτι. Πρέπει νά ἦταν τρεῖς καί μισή τά ξημερώματα καί ἕνα χλωμό φεγγάρι μόλις διακρινόταν πάνω ἀπ’ τόν ὠκεανό. Κάθισα στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας καί ἄρχισα νά κλαίω. Ὁ πόνος καί ὁ νόστος μέσα μου δέν εἶχαν μειωθῆ. Μᾶλλον εἶχαν φουντώσει περισσότερο. Εἶχα φθάσει στά ὅρια τῆς τρέλλας. Ἤμουν σίγουρος πώς κάτι συνέβαινε. Μόνο πού δέν ἤξερα τί. Ἔκλαψα μέ τήν καρδιά μου. Μέ λυγμούς. Τελικά, σήκωσα τό κεφάλι καί ρώτησα, “Ποιός εἶσαι;”.
Μόλις ξεστόμισα ἐκεῖνες τίς λέξεις, συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο… Μόλις πρόφερα ἐκεῖνες τίς λέξεις, γέμισα μ’ ἕνα ἁπαλό Φῶς. Ξέρω, εἶναι δύσκολο νά κατανοηθῆ, ἀλλά ἐγώ πράγματι γέμισα ἀπ’ αὐτό τό Φῶς. Δέν ἦταν “ὁρατό” μέ τή συνηθισμένη ἔννοια. Ἦταν μιά φωτεινότητα πού μέ γέμιζε. Δέν μπορῶ νά περιγράψω ἐκεῖνο τό Φῶς, οὔτε νά περιγράψω πῶς ἕνα φῶς μπορεῖ νά κουβαλάη “γνῶσι”, πάντως ἐγώ ἤξερα πώς ἕνα Φῶς εἶχε διεισδύσει μέσα μου καί μάλιστα μέ γνώριζε προσωπικά. Ξέρω πώς αὐτό ἀκούγεται ἀπίστευτο, ἀλλά συνέβη. Τό Φῶς ὄχι ἁπλῶς μέ γνώριζε ἐμένα, τό Nilus, τόν ἀψίθυμο γερο-παράξενο, πού ὅλα τά εἶχε θαλασσώσει, ἀλλά μέ ἀγαποῦσε κιόλας —μέ ἀγαποῦσε πραγματικά…
Τηλεφώνησα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγ. Τριάδος (ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ναός τῆς Ἀμερικῆς στό San Francisco). Τό τηλέφωνο τό σήκωσε ἕνας ἄνδρας καί τόν ρώτησα ἄν οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται στά Ἀγγλικά. Μοῦ ἀπάντησε μέ μιά βαρειά, Ρωσσική προφορά: “σέ σπαστά μόνο”. Ἔσκασα στά γέλια. Μέ καταγοήτευσε τό ἀνέκφραστο style τοῦ χιοῦμορ του. Σημείωσα τίς ὧρες τῶν Λειτουργιῶν καί τόν εὐχαρίστησα…
Ἔβρεχε καταρρακτωδῶς καί οἱ δρόμοι ἦταν σχετικά ἄδειοι. Ὁδήγησα μέχρι τήν πόλη τοῦ San Francisco καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ μιά ἀχνή εἰκόνα μιᾶς Ρωσσικῆς ἐκκλησίας μέ γαλάζιους τρούλλους στήν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλεως. Στό εὑρετήριο, ὁ Καθεδρικός Ναός εἶχε διεύθυνσι τήν ὁδό Γκρήν καί εἶχα τήν ἐντύπωσι πώς πήγαινα στή σωστή κατεύθυνσι. Κάποια στιγμή, ἐντόπισα τόν τροῦλλο καί τό σταυρό… Ποτέ δέν βρίσκεις χῶρο γιά στάθμευσι στή συνοικία ἐκείνη, ἔτσι, καθώς πλησίαζα, εἶπα μέσα μου: “ἄν καταφέρω νά σταθμεύσω, θά σταματήσω. Ἄν ὄχι, θά πάω στά hamburgers”. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό εἶπα, κάποιος ἔβαζε ὄπισθεν καί ἔφευγε ἀπό ἕνα χῶρο ἀπέναντι ἀπ’ τήν ἐκκλησία… “Ἐντάξει, ἐντάξει, θά πάω”.
Μπῆκα μέσα στήν ἐκκλησία τήν 7η Φεβρουαρίου 1999. Δέν τό ἤξερα ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀλλά ἦταν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου…
Ξαναπῆγα τήν ἑπομένη Κυριακή.
