Ι ω ά ν ν η Ν. Μ α ρ κ ά
ΟΙ «ΠΑΤΡΟΜΑΧΟΙ» ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΙΜΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ
- ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ, π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΟΛΛΑ.-
3ο Μέρος
ΟΙ «ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ» ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ 95ου ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Στην ίδια ενότητα, ο π. Αθανάσιος Κολλάς επιχειρεί να απαντήσει και στις κριτικές που υφίστανται οι οικοδεσπότες των διαφόρων συνεδρίων της «Ακαδημίας», επειδή δέχονται την παρουσία και συμμετοχή των ετερόδοξων εκπροσώπων, στις διάφορες λατρευτικές και λειτουργικές εκδηλώσεις της τοπικής εκκλησίας. Δικαιολογεί για παράδειγμα πλήρως τις συμπροσευχές που γίνονται σε όλες αυτές τις συνάξεις και ας υπάρχουν ένα σωρό Ιεροί Κανόνες που τις απαγορεύουν ρητά και κατηγορηματικά. Προφανώς εδώ ισχύει η κοσμική αντίληψη «περί νόμων», ότι δηλαδή «υπάρχουν …για να καταπατούνται»! Μάλιστα, «τεκμηριώνει» αυτές τις θέσεις, αναφέροντας πως ο μαθητής του αγίου Μάρκου του Ευγενικού και πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση, Γεννάδιος Σχολάριος, έπραττε το ίδιο, μη θεωρώντας τους λατίνους ως αιρετικούς, αλλά ως σχισματικούς, και ότι για αυτό το λόγο δεν τους έδιωχνε από την εκκλησία, αλλά αντίθετα τους έδινε αντίδωρο και ευχή. Με βάση αυτό το παράδειγμα, ισχυρίζεται ο π. Αθανάσιος ότι αυτή η πρακτική ήταν «συνήθεια της καθολικής των χριστιανών Εκκλησίας και …των ορθοδόξων πατριαρχών»!! Και ότι όλοι (οι πατέρες) δεν τους αποκαλούσαν αιρετικούς!! Επιστρατεύεται μέχρι και άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εις τρόπον ώστε να καταδειχθεί ότι οι συμπροσευχές και τα υπόλοιπα που αναφέρθησαν ήταν …συνηθισμένα, αφού όπως προσπαθεί να μας πείσει, «…ακόμη και ο άγιος Μάρκος Εφέσσου ο Ευγενικός …παρευρίσκετο σε κοινές προσευχές των διαλεγομένων πλευρών…», κατά τη διάρκεια της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439)! Ειλικρινά, είναι λίγο δύσκολο να πιστέψουμε πως όλες τούτες τις ανακρίβειες τις προσυπογράφει ένας έμπειρος και καταξιωμένος θεολόγος όπως ο π. Αθανάσιος. Με όλο το σεβασμό πάτερ μου, δεν υπάρχει άγιος πατήρ της ορθοδόξου Εκκλησίας που να μην θεωρεί τους ρωμαιοκαθολικούς, αιρετικούς. Ούτε ένας για δείγμα! Για σας το «φιλιόκβε» και οι λοιπές πλάνες τους δεν είναι αίρεση; Και αν δεν είναι αίρεση πως δύνανται να «βαφτιστούν»; Σκέτο «διαφορές»; Επιπλέον κάνετε αναφορά στον μεγάλο Γεννάδιο Σχολάριο, και κατά την ταπεινή μας γνώμη υποπίπτετε σε δύο σφάλματα. Πρώτον, θεωρείτε την ανοχή και «οικονομία» του αγίου πατριάρχη, ως σύνολη πρακτική και συνήθεια όλων των πατριαρχών όλων των εποχών, κάτι που γνωρίζετε πολύ καλά πως δεν ισχύει σε καμμία περίπτωση. Δεύτερον, παραβλέπετε (σκόπιμα;) τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαποίμανσης, στις οποίες κλήθηκε να διακονήσει ο πατριάρχης Γεννάδιος. Από