Ετικέτες

30.4.17

Απάντηση της Ε.Ε.Ε.Κ. Κομοτηνής στην 1η επιστολή

Αγαπητέ κε Πορφυρίτη,
Αρχικά ζητούμε συγνώμη για την καθυστέρηση της απάντησής μας. Οφείλεται σε έλλειψη χρόνου. Δεν σας έχουμε ξεχάσει. Χαιρόμαστε για τη δυνατότητα αυτής της επικοινωνίας μας. Είναι καλό που μπορούμε να συζητήσουμε για το ζήτημα της κοινής μας πίστης, της χριστιανικής. Καταλαβαίνετε βέβαια πως τα επιμέρους θέματα που αναφέρετε απαιτούν πολύ χώρο και χρόνο προς απάντηση και σχολιασμό. Έχουν γραφτεί άρθρα και βιβλία πάνω σ’ αυτά. Έτσι ο προβληματισμός από μέρους μας είναι, το πόσο συνοπτικά ή αναλυτικά ν’ αναφερθούμε σ’ αυτά. Θα κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια βασικής προσέγγισης.

Μας ρωτάτε αν εμείς οι Ευαγγελικοί αποτελούμε την ιστορική συνέχεια της Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού και προσθέτετε ότι η μόνη Εκκλησία που κρατά ανόθευτη τη διδασκαλία της χωρίς ν’ αλλάξει ούτε ένα γιώτα ή μια κεραία είναι η Ορθόδοξη. Ας παρατηρήσουμε αρχικά μια πραγματικότητα.
Οι πρώτοι χριστιανοί (1ος αιώνας) δεν ονομάζονταν με κάποιο από τα σημερινά γνωστά ονόματα, Ορθόδοξοι, Καθολικοί ή Διαμαρτυρόμενοι με όλα τα παρακλάδια τους. Στην Καινή Διαθήκη (ΚΔ) αναφέρονται απλά και κυρίως (α) ως «αδελφοί», -για παράδειγμα – «Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ θεοῦ» (Πρ. 11:1), (β) ως «μαθητές» -για παράδειγμα – «προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πρ. 6:2) και (γ) ως «πιστοί» - για παράδειγμα – «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι ἀλλ᾽ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πρ. 4:32). Επίσης τρεις φορές αναφέρεται η λέξη «χριστιανός». Συνεπώς για όλους μας – όχι μόνο για μας τους Ευαγγελικούς – ο προβληματισμός είναι κατά πόσον η δική «μας» πίστη ταυτίζεται με την πρώτη χριστιανική πίστη. Ως Ευαγγελικοί δεχόμαστε το ερώτημά σας και θ’ απαντήσουμε αλλά εξίσου και με τους ίδιους ακριβώς όρους ισχύει και για σας. Αυτό που θεωρείτε δεδομένο για την σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία – πώς ταυτίζεται με την Αποστολική πίστη – χρειάζεται να το αποδείξετε. Βλέπετε, με όλες τις Εκκλησιαστικές Αποχρώσεις ισχύει τούτο. Θεωρούμε την πίστη «μας» ως αυθεντική και αμφισβητούμε την πίστη των άλλων. Συνεπώς όλοι μας ανεξαιρέτως οφείλουμε να τεκμηριώσουμε τις απόψεις μας και όχι δογματικά να τις θεωρούμε σωστές ωσάν ν’ αποτελούν ένα αξίωμα. Ως Ευαγγελική Εκκλησία λοιπόν ερευνούμε τις Γραφές αλλά και την εκκλησιαστική Ιστορία ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα και τις δύο. Δεν λέμε για την Ευαγγελική Εκκλησία αυτό που εσείς λέτε για την Ορθόδοξη. Πως, δηλαδή, εμείς οι Ευαγγελικοί δεν παρεκκλίνουμε στο ελάχιστο από τον αλάνθαστο λόγο του Θεού που παραδόθηκε στους πιστούς του Χριστού δια των αποστόλων τον 1ο αιώνα. Πιστεύουμε όμως ότι είμαστε αρκετά πιο κοντά στη σώζουσα αλήθεια του ευαγγελίου απ’ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό φαίνεται σε πολλά επιμέρους θέματα.