Ἄρχισα νά παρακολουθῶ τά λόγια τῆς Λειτουργίας. Πολύ σύντομα, ἄρχισα νά πηγαίνω σέ μερικές βραδινές ἀκολουθίες κι ἔμεινα κατάπληκτος μέ ὅσα ἀπαγγέλλονταν. Δέν εἶχα ξανακούσει γιά θεολογία πού τραγουδιόταν καί ψαλλόταν μαζί μέ τά ἀναγνώσματα. Ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅλο καί περισσότερο πώς ὑπῆρχε ἕνας Χριστιανισμός μέσα στήν Ὀρθοδοξία πού ἦταν πιό ἀπέραντος καί πιό βαθύς ἀπ’ ὅ,τι γνώριζα. Ἐπίσης, ἄρχισα νά ἀκούω ἀναφορές γιά τό Φῶς, τό Φῶς πού ἔμοιαζε νά ἔχη πολλά κοινά μέ τήν ἐμπειρία μου τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί πού Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ὑπῆρχε μέχρι καί μιά θεολογία πού ἀναγνώριζε τό Φῶς καί πού χρησιμοποιοῦσε αὐτό τό Φῶς ὡς περιγραφή γιά τό πῶς ὁ Θεός, ὁ Λόγος καί τό Ἅγ. Πνεῦμα καλεῖ καί ἀγαπᾶ… Ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι πιό ἄνετα μέ τίς λέξεις Θεός καί Χριστός…
Ὅσο περισσότερο πήγαινα στίς θεῖες Λειτουργίες, τόσο περισσότερο ἔνοιωθα πώς ἐδῶ ἦταν τό μέρος πού θά ἔνοιωθα ἄνετα ὡς Χριστιανός. Πρέπει νά καταλάβετε, ὅμως, πώς ποτέ δέν ἔκανα χρῆσι αὐτῆς τῆς λέξεως. Ἀκόμα ἀντιστεκόμουν. Ἀκόμα δίσταζα. Τριγυρνοῦσα σάν κλεφτης, στίς παρυφές τῆς Χριστιανοσύνης, τόσο μέσα στίς σκιές τῶν κεριῶν ὅσο καί στό φῶς. Κρατιόμουν μέ τό ζόρι νά μήν κάνω μετάνοιες ἤ νά σταυροκοπηθῶ… Σκέφθηκα πώς τό παράκανα… Ἤμουν ἀκόμα Βουδιστής, ἁπλῶς ἐπισκεπτόμουν τό Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἰδέα μοῦ ἐπέτρεπε νά συνεχίζω τόν ἐκκλησιασμό, χωρίς καμμία δέσμευσι… Ἕνα βράδυ, ἡ Μάτουσκα Βαρβάρα μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε ἄν ἤθελα νά μάθω πῶς νά κάνω τό σταυρό μου. Ὅταν ἀπάντησα “ναί”, ξάφνιασα τόν ἑαυτό μου.
Ξέρω πώς ἀκούγεται παράδοξο, ἀλλά τό σταυροκόπημα ἄλλαξε τό πῶς ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου καί πῶς ξεκίνησα νά λατρεύω ἔμπρακτα. Ἧταν τό πρῶτο σημεῖο τό ὁποῖο ἔκανα δημοσίως, σέ ἔνδειξι πώς ἐμπιστευόμουν τό Χριστιανισμό καί πώς ἄρχισα νά βλέπω τόν ἑαυτό μου ἐντός τοῦ Χριστιανικοῦ πλαισίου. Εἶναι δύσκολο νά ἐξηγηθῆ. Εἶναι μιά τόσο ἁπλή πρᾶξι, ἀλλά, κατά πολλούς τρόπους ἔγινε ἡ πρώτη μου πρᾶξι Χριστιανικῆς ἀποδοχῆς. Ἔγινε τό πρῶτο σημεῖο “ἐνδύσεως ἐν Χριστῷ”…
Ἡ Μ. Σαρακοστή εἶναι περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ἀξιολογήσεως. Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία ἀρχίζει ἕνα συλλογικό ταξίδι πρός τήν Ἰερουσαλήμ, μαζί μέ τό Χριστό. Ὁλόκληρο τό 40ήμερο μεταμορφώνεται σ’ ἕνα κοσμικό δρᾶμα, πού αἰωρεῖται μέσα σ’ ἕνα χρόνο πού σπανίως εἶχα βιώσει στό Βουδισμό. Ὁ χρόνος ἔμοιαζε νά σμικρύνεται σχεδόν ἀναλογικά μέ τό πόσο μεγάλωναν οἱ ἀκολουθίες. Κατά περίεργο τρόπο, ὁ χρόνος χρησιμοποιόταν γιά νά ἐξαφανίση τό χρόνο…