τη μια έπρεπε να αναχαιτίσει κατά το δυνατόν τους εκούσιους εξισλαμισμούς μετά την άλωση της Πόλης, από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τους μισσιονάριους του Βατικανού, που ως άρπαγες λύκοι ξεκλήριζαν τα ορθόδοξα ποίμνια, ιδιαίτερα στις λατινοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Προκειμένου λοιπόν να μην ερεθίσει επί το χείρον τους βαρβάρους εκ δύσεως, ο ηρωικός Γεννάδιοςεπέκτεινε την οικονομία που προβλέπει ο 95ος Κανόνας της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον οποίο θα αναλύσουμε εν τάχει αμέσως μετά. Τούτο δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν τους θεωρούσε αιρετικούς, ίσα-ίσα μάλιστα που επειδή τους θεωρούσε αιρετικούς, και ενώ εφάρμοζε την «οικονομία» στους λαϊκούς λατίνους, απέκλειε πάντοτε από τις λατρευτικές συνάξεις, τους ρωμαιοκαθολικούς «ιερείς» με τους οποίους δεν είχε την παραμικρή σχέση. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο άγιος αυτός πατριάρχης είχε ερμηνεύσει το περίφημο όραμα του Μωάμεθ του πορθητή, και κατέδειξε με φωτισμό πως η πτώση της Πόλεως, ήταν αποτέλεσμα της αποστασίας και προδοσίας των Ρωμιών με την υπογραφή του ενωτικού όρου της Φλωρεντίας και με την ανανέωση του όρου αυτού με το επαίσχυντο συλλείτουργο με τον Πάπα, στη θρυλική Αγια-Σοφιά, στις 12 Δεκεμβρίου 1452, 6 μήνες πρίν την άλωση. Είχε πει ρητά τότε στο Μωάμεθ, πως «αν υπήρχαν έστω πέντε πιστοί, η Πόλις δεν θα έπεφτε»! Επομένως οι συνθήκες της εποχής ήταν τέτοιες, που ο Γεννάδιος Σχολάριος με «πόνο καρδιάς» αναγκάστηκε να καταφύγει σε μέτρα «οικονομίας» έχοντας πλήρη συναίσθηση της πράξεως αυτής. Διότι η «οικονομία» στην εκκλησιαστική διάλεκτο, δεν σημαίνει «ασυδοσία», όπως κατήντησε σήμερα. Είναι αξίωμα αναμφισβήτητο στην ορθόδοξη Εκκλησία, πως οι κατ’ «οικονομία» ενεργούντες οφείλουν να ενεργούν «πλήρει συναισθήσει», ότι τούτο αποτελεί παρέκκλιση από την «ακρίβεια». Αυτό σημαίνει ότι η χρήση της «οικονομίας» δεν δημιουργεί εθιμικό κανόνα δικαίου που ν’ αναιρεί την κατ’ «ακρίβεια» πράξη. Κάτι που σίγουρα δεν φαίνεται να συμμερίζεται ο π. Αθανάσιος Κολλάς, ο οποίος –ας μας επιτρέψει την έκφραση- εντελώς ισοπεδωτικά, κάνει χρήση ενός Κανόνα Οικουμενικής Συνόδου, με την ελπίδα να παρουσιάσει ως «σχισματικούς» τους ρωμαιοκαθολικούς και να δείξει έτσι ότι με την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία δεν χρειάζεται να βαπτιστούν, ή και να χριστούν ακόμα, όπως συμβαίνει παραδοσιακά με τους πρώην αιρετικούς προσήλυτους στην Εκκλησία, που υποχρεωτικά βαπτίζονται και χρίονται, σύμφωνα με τους Αποστολικούς Κανόνες. Όμως ο 95ος Κανόνας της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος σημειωτέον δεν αναφέρεται σε σχισματικές ομάδες, αλλά σε μια σειρά αιρετικών της εποχής, δεν αντιστρατεύεται ή καταργεί τους Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, αλλά απλώς ρυθμίζει «οικονομικώς» μια εξαιρετικά επώδυνη κατάσταση που περνούσε η Εκκλησία εκείνη την εποχή με την αίρεση του «μονοθελητισμού», που προέκυψε ως κατάλοιπο του «μονοφυσιτισμού». Ο Κανόνας αυτός διαχωρίζει τρείς κατηγορίες αιρετικών και για να μη μακρηγορούμε στην τρίτη κατηγορία αναφέρονται κάποιες ομάδες αιρετικών (νεστοριανοί, ευτυχιανιστές κτλ.), που σε περίπτωση που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Εκκλησία δεν βαπτίζονταν, ούτε χρίονταν, απλά υπέγραφαν λίβελλο αναθεματισμού της αιρέσεως στην οποία ανήκαν. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη τούτη η «οικονομία» έγινε για δύο λόγους: α) διότι οι συγκεκριμένες αιρέσεις (της τρίτης κατηγορίας) είχαν επικρατήσει παντού στην Αυτοκρατορία και είχαν αποκτήσει πολυάριθμους και «φανατικούς» οπαδούς, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η Εκκλησία από βιαιοπραγίες και επεισόδια, και β) διότι οι συγκεκριμένες αιρέσεις είχαν τουλάχιστον διαφυλάξει απαράλλακτο τον τύπο του βαπτίσματος. Βάπτιζαν δηλαδή με την κανονική τάξη, ήτοι την τριπλή κατάδυση στο νερό (7) . Γίνεται λοιπόν σαφές πως όταν παρήλθε η συγκεκριμένη περίοδος και επανήλθε η ηρεμία και η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας, ο Κανόνας αυτός απενεργοποιήθηκε και υπήρξε επιστροφή στους Κανόνες των Αγίων Αποστόλων. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Γεννάδιος Σχολάριος έπραξε, ο οποίος μάλιστα αύξησε την δόση της «οικονομίας», καθότι οι λατίνοι είχαν ήδη παραχαράξει τον τύπο του βαπτίσματος, αντικατέστησαν από τότε την τριπλή κατάδυση με ράντισμα (!) και έτσι έπαυε να ισχύει η μία από τις δύο προϋποθέσεις του 95ου Κανόνα. Όμως, πάντα σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τούτο ήταν επιβεβλημένο αφού ο κίνδυνος εκείνη την εποχή ήταν σαφής: «όθεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη τα Λατινικά γένη ο Πάπας κατά των Ανατολικών, να αιχμαλωτίζουν, να φονεύουν και άλλα μύρια εις αυτούς να κάμνουν δεινά» (8) . Συνεπώς αυτός ο κίνδυνος, ειδικά στην εποχή μας είναι ανύπαρκτος, και άρα ίσως θα πρέπει να αναρωτηθείτε π. Αθανάσιε, «τί πλέον Οικονομία χρειάζεται»;
Είναι επομένως πέρα για πέρα παράλογο, να χρησιμοποιείται από την πλευρά του π. Κολλά ως «ακλόνητο» επιχείρημα ένας Κανόνας που οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύουν ως «προσωρινό», και να αγνοούνται επιδεικτικά ένα σωρό Κανόνες «ακρίβειας» με διαχρονική ισχύ και κύρος. Η «οικονομία» έχει μέτρα και όρια, ξεκάθαρα πράγματα! Όταν εκλείπουν οι λόγοι της, εκλείπει και η ίδια. Όμως σήμερα δυστυχώς, στο οικουμενιστικό περιβάλλον έχει καθιερωθεί και προβάλλεται όσο τίποτε άλλο η περίφημη «βαπτισματική θεολογία», προϊόν θεολογικό του Π.Σ.