Το κυρίαρχο σε σπουδαιότητα ζήτημα είναι αυτό της Παράδοσης και των παραδόσεων. Πιστεύουμε στην Αποστολική Παράδοση. Είναι ό,τι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα παρέδωσαν στους Αποστόλους και Προφήτες της ΚΔ. Προσοχή όμως. Η Παράδοση δεν είναι Πηγή πίστης. Είναι ο τρόπος. Ο λόγος του Θεού παραδόθηκε στους Αποστόλους και τους Προφήτες. Δια της πράξης της Παραδόσεως ο λόγος του Θεού ήρθε σε μας τους ανθρώπους. Η Παράδοση ήταν προφορική και γραπτή και ήταν ισότιμη καθώς ήταν μία στο περιεχόμενό της. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούν Ευαγγελική και Ορθόδοξη Εκκλησία. Όταν λοιπόν ο απ. Παύλος γράφει στους Θεσσαλονικείς χριστιανούς να τηρούν τις παραδόσεις που παρέλαβαν είτε δια λόγου είτε δια επιστολής, αυτό σημαίνει ότι ο λόγος του και τα γραπτά του μετέδωσαν ένα μήνυμα, το ευαγγέλιο του ΙΧ και τη σημασία του για τη ζωή μας.
Από εδώ και πέρα όμως αρχίζουν οι διαφορές μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία παίρνει το χωρίο του Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς και το εφαρμόζει για όλη την περίοδο των δύο χιλιάδων ετών, πως δηλαδή κάθε προφορική ή γραπτή παράδοση έχει την ίδια ισχύ και σπουδαιότητα με την Αποστολική Παράδοση. Η Ευαγγελική Εκκλησία δεν το δέχεται αυτό. Πιστεύει πως η Αποστολική Παράδοση είναι αυθεντική (θεία), πλήρης και ικανή να οδηγήσει προς σωτηρία τους πιστεύοντες. Ο απόστολος Παύλος γράφει στους Γαλάτες με άκρα σοβαρότητα:
«6 Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι [Χριστοῦ] εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, 7 ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. 8 ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται [ὑμῖν] παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. 9 ὡς προειρήκαμεν καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.»  
Αυτά τα λόγια μεταξύ άλλων δείχνουν ότι, (α) είναι τόσο εύκολο, ακόμη και στις ημέρες του Παύλου, να αποκλίνει κάποιος από το αληθές μήνυμα του ευαγγελίου, (β) ότι το ευαγγέλιο που κήρυττε ο Παύλος ήταν οριστικό και πλήρες στο περιεχόμενό του. Δεν χρειαζόταν κάποιος να προσθέσει ή αφαιρέσει κάτι. (γ) Συνεπώς, αρκεί κάποιος να μελετήσει τα κείμενα της ΚΔ για να διαπιστώσει ποιο ακριβώς είναι το ευαγγέλιο ως μήνυμα, το μοναδικό μήνυμα που μπορεί να συνδέσει τον αμαρτωλό άνθρωπο με τον Θεό δια του Ιησού Χριστού.
Εδώ η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλει εαυτήν ως εξής. Λέγει ότι πριν γραφτούν τα κείμενα της ΚΔ, υπήρχε η Εκκλησία και είναι η Εκκλησία που έγραψε την ΚΔ. Εννοεί βέβαια ότι αυτή η Εκκλησία ήταν η ίδια με την σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό το τελευταίο, όπως προείπα, χρειάζεται απόδειξη. Αλλά ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι αληθής στην πληρότητά του. Ναι, υπήρχε η Εκκλησία – η χωρίς τα σημερινά ονόματα – πριν γραφτούν τα κείμενα της ΚΔ. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι η Εκκλησία γέννησε την ΚΔ. Θα ήταν λίγο ακριβέστερο αν λέγαμε πως η Εκκλησία έγραψε τα κείμενα της ΚΔ, όχι την ΚΔ καθ’ εαυτήν. Θα το εξηγήσω σε λίγο. Αλλά η πλήρης ακρίβεια υπαγορεύει να πούμε κάτι άλλο. Όχι η Εκκλησία, γενικά και αόριστα, αλλά οι Απόστολοι, κυρίως, και οι πέριξ αυτών έγραψαν τα κείμενα της ΚΔ. Την Εκκλησία την γέννησε ο λόγος του Θεού. Την γέννησε η καθεαυτή Καινή Διαθήκη. Ο Θεός εν τω Χριστώ έκανε μια Καινούρια Διαθήκη με τον αμαρτωλό άνθρωπο, που λέει ότι όποιος πιστεύει πως το αίμα του Χριστού καλύπτει τις αμαρτίες του αλλά και τον καθαρίζει πλήρως από τον αμαρτωλό εαυτό του και εμπιστεύεται τον Σωτήρα Χριστό ως Κύριό του, αυτός σώζεται και γίνεται τέκνο του Θεού. Αυτός ο λόγος σώζει τον άνθρωπο και γεννά την Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι αλήθεια λοιπόν αυτό που γράφουν Ορθόδοξοι θεολόγοι πως η Εκκλησία γέννησε την ΚΔ. Η ΚΔ γέννησε την Εκκλησία και οι Απόστολοι, ακριβέστερα, έγραψαν τα κείμενα της ΚΔ. Την ΚΔ την σύστησε ο ίδιος ο Θεός επάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Το «τετέλεσται» του Χριστού σφράγισε την ΚΔ. Οι απόστολοι έγραψαν τον λόγο της ΚΔ. Η Διαθήκη είναι συμφωνία που συνάπτεται από τον ίδιο τον Θεό με βάση το δικό Του σωτήριο έργο. Αυτές οι αλήθειες είναι άκρως σοβαρές και δεν επιτρέπεται να παίζουμε με τις λέξεις. Ένα ενδεικτικό χωρίο:
«18 εἰδότες ὅτι οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ, ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς πατροπαραδότου 19 ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ, …  23 ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾶς φθαρτῆς ἀλλὰ ἀφθάρτου διὰ λόγου ζῶντος θεοῦ καὶ μένοντος.» (Α΄Πέτ. 1:18-19, 23)
Η Εκκλησία μας πιστεύει ότι οι Απόστολοι ήσαν μοναδικοί. Δεν αντικαταστάθηκαν από άλλους, όσο πιστοί και ευσεβείς και αν ήσαν. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύουμε στη λεγόμενη «διαδοχή των Αποστόλων». Ιστορικά, μετά τους Αποστόλους αλλά και όσο ζούσαν οι Απόστολοι, υπήρξαν πιστοί του Χριστού που παρέλαβαν από τους Αποστόλους την σώζουσα πίστη και κλήθηκαν να την κηρύξουν και βέβαια να ζήσουν ακριβώς σύμφωνα με αυτήν, αλλά οι άνθρωποι αυτοί, - όπως ο Τίτος, ο Τιμόθεος και όλοι οι συνεργάτες του Παύλου – δεν ήσαν απόστολοι. Πουθενά δεν αναφέρεται η ιδιότητά τους ως απόστολοι.
Τα μοναδικά χαρακτηριστικά των αποστόλων ήταν ότι (α) κλήθηκαν προσωπικά από τον Χριστό. Κατηγορούσαν διάφοροι τον Παύλο ότι δεν ήταν Απόστολος. Εκείνος απαντά: «…οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐχὶ Ἰησοῦν τὸν κύριον ἡμῶν ἑόρακα; …» (Α΄Κορ. 9:1). Ενώ απολογείται στον βασιλιά Αγρίππα του λέει, «… 13 ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους. 14 πάντων τε καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λέγουσαν πρός με τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. 15 ἐγὼ δὲ εἶπα· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. 16 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδές [με] ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, 17 ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ ἐκ τῶν ἐθνῶν εἰς οὓς ἐγὼ ἀποστέλλω σε 18 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. 19 Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ …» (Πρ. 26:13-19)