Ἕνα βράδυ… τά γόνατά μου λύγισαν… Κατάλαβα τόν ἑαυτό μου νά γονατίζη ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔνοιωσα φοβερά ἄσχημα πού συγκρατιόμουν τόσο καιρό… Ἔνοιωσα τόσο κορόιδο καί ὑπερόπτης βλάκας… Τά πάντα μέσα μου μοῦ εἶχαν πεῖ γιά τήν Μεγάλη Ἀγαθή Καρδιά τοῦ Χριστοῦ καί ἐγώ εἶχα ἀρνηθῆ τήν ἀγκαλιά Του… Ὅταν τό μέτωπό μου ἄγγιξε τό πάτωμα, τότε ὁ Θεός ἄγγιξε τήν καρδιά μου… Μέ ἔπιασαν λυγμοί… Ὅταν ὁ πατήρ Βίκτωρ πλησίασε νά θυμιατίση τήν εἰκόνα, ἤξερα πώς εἶχε ἀντιληφθῆ τό κλάμα μου… Δέν μποροῦσα νά σταματήσω… Ντράπηκα τόσο πολύ… Ἔνοιωσα τόσο ἐκτεθειμένος… Τριγύρω μου ἦταν ὁ κόσμος τόν ὁποῖο συναναστρεφόμουν σέ τακτική βάσι, ὅλες τίς τελευταῖες ἑβδομάδες. Μέ εἶχαν δεῖ αὐθάδη, μέσα στό Βουδισμό μου καί φαίνονταν νά κρατοῦν ἀπόστασι ἀπό μένα. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω πίσω. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω τό σταυρό μου καί νά συνεχίζω νά κάνω πίσω. Τώρα ἔβλεπαν τά γόνατά μου νά λυγίζουν καί τό μέτωπό μου νά ἀγγίζη τό ξύλινο πάτωμα καί ἐμένα νά κλαίω, καθώς ὁ Θεός μοῦ ράγιζε τήν καρδιά…
Μοῦ ράγισε τήν καρδιά ἐκεῖ, ἐπί τόπου… Μπορῶ νά σᾶς ὑποδείξω καί τό ἀκριβές σημεῖο… Μέ εἶχε καλέσει μέσα στή νύκτα. Εἶχε διεισδύσει μέσα μου σάν Φῶς. Τώρα, μοῦ ράγισε τήν καρδιά… Δέν μπορῶ νά τό ἐξηγήσω πιό καθαρά. Ὁ Θεός συνέτριψε τήν καρδιά μου καί τήν ὑπεροψία μου καί τήν μοναχικότητά μου καί εἶχε κάνει τή μοναξιά κάτι τό ἀδύνατο. Μέ κρατοῦσε μετέωρο μέσα στό χρόνο καί στήν Ἀγάπη, παρότι δέν μοῦ ἄξιζε οὔτε μιά κεραία ἀπό αὐτήν.

Τώρα ἤμουν διαλυμένος ἀπ’ τήν Ἀγάπη. Ἤμουν ζητιάνος. Εἶμαι ζητιάνος…
Ὁδηγοῦσα πάνω ἀπ’ τή γέφυρα τοῦ Κόλπου τοῦ San Francisco, ὅταν μοῦ ἦλθε ξαφνικά ἡ σκέψι πώς… ὑπῆρχε ἡ αἴσθησι τῆς βεβαιότητος πώς ἡ ἀπόφασί μου ἦταν σωστή. Ὀφειλόταν στήν περίεργη, γλυκόπικρη ἀνάμνησι τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ἀκόμα καί μέσα στήν στενοχώρια ἐκείνη, τό Φῶς ἦταν παρόν. Ἄρχισα νά θυμᾶμαι καί νά ἐπαναφέρω τά πάντα στή μνήμη μου, ἀπ’ τό μεταμεσονύκτιο κάλεσμα καί τήν ἀναζήτησι διαρρηκτῶν… Ὅλο τόν ξεχνάω τό Θεό. Αὑτό εἶναι τό κουσούρι μου. Εἶχα ξεχάσει τό Θεό ἐπί εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια…
Στίς 23 Μαΐου 1999 βαπτίσθηκα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀμερική».
ΠΗΓΗ:
Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ
Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Αθήνα 2011
TRUTH TARGET

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.