Ε., η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον ως το Νο 1 στοιχείο ενότητας μεταξύ των «εκκλησιών». Για την ορθόδοξη πλευρά, βασικός εισηγητής αυτής της νεωτεριστικής και αντιπατερικής θεολογίας, είναι ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Περγάμου, κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, τακτικός θαμώνας της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» Βόλου. Με βάση λοιπόν τη «βαπτισματική θεολογία», τα «βαπτίσματα» όλων των χριστιανικών «ομολογιών» είναι έγκυρα, είτε πρόκειται για την παραδοσιακή τριπλή κατάδυση, είτε για ραντίσματα, είτε για «αεροβαπτίσματα» ή άλλα εικονικά βαπτίσματα, που συναντάμε κυρίως στις προτεσταντικές παραφυάδες. Αυτό και μόνο το στοιχείο ανατρέπει όχι μόνο την πατερική, αλλά και την αποστολική παράδοση! Η «Ακαδημία» έχει συμβάλλει σημαντικά στην προβολή της«βαπτισματικής θεολογίας» και είναι πασιφανέστατο ότι εντός αυτού του πλαισίου κινείται με τις απόψεις του και ο π. Αθανάσιος Κολλάς. Βέβαια, παραλείψαμε αρχικά να αναφερθούμε και στο έτερο «ατράνταχτο» επιχείρημα του π. Αθανασίου, πως δηλαδή ακόμα και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμπροσευχήθηκε στην έναρξη των εργασιών συνόδου της Φερράρα. Τούτο όμως είναι ψευδές, καθότι γνωρίζουμε από τα πρακτικά του αυτόπτη μάρτυρα της συνόδου και μέλους της επίσημης βυζαντινής αντιπροσωπείας, Σιλβέστρου Συρόπουλου, ότι ουδέποτε οι ορθόδοξοι συμπροσευχήθηκαν με τους λατίνους οικοδεσπότες.Αντιθέτως, κάθε μια αντιπροσωπεία προσευχόταν ξεχωριστά. Ο άγιος Μάρκος επίσκοπος Εφέσου, πράγματι στην αρχή ήταν πολύ δεκτικός. Έτρεφε τότε αγαθές ελπίδες, πως θα κατόρθωναν οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να πείσουν τους παπικούς να αποκηρύξουν τις πλάνες τους και να επιστρέψουν στην Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Διακριτικά λοιπόν, μήπως και φιλοτιμηθεί ο Πάπας, μίλησε με ευγένεια και ηπιότητα. Όταν όμως κατόπιν, κατά τη μακρά διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, διαπίστωσε την πεισματική εμμονή τους στην πλάνη, παρά την κατάθεση πλήρους θεολογικών επιχειρημάτων, όταν είδε να θριαμβεύουν ο εγωισμός, η έπαρση, η κοσμική εξουσιαστική νοοτροπία, δεν δίστασε, ενώ ακόμη συνεχίζονταν οι εργασίες της Συνόδου, που στο μεταξύ είχαν μεταφερθεί στην Φλωρεντία, να διατρανώσει με παρρησία στην Ορθόδοξη αντιπροσωπεία και να καταστήσει σαφές, ότι «οι Λατίνοι ου μόνον εισί σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί` και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών διά το είναι το γένος εκείνων πολύ και ισχυρότερον ημών», κι ότι «ούκ ηθέλησαν (οι προ ημών) θριαμβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την επιστροφή αυτών εκδεχόμενοι και τη φιλίαν πραγματευόμενοι». Αλλά η διαστρέβλωση επεκτείνεται και στον άγιο Νεκτάριο! Με τη γνωστή τακτική της μονόπλευρης προβολής των απόψεων ενός αγίου, επιχειρείται να φανεί πως ο σύγχρονός μας αυτός άγιος –ο μεγαλύτερος του 20ου αιώνα- δίδασκε ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι οι δογματικές διαφορές θυσιάζονται χάριν της αγάπης. Παραθέτει λοιπόν ο π. Αθανάσιος ένα απόσπασμα από το πράγματι εξαιρετικό έργο του αγίου Νεκταρίου «Ποιμαντική», στο οποίο ο άγιος αναλύει και εξηγεί πως ο εκάστοτε επίσκοπος, οφείλει να περιβάλλει τους πάντες με αγάπη, ακόμη και τους ετεροδόξους και