Ετικέτες

20.1.20

Ο Ήλιος της Ερήμου. Ο Μέγας Ευθύμιος (Φώτης Κόντογλου)

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος ευθυμιος ο μεγας
ληθιν κράζει προφήτης: «γαλλιάσθω ρημος κα νθήτω ς κρνον». Μ τ θρησκεία το Χριστο γεμίσανε ο ρημις π γίους νθρώπους, π νθη πνευματικά.

«Κα ντ τς στιβς, ναβήσεται κυπάρισσος, ντ δ τς κονίζης, ναβήσεται μυρσίνη». Κα μνωδς γι τν καθένα π᾿ ατος τος γγελικος κατοίκους τς ρήμου, πο εχανε τ δάκρυ καθημερινό, λλ χι τ δάκρυ τς πελπισίας, λλ τς κατανύξεως τ «χαροποιν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Τας τν δακρύων σου ροας, τς ρήμου τ γονον γεώργησας, κα τος κ βάθους στεναγμος ες κατν τος πόνους καρποφόρησας, κα γέγονας φωστήρ, τ οκουμέν λάμπων τος θαύμασι, Εθύμιε πατρ μν σιε. Πρέσβευε Χριστ τ Θε σωθναι τς ψυχς μν.»
γιος Εθύμιος Μέγας, πο ορτάζει τ μνήμη του κκλησία στς 20 το ανουαρίου, στάθηκε νας π τος φωστρες τς σκητικς πολιτείας. Γεννήθηκε στ Μελιτην τς ρμενίας στ 377 μ.X. ληθιν κ κοιλίας μητρς τανε γιασμένος, γιατ φοσιώθηκε στ Θε π τριν χρονν παιδί. Κύριλλος Σκυθοπολίτης, πο μόνασε στ κοινόβιο το γίου Εθυμίου στερα π τν κοίμηση το γίου, γράφει πς π τ πρτα χρόνια της λικίας του τ στόμα του ενάως δοξολογοσε τ Θεό, χαρά του τανε ν πηγαίνει στν κκλησία κα ν κούγει τ για γράμματα μ φόβο κα κατάνυξη. «Τν δ μεταξ χρόνον, οκοι σχόλαζεν ν τε τ προσευχ κα τ ψαλμωδί κα τας τν θείων λόγων ναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε κα μερεύων, εδς τι μελετν ν νόμ Κυρίου μέρας τε κα νυκτς σται ς κα τ ξύλον τ πεφυτευμένον παρ τς διεξόδους τν δάτων, τν καρπν ατο δώσει ν καιρ ατο».
Σν γινε 29 χρονν, πγε στ εροσόλυμα κα προσκύνησε τος γίους Τόπους, πειτα πισκέφθηκε τος πατέρας τς ρήμου κα τέλος κατοίκησε σ᾿ να σπήλαιο τς λαύρας το Φαρν, κ᾿ ζοσε μ τέλεια κτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες γι τ συντήρησή του. κε κάθισε πέντε χρόνια, μ᾿ ναν λλον σκητ Θεόκτιστο. Μετ τ πέντε χρόνια πήγανε π τ Φαρν κα βρανε μέσα σ᾿ να ξεροπόταμο, πο τ λένε τώρα Οάντι Δαμπόρ, να σπήλαιο πόγκρεμνο, κ᾿ κε κατοικήσανε. Μ τν καιρ πληθύνανε ο δελφοί, κα στ τέλος κάνανε να μοναστήρι κοινόβιο, τ πρτο πο γίνηκε στν Παλαιστίνη, κα μέσα σ᾿ ατ ο μοναχο ζούσανε μ κραν αστηρότητα. μέγας Εθύμιος, γούμενός του, λεγε: «φείλει εναι μοναχς λος φθαλμός, πάντοθεν αυτν περισκέπην κοίμητον χων πρς τν ατο φυλακν τ τς ψυχς μμα, ς ν μέσ παγίδων διοδεύων εί». π τν αστηρότητα το βίου κάποιοι μοναχο παυδήσανε κα θέλανε ν φύγουνε. «Τ κελλία στεν λίαν κα παραμύθητα σαν, οτως ατ το Μεγάλου Εθυμίου κελεύσαντος».
Χρειάζεται πολ χαρτ κα μελάνι γι ν γράψει κανένας καταλεπτς τν πολιτεία το γίου Εθυμίου, τ λόγια του πο σωθήκανε στ βίο του, τ θαύματά του κα τν κοίμησή του. γιότητά του κούσθηκε σ᾿ λη τη χριστιανοσύνη. νομάσθηκε «μέγας φωστρ κα λιος τς ρήμου». νεπαύθη ν Κυρί στς 20 ανουαρίου το τους 473 μ.X., μέρα Σάββατο, σ λικία 97 χρονν. «ν δ τ εδος ατο γγελικόν, ξις πλαστος (φελής, προσποίητη), τ θος πραΰτατον, δ φαινομένη το σώματος ατο ψις στρογγυλοειδς τε πρχε κα φαιδρ κα λευκ κα εόμματος. ν δ ποκόλοβος τν λικίαν κα λοπόλιος, χων τν πώγωνα μέγαν, φθάνοντα ως τς κοιλίας, κα σιν πάντα τ μέλη· οτε γρ ο φθαλμο ατο ο δόντες τερον μέλος τ παράπαν βλάβη λλ στερρός τε κα πρόθυμος ν τελειώθη».