Ο απ. Πέτρος, μετά την ανάληψη και πριν την Πεντηκοστή, κρίνει ότι είναι αναγκαίο ν’ αντικατασταθεί ο Ιούδας. Για τον υποψήφιο απόστολο θέτει την εξής προϋπόθεση, «21 δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ᾧ εἰσῆλθεν καὶ ἐξῆλθεν ἐφ᾽ ἡμᾶς ὁ κύριος Ἰησοῦς, 22 ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήμφθη ἀφ᾽ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ σὺν ἡμῖν γενέσθαι ἕνα τούτων.» (Πρ. 1:21-22) Έπρεπε λοιπόν ο απόστολος να είναι προσωπικός μάρτυρας (είδε και άκουσε) τα πάντα, σχετικά με το πρόσωπο και το έργο του ΙΧ. Όπως λοιπόν οι δώδεκα Απόστολοι κλήθηκαν προσωπικά από τον Ιησού Χριστό, έτσι ακριβώς κλήθηκε εκ των υστέρων ο Παύλος. Αλλά και (β) ότι οι Απόστολοι ενήργησαν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος «σημεία», δηλαδή θαύματα, τεράστια πράγματα που ο Θεός τα ενεργεί δια των ανθρώπων που Εκείνος έχει επιλέξει. Έτσι, γράφει ο Παύλος, «11 Γέγονα ἄφρων, ὑμεῖς με ἠναγκάσατε. ἐγὼ γὰρ ὤφειλον ὑφ᾽ ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν γὰρ ὑστέρησα τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων εἰ καὶ οὐδέν εἰμι. 12 τὰ μὲν σημεῖα τοῦ ἀποστόλου κατειργάσθη ἐν ὑμῖν ἐν πάσῃ ὑπομονῇ, σημείοις τε καὶ τέρασιν καὶ δυνάμεσιν.» (Β΄Κορ. 12:12). Από όλους όσους σήμερα πιστεύουν πως είναι διάδοχοι των Αποστόλων, (α) ποιος είδε προσωπικά τον ΚΙΧ και παρέλαβε την αλήθεια προσωπικά από Αυτόν και μόνο; (β) Ποιος από αυτούς ενεργεί τα «σημεία του αποστόλου»; Η απάντηση είναι προφανής – κανένας.
Η «διαδοχή των Αποστόλων» με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ότι άνθρωποι πιστοί στο ευαγγέλιο αλλά και υπεύθυνοι και κατάλληλοι διαδέχθηκαν τους Αποστόλους για να ποιμάνουν τις εκκλησίες και να κηρύξουν τον λόγο του Θεού και να παραδώσουν τον θείο θησαυρό στους επόμενους. «1 Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 2 καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾽ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι.» (Β΄Τιμ. 2:1-2) Αυτό έκανε ο Τιμόθεος στην Έφεσο αλλά και όπου βρέθηκε και διακόνησε τον λόγο του Θεού, αυτό έκανε ο Τίτος στην Κρήτη και όπου αλλού διακόνησε και άλλοι πιστοί όπως αυτοί, άνθρωποι ικανοί να παραλάβουν, να διδάξουν και ποιμάνουν και να παραδώσουν σε άλλους σαν αυτούς.
Ενδεικτικά, ο Πολύκαρπος Σμύρνης υπήρξε μαθητής του αποστόλου Ιωάννη. Ο Πολύκαρπος δεν αναφέρεται στα κείμενα της ΚΔ. Έχουν όμως διασωθεί δικές του επιστολές. Στην επιστολή του προς τους Φιλιππήσιους χριστιανούς γράφει, «ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε κάποιος άλλος όμοιός μου είναι ικανός να φτάσει τη σοφία του μακάριου και ένδοξου Παύλου, ο οποίος όταν ήταν ανάμεσά σας, στην παρουσία των τότε ανθρώπων, δίδαξε με ακρίβεια και με σταθερότητα τον λόγο της αλήθειας κι επίσης όταν απουσίαζε, σας έγραψε επιστολές κι αν τις μελετήσετε θα μπορέσετε να οικοδομηθείτε στην πίστη που σας παραδόθηκε…» (3:2) Επίσης, σε άλλο σημείο γράφει, «Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι είστε καλά μελετημένοι στις Άγιες Γραφές και από σας δεν υπάρχει τίποτε κρυμμένο.» (12:1)
Ποιες ήταν τότε οι Γραφές; Ήταν όλα τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και όλα τα κείμενα των αποστόλων που είχαν φτάσει σ’ αυτούς. Ο κανόνας της ΚΔ δεν είχε ακόμη πάρει την τελική του μορφή αλλά η Εκκλησία διέκρινε τα κείμενα που είχαν θεία εξουσία και αποτελούσαν τον λόγο του Θεού.
Ο Ιούδας στην επιστολή του γράφει, «Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς ἡμῶν σωτηρίας ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.» (χωρίο 3)
Ώστε, πρόκειται για την «άπαξ παραδοθείσα στους αγίους πίστη» η οποία είναι πλήρης και οριστική στον 1ο χριστιανικό αιώνα.