ότι η αγάπη όντως δεν πρέπει να θυσιάζεται λόγω των δογματικών διαφορών, διότι είναι τόση η δύναμή της που μπορεί να ελκύσει κάποιον ετερόδοξο στην αληθινή πίστη και εκκλησία. Πραγματικά ως εδώ είναι εύστοχες οι επισημάνσεις του π. Αθανασίου. Αλλά, ποιός ισχυρίστηκε ποτέ, από όσους αγωνίζονται για τη διατήρηση της ορθής Πίστης, πως δεν πρέπει να αγαπάμε και τους ετεροδόξους; Ο ίδιος ο Κύριος προστάζει, να τους αγαπούμε και να τους βοηθούμε σε ότι χρειάζονται, διότι ο κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα Θεού, και εν δυνάμει μέτοχος της Σωτηρίας, εφ’ όσον το θελήσει και μετανοήσει. Στην, γεμάτη πνευματικά νοήματα, παραβολή του «καλού Σαμαρείτη», ο Χριστός πειραζόμενος από ένα «νομοδιδάσκαλο» του Ιουδαϊσμού να απαντήσει στο ερώτημα «και τίς εστί μου πλησίον;», μας υποδεικνύει πως το καλό πρέπει να ενεργείται αδιακρίτως και απεριορίστως, ανεξαρτήτως δογματικών ή εθνοφυλετικών διαφορών. Και τούτο αναδεικνύεται μέσα από τη διήγηση της συγκεκριμένης παραβολής, όπου οι συμπατριώτες και ομόθρησκοι Ιουδαίοι αγνοούν επιδεικτικά τον χτυπημένο απ’ τους ληστές «αδελφό» τους, ενώ ο «εχθρός» Σαμαρείτης, παρ’ όλες τις δογματικές και εθνικές διαφορές μεταξύ των δύο λαών, κοντοστάθηκε, τον περιμάζεψε και πλήρωσε απ’ την τσέπη του για την επιμέλεια αυτού (9) . Με την διδακτικότατη αυτή παραβολή, ο Χριστός υπέδειξε ως πλησίον «τον χειρότερό μας εχθρό», εισάγοντάς μας στην Άπειρη Αγάπη του Θεού Πατρός, που ανέχεται τους πάντες, που ευεργετεί τους πάντες, που συγχωρεί τους πάντες. Το Μεγαλείο εξ άλλου τούτης της Αγάπης αναδείχθηκε απ’ τον Χριστό επάνω στο Σταυρό, όταν και ζήτησε απ’ τον Θεό Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτάς Του, πράγμα το οποίο και συνέβη (10) . Ο άγιος Νεκτάριος λοιπόν ακολουθώντας τα ευαγγελικά ίχνη, μ’ ένα πραγματικό κρεσέντο αγάπης, μας υπενθυμίζει πως οι όποιες δογματικές διαφορές, δεν σημαίνει πως πρέπει να θυσιάζουν την αγάπη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο, ήτοι να θυσιάζονται οι δογματικές διαφορές προς χάριν της αγάπης, κάτι που σαφώς υπονοεί ο π. Αθανάσιος Κολλάς. Κι αυτό διότι το δόγμα είναι το πιο επίλεκτο κομμάτι σ’ αυτό που πιστεύουμε και λέγεται Ορθόδοξη Πίστη, είναι δηλαδή η Αποκεκαλυμμένη Αλήθεια του Χριστού, σε όσους δέχονται να τον ακολουθήσουν. Ναί μέν λοιπόν αγαπάμε και τους ετεροδόξους, πράγμα που το δείχνουμε πιο πολύ όταν προσευχόμαστε καρδιακά για εκείνους, ώστε να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Αλήθεια της Ορθοδοξίας, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως η πίστις η δικιά τους εξακολουθεί να παραμένει «χωλαίνουσα», όπως λέει κι ο άγιος Νεκτάριος στο έτερο αξιόλογο σύγγραμμά του, στο δίτομο έργο του «Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος», ένα έργο απαγορευμένο στους οικουμενιστικούς κύκλους. Έτσι, ενώ ο άγιος Νεκτάριος δείχνει πνεύμα συγκατάβασης προς την ανθρώπινη ασθένεια της αμαρτίας, επεκτείνοντας τούτη τη συγκατάβαση και στις σχέσεις