να π τ πολλ θαύματα πο κανε εναι κα τ κόλουθο, πο τ διηγήθηκε στν Κύριλλο, ποος γραψε τ βίο το γίου Εθυμίου, νας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, γι τν πάππο του πο εχε τ διο νομα κα πο τν γιανε γιος. Ατς λοιπν γέρο – Τερέβωνας, τν καιρ πο ταν κόμα παιδ παράλυσε τ μισ κορμί του, τ δεξι μέρος, π τ κεφάλι ως τ πόδια. πατέρας του σπέβετος, πο τανε κι᾿ ατς φύλαρχος, τανε παρηγόρητος, γιατ ο γιατρο δν μπορέσανε ν δώσουνε φέλεια στ παιδί του. Βρισκότανε στν ραβία κ᾿ εχανε στήσει τ τσαντήρια τους. που, μι νύχτα, βλέπει τ ρρωστο παιδ στν πνο το ναν καλόγερο μ μακρι γενειάδα κα το λέγει: «Τί σθένεια χεις;» Κ᾿ κενο δειξε τ παράλυτο μέρος το κορμιο του. Κι᾿ μοναχός του λέγει πάλι: «,τι τάξεις στ Θεό, θ τ κάνεις, ν λευθερωθες π τν ρρώστια;» Κα τ παιδ επε: «Ναί». Τότε το λέγει γέροντας: «γ εμαι Εθύμιος, πο κάθουμαι στν ρημο, δέκα μίλια νατολικ τς ερουσαλήμ, μέσα στ ξεροπόταμο πο εναι νοτιν π τ δρόμο πο πηγαίνει στν εριχώ. ν θέλεις ν θεραπευθες, λα σ μένα κι᾿ Θες θ σ γιατρέψει».
Τ πρωί, επε τ νειρο τ παιδ στν πατέρα του, κ᾿ κενος μέσως πρόσταξε ν σηκώσουνε τς τέντες κα ν τραβήξουνε κατ τ μοναστήρι το γίου Εθυμίου, πο τ βρήκανε ρωτώντας. Ο μοναχοί, σν εδανε τ πλθος τν βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχ Θεόκτιστος κατέβηκε κα τος ρώτησε τί ζητνε. Κ᾿ κενοι το επανε «τν Εθύμιο, τ δολο το Θεο». πειδ μως γιος Εθύμιος σύχαζε κ᾿ εχε δώσει παραγγελία ν μν τν νησυχήσουνε ς τ Σάββατο, επε στν σπέβετο ν περιμένουνε. λλ δυστυχς πατέρας το δειξε τ παιδ πο κειτότανε ξυλιασμένο κα τν παρακάλεσε ν τν λυπηθε. Τότε Θεόκτιστος πγε κα επε στν γιο τν στορία. Κ᾿ κενος κατέβηκε, κα σν εδε τ παιδί, κανε προσευχ πολλν ρα, στερα τ σταύρωσε, κα παρευθς γινε καλ Τερέβωνας. Βλέποντας ο ραπάδες ατ τ θαμα, γονατίσανε κα φιλούσανε τ πόδια το γίου, κα τν παρακαλούσανε ν τος βαφτίσει. Τότε γιος παράγγειλε ν κάνουνε μία μικρ κολυμβήθρα σ μι γωνι τς σπηλις, πο σώζουνταν ς τν καιρ πο τ γραφε Κύριλλος, κι᾿ φο τος κατήχησε, τος βάφτισε. Τος κράτησε στ μοναστήρι σαράντα μέρες γι ν τος διδάξει τ τς θρησκείας, κ᾿ στερα φύγανε. νας μοναχ πόμεινε στ μοναστήρι, θεος το Τερέβωνα, Τερέβωνας κι᾿ ατός, δελφς τς μητέρας του, κα χειροτονήθηκε καλόγηρος, κα μοίρασε λα τ πάρχοντά του στος φτωχούς, φο δωσε πολλ χρήματα γι ν μεγαλώσουνε τ μοναστήρι. Στάθηκε τύπος κα πογραμμς στν εσέβεια, κα κοιμήθηκε ν ερήν.
Μι Κυριακ λειτουργοσε γιος Εθύμιος, κα κατ τ συνηθισμένα κάποιος ελαβέστατος μοναχς Δομετιανς στεκότανε στ δεξιά της γίας Τραπέζης βαστώντας τ λειτουργικ ριπίδι, κι᾿ Μαρίνος Σαρακηνς στεκότανε κοντ στ θυσιαστήριο, κουμπώντας τ χέρια του στ κάγκελα. ξαφνα βλέπει φωτι ν κατεβαίνει π τν οραν κα ν πλώνεται πάνω στ θυσιαστήριο σν ντανε σεντόνι πύρινο, κα σκέπασε τ μέγα Εθύμιο κα τ μακάριο Δομετιανό. Κα μεινε τσι σ᾿ λο τ χερουβικό. «Τοτο δ τ θαμα οδες εδεν εμ ο ντες το πυρς νδον, κα Τερέβων, κα Χρυσίππου δελφς Γαβρήλιος Καππαδόκης, ενοχος ν π γεννήσεως κα δι᾿ εκοσιπέντε νιαυτν τότε ες τν κκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθες Τερέβων, φυγεν ες τ πίσω, κα π τότε οκέτι προέθετο πιστηρίζεσθαι τ καγκέλ το ερατείου, καθ᾿ ν εχε συνήθειαν τολμηρς κα θρασέως τοτο ποιεν κατ τν ραν τς θείας προσκομιδς, λλ᾿ πίσω πλησίον τς θύρας τς κκλησίας στατο, μετ φόβου κα ελαβείας κατ τν τς συνάξεως ραν κατ τν κελεύουσαν ντολν ελαβες σεσθαι τος υος σραλ κα μ καταφρονητάς».
(π τ σάλευτο Θεμέλιο, κρίτας 1996)
Το είδαμε στο: https://simeiakairwn.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.