Αν τώρα μελετήσουμε τα κείμενα των «αποστολικών πατέρων», όπως προανέφερα τον Πολύκαρπο – δηλαδή των πατέρων του τέλους του πρώτου αιώνα και του δεύτερου – δεν συναντάμε καμία προτροπή ή εντολή προς προφορικές, μυστικές άγραφες παραδόσεις αλλά βλέπουμε με συνέπεια την προτροπή τους προς τις Γραφές. Αυτό συνεπάγεται πως όλα τα λόγια των πατέρων της Εκκλησίας, των διαφόρων ηγουμένων, μοναχών και λοιπών, είναι πάντοτε προς εξέταση και κρίση με βάση τις Άγιες Γραφές. Ό,τι πηγάζει από αυτές και τις εκφράζει, είναι αποδεκτό, ό,τι δεν ταιριάζει είναι προς απόρριψη. Ο κανόνας είναι ένας, οι άγιες γραφές.
Τώρα, σχετικά με αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Οι Απόστολοι και οι μαθητές τους, που μόλις προανέφερα δεν ήσαν Ιερείς, με την έννοια του σημερινού Κλήρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την γενική ιεροσύνη όλων των πιστών. Προσθέτει όμως την ειδική ιεροσύνη του γνωστού σε όλους μας Κλήρου. Αυτό δεν είναι αλήθεια σύμφωνα με την ΚΔ. Δεν υπάρχει «ειδική ιεροσύνη». Υπάρχουν πνευματικά «χαρίσματα» στην ΚΔ. Το να είναι κάποιος απόστολος, προφήτης, δάσκαλος, ευαγγελιστής ή κάτι άλλο είναι χάρισμα. Ο Θεός στον έναν πιστό δίνει το Α χάρισμα, σε άλλον το Β, σε άλλον το Γ κ.ο.κ. Όλοι όμως είναι ιερείς, που σημαίνει ότι όλοι μας, εφόσον είμαστε «εν Χριστώ» μέσω της μετάνοιας και της πίστης μας στον ΙΧ, έχουμε άμεση πρόσβαση στον Άγιο Θεό δια της μιας θυσίας του ΙΧ. Δεν χρειαζόμαστε άνθρωπο μεσολαβητή. Όπως ακριβώς, ζώντος του ΚΙΧ στη γη οι άνθρωποι πήγαιναν άμεσα σ’ Αυτόν και Του μιλούσαν και Του ζητούσαν αυτό που ήθελαν, χωρίς την μεσολάβηση κάποιου, είτε Αποστόλου είτε κάποιου άλλου, έτσι και σήμερα, ο καθένας που αποδέχεται το ευαγγέλιό Του, έχει άμεση πρόσβαση σ’ Αυτόν δια του Αγίου Πνεύματος. Ο δάσκαλος, ο ποιμένας θα με βοηθήσει, θα με στηρίξει και τον έχω ανάγκη αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μεσολαβητής μεταξύ εμού και του Θεού προκειμένου να προσευχηθώ ή να λάβω άφεση αμαρτιών. Ο διάκονος Φίλιππος ευαγγελίζεται τον ευνούχο της Κανδάκης σ’ έναν έρημο δρόμο (Πρ. 8:26-39). Ο ευνούχος πιστεύει και ο Φίλιππος τον βαπτίζει. Ο Φίλιππος όμως ήταν απλά διάκονος. Δεν ήταν ούτε απόστολος ούτε ειδικός ιερέας με την σημερινή έννοια. Ο Φίλιππος δεν είπε, «ναι, βλέπω πως πιστεύεις αλλά ξέρεις, εγώ δεν έχω την εξουσία να σε βαπτίσω και να μεσολαβήσω για την συγχώρηση των αμαρτιών σου. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην Ιερουσαλήμ, εκεί θα μιλήσεις με τους Αποστόλους ή τους Ιερείς της εκκλησίας, θα σε βαπτίσουν, θα σε εξομολογήσουν και θα γίνεις έτσι τέκνο του Θεού …»
Βλέπετε πως το ένα ζήτημα μετά το άλλο αναδεικνύουν τις διαφορές μεταξύ της Αποστολικής πίστης και αυτής της σημερινής Ορθόδοξης Εκκλησίας; Η εξομολόγηση των αμαρτιών δεν υπήρχε ως «μυστήριο» της Εκκλησίας όπως δεν υπήρχαν και ειδικοί Ιερείς. Αυτά φάνηκαν και ανέκυψαν τους επόμενους αιώνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καλώς ανέκυψαν. Οι Απόστολοι δεν τα παρέδωσαν ώστε να τα παραλάβουμε εμείς. Αυτά είναι οι ανθρώπινες παραδόσεις που δεν συμβαδίζουν με την προφορική και γραπτή Αποστολική παράδοση. Ο Κυπριανός μιλάει πρώτος για ειδικό ιερατείο τον 3ο αιώνα. Στην Αποστολική εποχή και αντίληψη, οι όροι, «επίσκοπος» «ποιμήν» και «πρεσβύτερος» είναι ισότιμοι. Δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις μεταξύ των. Αναφέρονται στα ίδια πρόσωπα. Είναι σαν μια τριγωνική πυραμίδα. Είναι ένα σώμα αλλά έχει τρεις έδρες. Αυτό φαίνεται και προκύπτει από την ΚΔ. Ο Παύλος κάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο για να τους μιλήσει για τελευταία φορά και να τους αποχαιρετήσει. Καθώς ήρθαν και τους μιλάει, λέει, «28 προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου.» (Πρ. 20:28) Είναι λοιπόν πρεσβύτεροι, το Άγιο Πνεύμα τους κατέστησε επισκόπους για να ποιμαίνουν την εκκλησία του Θεού. Βλέπετε πως εναλλάσσονται οι όροι αυτοί; Αφήνει ο Παύλος τον Τίτο στην Κρήτη για να εγκαταστήσει πρεσβυτέρους σε κάθε πόλη όπου είχε δημιουργηθεί μια εκκλησία και του γράφει, «5 Τούτου χάριν ἀπέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, 6 εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα. 7 δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, 8 ἀλλὰ φιλόξενον φιλάγαθον σώφρονα δίκαιον ὅσιον ἐγκρατῆ, …» (Τίτ. 1:5-8) Βλέπετε πώς γράφει και τους δύο όρους «κατά πόλιν πρεσβυτέρους» και «δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι …»
Το γεγονός ότι ο όρος «επίσκοπος» κυριάρχησε και έγινε αξίωμα ανώτερο του πρεσβυτέρου, δεν αποτελεί Αποστολική παράδοση και δεν πρέπει να την αποδεχθούμε. Εξ’ άλλου στην προαναφερθείσα περικοπή όπου ο Παύλος μιλάει στους πρεσβυτέρους της Εφέσου, παρακάτω προειδοποιεί για «λύκους βαρείς» οι οποίοι θα κάνουν ζημιά στην Εκκλησία του Χριστού και μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους ίδιους τους πρεσβυτέρους θα εξελίσσονταν σε τέτοιους! Συνεπώς άλλο είναι η Αποστολική παράδοση και άλλο οι πολλές, στην ουσία αμέτρητες ανθρώπινες παραδόσεις και αλλοιώσεις που προστέθηκαν στο πέρασμα δύο χιλιάδων ετών.
Ο όρος «μυστήριο» έχει άλλη σημασία στην ΚΔ και άλλη σημασία στη θεολογία της σημερινής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην ΚΔ σημαίνει μια αλήθεια που ήταν κρυμμένη από τους ανθρώπους του Θεού. Την γνώριζε ο Θεός μόνο διότι δεν την είχε ακόμη  αποκαλύψει. Για παράδειγμα, γράφει ο Παύλος:
«25 [Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου,
26 φανερωθέντος δὲ νῦν διά τε γραφῶν προφητικῶν κατ᾽ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος, 27 μόνῳ σοφῷ θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν.]» (Ρωμ. 16:25-27)
Επίσης:
«1 Τούτου χάριν ἐγὼ Παῦλος ὁ δέσμιος τοῦ Χριστοῦ [Ἰησοῦ] ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν 2 – εἴ γε ἠκούσατε τὴν οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ τῆς δοθείσης μοι εἰς ὑμᾶς, 3 [ὅτι] κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνωρίσθη μοι τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ, 4 πρὸς ὃ δύνασθε ἀναγινώσκοντες νοῆσαι τὴν σύνεσίν μου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ, 5 ὃ ἑτέραις γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις ἐν πνεύματι, 6 εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου.» (Εφ. 3:1-6)
Είναι σαφής η έννοια του «μυστηρίου» στα παραπάνω χωρία. Πουθενά δεν φαίνεται στα κείμενά της ΚΔ ότι το βάπτισμα είναι μυστήριο ή ο γάμος κ.λπ. Στον γάμο αναφέρει ο Παύλος την λέξη μυστήριο για τη σχέση Χριστού-Εκκλησίας και όχι άνδρα-γυναίκας.