μετά των ετεροδόξων, εν τούτοις όμως είναι σθεναρός υπέρμαχος των πατρίων δογμάτων και δεινός ελεγκτής της πλάνης των αιρέσεων. Ουσιαστικά δεν κάνει κάτι διαφορετικό από ότι έπραξαν στο σύνολό τους οι άγιοι Πατέρες, ανήκει επομένως κι αυτός στη χορεία των ανθρώπων που υπετάχθησαν στο δόγμα, «μη μέταιρε όρια αιώνια, ά έθεντο οι πατέρες σου» (11) . Κάτι που πρακτικά σημαίνει πως η όποια, δεικνυόμενη εξ αγάπης, συγκατάβαση και επιείκεια, δεν εσήμαινε ότι εγκατέλειπε την αυστηρή γραμμή της Παραδόσεως. Όπως το πουλί χρειάζεται να έχει και τα δυο φτερά για να μπορεί να πετάξει, έτσι και ο Χριστιανός χρειάζεται απαραιτήτως και την ορθή Πίστη και την Αγάπη. Ο άγιος Νεκτάριος είχε και τα δυο αυτά εφόδια και γι’ αυτό καθαιρέθηκε από επίσκοπος Πενταπόλεως και διώχθηκε από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Άραγε θα γινόταν αποδεκτός π. Αθανάσιε από την «Ακαδημία», αν εξέφραζε σήμερα μερικές από τις αντιαιρετικές του θέσεις; Διότι ο άγιος μας προειδοποιεί και μας λέγει ότι το μίσος των λατίνων είναι ανυπέρβλητο προς τους ορθοδόξους, όσοι θεολογικοί διάλογοι και αν διεξαχθούν. Έλεγε λοιπόν ο φωτισμένος άγιος ιεράρχης: «Ημείς φρονούμεν ότι δύο εισί κυρίως οι λόγοι του μίσους των Δυτικών κατά των Ανατολικών` το έμφυτον μίσος του ψεύδους κατά της αλήθειας και το αδούλωτον του χαρακτήρος του Έλληνος» (12) . Οι δε διαπιστώσεις του για τους «πάπες» πραγματικός κόλαφος για τα πορίσματα της «Ακαδημίας»: «Τί προς ταύτα να είπη τίς; Να κλαύση ή να μυκτηρίσει τας τοιαύτας των παπών αξιώσεις; Φρονώ ότι δέον να κλαύση, διότι πολλά το Ελληνικόν Έθνος έχυσε δάκρυα διά τους τοιούτους πάπας, οι τίνες εγένοντο οι κακοί δαίμονες της Ανατολικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους»(13) , και το ακόμη πιο συγκλονιστικό ότι: «οι πάπαι και αμαρτάνουσι και κολάζονται και θα κολάζονται μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας` ίσως και αιωνίως διά τα προς την Ελληνικήν Εκκλησίαν κακά και τας ψευδοενώσεις και τας ασεβείς και αντιχριστιανικάς διατάξεις» (14) . Πρέπει να τονιστεί λοιπόν ιδιαίτερα και να καταστεί σαφές, πως η αγάπη δεν μπορεί να είναι γενικόλογη, αλλά μόνο συγκεκριμένη. Διότι, ναι μέν ο Απόστολος Παύλος κήρυττε πως μόνο «η αγάπη οικοδομεί», και ότι ανάμεσα «στην πίστη, στην ελπίδα και στην αγάπη», η αγάπη είναι μείζων όλων (15), η αγάπη όμως για την οποία κάνει λόγο ο μεγάλος αυτός Απόστολος, δεν είναι απροϋπόθετη και αφηρημένη ως έννοια, όπως την πλασάρουν οι σημερινοί «θεολόγοι του γραφείου». Ο Απόστολος Παύλος συνιστούσε κάτι που παραβλέπουν σκόπιμα οι «ακαδημαϊκοί», ήτοι να «αληθεύουμε εν αγάπη» (16) , διότι η αγάπη του Χριστού «εκ πίστεως αληθούς τίκτεται», όπως σημειώνει ο κορυφαίος ερμηνευτής του Αποστόλου Παύλου, ο «δεύτερος Παύλος» για πολλούς, άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο οποίος σε άλλη αποστροφή των λόγων του διδάσκει εμφατικά «μηδέν νόθον δόγμα παραδέχεσθε, τω της αγάπης προσχήματι». Άρα, εάν δεν προβάλλεται