Εν ολίγοις, όταν κάποιος μελετήσει την ιστορική εξέλιξη των ιδεών και όρων θα διαπιστώσει άλλη σημασία και χρήση στην ΚΔ και άλλη στη σημερινή Ορθόδοξη Θεολογία.
Δύο λόγια για το «μυστήριο» της εξομολόγησης. Υποστηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία ότι ο Χριστός το συνέστησε με τα λόγια Του:
«ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφέωνται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται» (Ιν. 20:23)
Το θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλο ως προς την ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Σας συστήνω, αν έχετε ενδιαφέρον προς σοβαρή μελέτη να διαβάσετε το δίτομο, μεγάλο έργο του Σπύρου Φίλου, «Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», Εκδόσεις ΠΕΡΓΑΜΟΣ. Ο Χριστός ποτέ δεν χρησιμοποίησε μεσάζοντες για να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι Τον πλησίαζαν απευθείας. Ο Χριστός ήταν Αυτός που συγχωρούσε αμαρτίες και όχι οι Απόστολοι. Ανέφερα ως ενδεικτικό παράδειγμα τον διάκονο Φίλιππο παραπάνω. Εδώ, σ’ αυτό το χωρίο ο Χριστός αναφέρεται σε «τινές», όχι όλους. Η πληρότητα της μελέτης αυτού του χωρίου οδηγεί στο συμπέρασμα πως εδώ αναφέρεται σε περιπτώσεις εκκλησιαστικής πειθαρχίας και αποκατάστασης. Αναφέρεται σε πιστούς που αμάρτησαν έτσι που ξέκλιναν από την Εκκλησία και θίγεται το ζήτημα της επιστροφής τους. Η Εκκλησία καλείται να διακρίνει αν η μετάνοιά τους είναι ειλικρινής. Λ.χ., ένας πόρνος υπήρχε στην Εκκλησία της Κορίνθου. Ο Παύλος καλεί την εκκλησία να τον παραδώσει στον Σατανά προκειμένου να σωθεί το πνεύμα του. Αν αυτός μετανοούσε, η Εκκλησία καλείτο να διακρίνει ότι η μετάνοια του ήταν γνήσια. Υπήρχε το δίλημμα αν πρέπει να τον δεχθεί ή όχι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία καλείται ν’ αντιληφθεί το τι κάνει ο Θεός. Πώς ο Θεός κρίνει αυτήν την περίπτωση; Αν ο Θεός τον έχει δεχθεί οφείλει και η Εκκλησία να τον δεχθεί. Αν ο Θεός τον απορρίπτει, έστω διότι αυτός υποκρίνεται, τότε και η Εκκλησία καλείται αυτό να το διακρίνει. Αν η Εκκλησία ενεργήσει σωστά και τον αποκαταστήσει, τότε ο άνθρωπος είναι πραγματικά συγχωρημένος.
Με λίγα λόγια – αν και αρκετά, εννιά σελίδες – προσπάθησα να δώσω μια εικόνα γιατί πιστεύουμε ως Ευαγγελική Εκκλησία ότι εκφράζουμε την πίστη του 1ου αιώνα, αν και το όνομα «Ευαγγελικός» δεν υπήρχε, όπως βέβαια και όλα τα άλλα. Επαναλαμβάνω όμως, δεν ισχυριζόμαστε ότι είμαστε αλάνθαστοι και ότι κατέχουμε εμείς και μόνο εμείς όλη την αλήθεια. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Ερευνούμε συνεχώς. Αυτό ισχύει για κάθε Εκκλησία, όποιο όνομα και αν φέρει.