πρώτα η ορθή Πίστη, καλύτερα να μη μιλά κανείς για την αγάπη του Χριστού, καθότι ουδεμία σχέση έχει με την «αγάπη» που χορηγεί αφειδώς ο οικουμενισμός, και επιπλέον, εκτός του ότι εκφράζεται όλο με «σιρόπια» και «σαλιαρίσματα», μία αγάπη που κρύβει από τον άλλον την αλήθεια, φανερώνει μία άμετρη υποκρισία. Η «αγάπη» των ΠΣΕυτοχριστιανών, δεν αποτελεί καρπό του Αγίου Πνεύματος, αφού το κύριο γνώρισμα που διαθέτει όποιος παράγει καρπούς εν Αγίω Πνεύματι, είναι η ορθή πίστη, από την οποία και ξεκινά την αγιαστική του πορεία, και έπονται φυσικά από κοντά όλες οι αρετές, με πρώτη την αγάπη. Όταν λοιπόν η αγάπη έχει τούτο το θεμέλιο της πίστης, τότε η αγάπη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και μόνο τότε το Πνεύμα είναι ενεργό. Συνεπώς, υπάρχει μία σειρά και τάξη, δεν μπορείς δηλαδή να ξεκινάς έτσι αυθαίρετα από την αγάπη, γιατί αυτή η αγάπη μπορεί να είναι «βρώμικη», μπορεί να είναι «νοθευμένη», να έχει πολλά «ανθρώπινα», ή πολλά «κτιστά». Και στο κάτω-κάτω για ποια αγάπη ομιλούμε, όταν δεν τηρούμε περί την πίστη τις ευαγγελικές εντολές του Θεού, ενώ παράλληλα παραμένουμε «βρώμικοι» και «ρυπαροί»; Μια τέτοια αγάπη, δεν μπορεί να είναι του Θεού` μια τέτοια αγάπη μπορεί να έχουν μεταξύ τους και οι διάφοροι αλητήριοι, οι ληστές και οι λωποδύτες, που αναγκαστικά για να στήσουν «επιχείρηση», έστω και προσωρινά, έχουν σύμπνοια και αλληλεγγύη. Με βάση αυτό το πλαίσιο, απεικονίζεται και το είδος της «αγάπης» που πλασάρει το Π.Σ.Ε. και κατ’ επέκτασιν το «νεοταξικό σύστημα». Συμμετέχοντας επομένως οι ορθόδοξοι στο Π.Σ.Ε. για παράδειγμα, εγκαταβιώνουμε σε ένα χώρο, όπου γινόμαστε κλεπταποδόχοι μιας «αγάπης» που εμπορεύονται «ληστές» και «απατεώνες», και μιας «πίστεως» που αποτελεί «καρπό» ομαδικής ασέλγειας επάνω στο Σώμα του Χριστού. Η Αγάπη που διδάσκει ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Πατέρες, έχει ως θεμέλιο την Αλήθεια της Πίστεως, κι όχι το ψεύδος των αιρέσεων του διαβόλου, και για τον λόγο αυτό πρόκειται για μία Αγάπη υπερβατική, που υπερκερνά ακόμα και την εχθρότητα που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι πραγματικοί Χριστιανοί στον καθημερινό τους βίο. Με απλά μαθηματικά, Χριστός = Αλήθεια και Αλήθεια = Χριστός` τούτη η εξίσωση απελευθερώνει τον άνθρωπο και αποτελεί την πλέον βασική προϋπόθεση για τη σωτηρία του, καθότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ρητά και κατηγορηματικά «γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθειαελευθερώσει υμάς» (17) .
Παραπομπές:
7. Πηδάλιον, σελ. 53
8. Αυτόθι, σελ. 56
9. Λουκ. ι΄ 25-37
10. Λουκ. κγ΄ 34, «ο δέ Ιησούς έλεγε` πάτερ, άφες αυτοίς` ού γαρ οίδασι τί ποιούσι»
11. Παροιμ.22,28
12. Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος, Τομ. Α΄, σελ. 258-259
13. Αυτόθι,σελ.298
14. Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος, Τομ. Β΄, σελ. 103
15. Α΄Κορ.ιγ΄13 16. Εφεσ. δ΄ 15
Συνεχίζεται…
Πηγή: Scribd ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.