Κλείνοντας, παρακαλώ δέστε με προσοχή την εξής εικόνα που υπάρχει στις επτά εκκλησίες της Ασίας, που αναφέρει ο απόστολος Ιωάννης στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Ο ΙΧ στέλνει μια επιστολή σε κάθε μία από αυτές τις εκκλησίες (βιβλίο Αποκάλυψης, κεφάλαια 2 και 3). Αν τις διαβάσετε προσεκτικά θα διαπιστώσετε τη μεγάλη ποικιλία που αυτές οι εκκλησίες παρουσιάζουν. Ενδεικτικά, η εκκλησία της Εφέσου μπόρεσε και διέκρινε ότι οι Νικολαΐτες διέπρατταν έναν βδελυρό συμβιβασμό και μισούσε τα έργα τους. Η εκκλησία της Περγάμου όμως τους ανεχόταν. Η εκκλησία της Σμύρνης είναι ευάρεστη στον Κύριο. Η εκκλησία της Λαοδίκειας όμως δεν έχει ούτε ένα καλό στοιχείο στο ενεργητικό της κ.ο.κ. Τι δείχνει αυτή η εικόνα; Πως ενώ μιλούμε για εκκλησίες του 1ου αιώνα, ενώ η πίστη τότε ήταν πραγματικά μία, ενώ δεν υπήρχαν οι σημερινοί πολλοί χωρισμοί και οι πολλές ταμπέλες, αυτή η μία Εκκλησία δεν ήταν και τόσο «μία» στην καθημερινή της πορεία. Βλέπουμε σημαντικές διαφορές από εκκλησία σε εκκλησία. Ποια από αυτές τις επτά εκκλησίες ήταν «Ορθόδοξη»; Αν όλες ήταν «Ορθόδοξες» - αφού δεν υπήρχαν Ευαγγελικές και Καθολικές ή όποιες άλλες, όπως νομίζετε – τι νόημα έχει να λέμε ότι η εκκλησία της Λαοδίκειας ήταν «Ορθόδοξη» τη στιγμή που έχει βγάλει τον Χριστό απέξω; Πόσο Ορθόδοξη μπορεί να είναι μια τέτοια εκκλησία; Και όμως αυτή ήταν η πραγματική της εικόνα. Αλλά αυτήν την εικόνα την έχει μόνο ο Χριστός. Εκείνοι έλεγαν πως είναι πλούσιοι αλλά ο Χριστός έβλεπε πως είναι γυμνοί. Εκείνοι έλεγαν πως βλέπουν αλλά ο Χριστός έβλεπε πως είναι τυφλοί!
Το συμπέρασμα είναι ότι η ταμπέλα, όσο ωραία και αν ακούγεται, δεν εγγυάται καθόλου τη γνησιότητα και την πιστότητα. Η Εκκλησία του Χριστού, η Μία γνήσια και αληθινή, δεν είναι η «Ορθόδοξη» ούτε η «Καθολική» ούτε η «Ευαγγελική». Είναι όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις της μαθητείας που ο Χριστός έκανε γνωστές στις ημέρες Του. Ποιοι είναι αυτοί; Μόνον ο Θεός τους γνωρίζει. Μπορούμε να το δεχθούμε αυτό;
Πιστεύω πως σε βασικές γραμμές απαντήσαμε στα ερωτήματά σας. Είμαστε στη διάθεση για κάτι παραπάνω αν εσείς το κρίνετε. Σας προτρέπουμε να μελετήσετε προσεκτικά και με συνέπεια την Αγία Γραφή. Εκεί βρίσκεται ο μοναδικός Σωτήρας Ιησούς Χριστός. Αυτός που σώζει κάθε αμαρτωλό με μετανοεί για την αμαρτωλή του ζωή και Τον εμπιστεύεται ως Σωτήρα και Κύριο της ζωής του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ασφυκτικά γεμίσει με «καλές» διδασκαλίες αμέτρητων δασκάλων (πατέρων, μοναχών, ηγουμένων, οσίων, ασκητών, …) που έχουν κρύψει το λαμπρό και μοναδικό πρόσωπο του μοναδικού Σωτήρα και μοναδικού Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτό το μοναδικό πρόσωπο σκιαγραφεί με κάθε σαφήνεια και λαμπρότητα η ΚΔ.
Με αγάπη και εκτίμηση για την Ευαγγελική Εκκλησία Κομοτηνής,
Το Πρεσβυτέριο της Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.